Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Βιβλίο πρός μελέτην: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ, Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, PG 150, 368-492. ΣΥΝΑΞΙΣ Γ’ Τί ἐνεργεῖ ἡ Θεία Χάρη στόν ἄνθρωπο


Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπανεύρει τήν Θεία Χάρη συνεργάζεται μαζί της, τηρεῖ μέ τήν βοήθειά Της τίς Θεῖες Ἐντολές καί σιγά-σιγά ἀρχίζει νά νικᾶ τά πάθη.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός συνεχίζοντας τήν συνεργασία μέ τήν Θεία Χάρη, ἐπιτυγχάνει διά τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καί τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τήν ποθητή κάθαρση ἀπό τά πάθη. Αἰσθάνεται τότε ὅτι ζεῖ καί προγεύεται τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅσο καθαρίζεται τόσο φωτίζεται. Ἀπό τήν κάθαρση προχωρεῖ  στό φωτισμό καί τήν Θέωση.
Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος:
«Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ ἐπιστημονικὴ ἐργασία, συνοδευμένη καὶ μὲ τὴν ἐφικτὴ ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν καὶ τῶν λοιπῶν ἠθικῶν ἀρετῶν, ἐξαιτίας τῆς θέρμης ποὺ δημιουργεῖται στὴν καρδιὰ καὶ τῆς πνευματικῆς ἐνέργειας ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τοῦ παναγίου Ὀνόματος, τὰ πάθη καταναλίσκονται. γιατί «ὁ Θεὸς μᾶς εἶναι φωτιὰ καὶ μάλιστα φωτιὰ ποὺ κατατρώει τὴν κακία»[1]. Στὴ συνέχεια ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ λίγο – λίγο καθαίρονται κι ἑνώνονται μεταξύ τους. Κι ὅταν καθαρθοῦν κι ἑνωθοῦν τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, ἀπὸ τότε κατορθώνονται εὐκολότερα οἱ σωστικὲς ἐντολές, ἀπὸ τότε ξαναανατέλλουν στὴν ψυχὴ οἱ καρποὶ τοῦ Πνεύματος καὶ ἐπιδαψιλεύεται στὸν ἄνθρωπο ὅλο τὸ πλῆθος τῶν ἀγαθῶν. Καὶ γιὰ νὰ πῶ μὲ συντομία, ἀπὸ ἐδῶ εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπανέλθομε στὴν τέλεια χάρη τοῦ Πνεύματος ποὺ μᾶς δωρήθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κατὰ τὸ Βάπτισμα, καὶ ποὺ ὑπάρχει βέβαια μέσα μας, ἀλλὰ τὰ πάθη τὴν ἔχουν καταχώσει, ὅπως ἡ στάχτη τὴ σπίθα. Θὰ ξαναλάμψει σκορπώντας τὶς λάμψεις της ὡς πέρα, θὰ τὴ θεαστοῦμε, θὰ φωτιστοῦμε στὸ νοῦ καὶ στὴ συνέχεια θὰ τελειοποιηθοῦμε καὶ θὰ θεωθοῦμε μὲ κατάλληλο τρόπο»[2].
Ἡ ἐν συντριβῇ καί μετανοίᾳ συνεχής ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος, συγκεντρώνει τόν ἐσκορπισμένο νοῦ καί τόν καταδύει στά βάθη τῆς καρδίας, ὅπου ὑπάρχει ἡ Θεία Χάρη. Ὁ νοῦς ἐπανανακαλύπτει καί ἑνώνεται μέ τήν Βαπτισματική Θεία Χάρη, ἡ Ὁποία καί ἐνεργεῖ τήν κάθαρση τῆς καρδίας τοῦ βεβαπτισμένου ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος τώρα πλέον μέ τήν βοήθεια τῆς ἐνεργοῦ Θείας Χάρης μπορεῖ νά τηρήσει τίς Θεῖες Ἐντολές. Τηρώντας τίς ἐντολές ἀποδεικνύει ὅτι ἀγαπᾶ τόν Κύριο.


Ἡ δύναμη τῆς εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με»
Διάλογος ἑνός ὑποτακτικοῦ μέ τόν γέροντά του, τόν πατέρα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη:
-       Πάτερ Ἐφραίμ, γέροντά μου, λέω τήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἀλλά δέν καταλαβαίνω τίποτα.
-       Δέν καταλαβαίνεις ἐσύ πού τή λές τήν εὐχή, ἀλλά καταλαβαίνει ὁ διάβολος καί καίγεται, καί φεύγει.
Ἔ, καλά παιδί μου, θέλεις νά δεῖς θαῦμα, ἀπό τήν εὐχή, ἀπ’ τήν προσευχή;
-       Καί βεβαίως θέλω!
-       Καλά, τοῦ λέει, θά προσευχηθῶ στόν Θεό νά σοῦ δείξει ἕνα θαῦμα νά καταλάβεις πόση δύναμη ἔχει ἡ εὐχή.
Αὐτό τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» πού στήν ὁποίαν εὐχή ἀναφέρονται ὅλα τά πατερικά μας βιβλία∙ καί  εἰδικότερα βέβαια ἡ Φιλοκαλία.
Ἔκανε προσευχή ὁ γέροντας, ἔκανε νηστεία, τριήμερο νηστεία, μόνο μέ λίγο νερό.
-       Ἔλα δῶ παιδί μου τώρα,
τοῦ λέει, ὕστερα ἀπό τίς τρεῖς ἡμέρες, τοῦ ἔδωσε ἕνα καλάθι – ξέρετε τί ἦταν τά καλάθια;- καί
-       Πήγαινε νά τό γεμίσεις νερό.
-       Γέροντα, λέει, με συγχωρεῖς, τά μυαλά τά ἔχω, τό λογικό τό ἔχω, πῶς θά γεμίσει αὐτό νερό; Γεμίζει τό καλάθι νερό; Βρέχεται, ναί, ἀλλά νά γεμίσει νερό;
-            Καλά, παιδί μου, τοῦ λέει, δέν ἤθελες νά δεῖς ἕνα θαῦμα;
Λέει:
-       Μάλιστα.
-       Ἔ, καί νά δεῖς τί δύναμη ἔχει ἡ εὐχή; Τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» τί δύναμη ἔχει; Γιατί τήν παντοδυναμία τῆς εὐχῆς τήν παίρνει ἀπ’ τόν παντοδύναμο Θεό, διότι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι καί σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀλλά εἶναι καί Θεός ἀληθινός, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ. Δέ θέλεις νά τή δεῖς;
-       Πῶς, πῶς, πῶς!
-       Ἔ, κάνε αὐτό πού λέω, ἀλλά θά λές τήν εὐχή, ὅλο τήν εὐχή. Θά πᾶς καί θἄρθεις χωρίς νά τήν διακόψεις καθόλου. Θά λές συνέχεια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
-       Νἄ’ναι εὐλογημένο.
Πάει λοιπόν στό δρόμο, περπατάει νά πάει μέχρι τήν, ἐκεῖ πού ἦταν τό νερό,
-       «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰσηοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
Καί βάζει τό καλάθι στη βρύση καί κάτω. Τό νερό γεμίζει τό καλάθι! Καί τό καλάθι δέν τρέχει!  Δέν βγάζει οὔτε ἀπό τά πλάγια, οὔτε ἀπό κάτω σταγόνα νερό. Συνέχεια ὅμως, δέν διακόπτει τήν εὐχή καί τή λέει.
-       «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
Ἐννοεῖται βέβαια ὅτι ὁ γέροντας, ὁ Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, στό κελάκι του προσηύχετο γιά νά δείξει ὁ Θεός θαῦμα στόν παραγιό του. Τό γέμισε τό καλάθι. Μόλις τό εἶδε, τρέχει λοιπόν, νά τό δείξει στόν γέροντά του.
Νά τοῦ πεῖ δηλαδή ὅτι «Γέροντα, τό καλάθι γέμισε νερό, καί δέν τρέχει».
Στόν δρόμο λοιπόν πηγαίνοντας αὐτά τά πενήντα μέτρα, φανερώνεται ὁ διάβολος, ἀλλά μέ ἀνθρώπινη μορφή. Σάν καλόγεροι, σάν καλόγερος. Τοῦ λέει:
-       Καλόγερε, τοῦ λέει, ποῦ πᾶς;
-       Πάω στό γέροντά μου.
-       Πῶς σέ λένε;
-       Γεώργιο.
-       Πόσα χρόνια ἔχεις ἐδῶ;
-       Λέει, «πέντε - ἔξι».
-       Καί τί δουλειά κάνεις; Τί διακόνημα κάνεις;
-       Φτιάχνουμε σφραγίδια.
Μέ τό διάλογο, ἀδειάζει τό καλάθι καί τό νερό φεύγει ἀπό κάτω ὁλόκληρο.  Ἔπιασε ἀργολογία, ἄφησε τήν εὐχή. Πῆγε στό γέροντά του μέ ἄδειο τό καλάθι.
-       Τί συμβαίνει παιδί μου; Γιατί μοῦ φέρνεις τό καλάθι ἄδειο;
-       Γέροντα ἔτσι κι’ ἔτσι.
-       Ἄαα. Ἄφησες τήν εὐχή παιδί μου. Καί ἔπιασες διάλογο καί διάλογο μέ αὐτόν πού φαινόταν σάν καλόγερος ἀλλά δέν ἦταν καλόγερος, ἀλλά ἦταν ὁ διάβολος. Ἐάν δέν τοῦ μιλοῦσες, τό καλάθι θά ἦταν γεμᾶτο νερό. Τώρα ὅμως πού μίλησες καί ἄφησες τήν εὐχή, ἔφυγε τό νερό. Βλέπεις λοιπόν, ὅταν ἔλεγες καί ὅσο ἔλεγες τήν εὐχή τό καλάθι κρατοῦσε τό νερό. Ὅταν τή σταμάτησες καί ἄρχισες τήν ἀργολογία σου, ἔφυγε τό νερό. Ἡ προσευχή, τό κομποσχοίνι μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ πνευματική, διότι τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» εἶναι πνευματική ἐλεημοσύνη, νικᾶ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καμμιά ἁμαρτία δέν εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ (δηλ. τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά σβήσει κάθε δική μας ἁμαρτία). Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλο.

 

Ὁ κόπος στήν προσευχή

Ἡ ἀγάπη συνοδεύεται πάντα ἀπό τήν θυσία καί ἐκφράζεται μέ αὐτήν. Ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεό φανερώνει τήν ἀγάπη του μέσῳ τῶν κόπων καί τῶν θυσιῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν πού κάνει γιά τόν Ἀγαπώμενο Θεό.
 Κατ’ ἐξοχήν φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιά τό Θεό στόν ψυχικό κόπο τῆς ὑπακοῆς, τῆς ἄρνησης τοῦ ἰδίου θελήματος. Τότε ὁ ἄνθρωπος κάνει τήν μέγιστη θυσία: Ἀρνεῖται τό θέλημά του καί κάνει τό θέλημα τοῦ Πνευματικοῦ του Πατρός πού ταυτίζεται μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ σωματικός κόπος- ἐπίσης ἀπό ὑπακοή- φανερώνει τήν πρός τόν Θεό ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. «Πρέπει νὰ πονάεις» διδάσκει ὁ Γέροντας Πορφύριος. «Ν΄ ἀγαπάεις καὶ νὰ πονάεις. Νὰ πονάεις γὶ΄ αὐτὸν ποὺ ἀγαπάεις. Ἡ ἀγάπη κάνει κόπο γιὰ τὸν ἀγαπημένο. Ὅλη νύκτα τρέχει, ἀγρυπνεῖ, ματώνει τὰ πόδια, γιὰ νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν ἀγαπημένο. Κάνει θυσίες, δὲν λογαριάζεις τίποτα, οὔτε ἀπειλές, οὔτε δυσκολίες, ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι ἄλλο πράγμα, ἀπείρως ἀνώτερο».
Ἄν ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη φανερώνεται μέ τήν θυσία γιά τό ἀγαπώμενο πρόσωπο, πολύ περισσότερο φανερώνεται ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό μέ τήν θυσία γι’ Αὐτόν. Τό βλέπουμε στή ζωή τῶν Ἁγίων μας οἱ ὁποῖοι πολλές φορές ἔκαναν πράγματα «τρελά» γιά τήν κοσμική λογική, προκειμένου νά καλλιεργήσουν τόν Θεῖο Ἔρωτα.
Ἡ προσευχή γιά νά εἶναι ὁλοκληρωμένη καί νά ὁδηγεῖ στόν Θεῖο Ἔρωτα δέν πρέπει νά εἶναι μία ἐνέργεια μόνο τοῦ νοῦ καί τῆς διάνοιας, ἀλλά τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικοῦ ὄντος. Ὁ σωματικός κόπος τῆς νηστείας, τῶν μετανοιῶν, τῆς ὀρθοστασίας δίνει στήν προσευχή φτερά καί δύναμη.
Πράγματι χωρίς ἔμπονη, «ἐν κόπῳ καί ὑπακοῇ», πρόθυμη καί χαρούμενη προσευχή δέν ὑπάρχει σχέση μέ τόν Ἀγαπημένο, δέν ὑπάρχει ὁ Θεῖος Ἔρωτας, δέν τηρεῖται ἡ πρώτη ἐντολή.
Νά τί γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ στὸ βιβλίο του «Υἱέ μου, δὸς μοι σὴν καρδίαν»:
«Πᾶσα γὰρ ἐργασία σωματικὴ τε καὶ πνευματική, μὴ ἔχουσα πόνον ἢ κόπον, οὐδέποτε καρποφορεῖ τῷ ταύτην μετερχομένῳ, ὅτι βιαστὴ ἐστὶν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν, βίαν εἰπών τὴν τοῦ σώματος ἐν πᾶσιν ἐπίπονον ἄσκησιν». Δηλαδή: «Κάθε ἐργασία σωματική καί πνευματική πού δέν ἔχει πόνο ἤ κόπο ποτέ δέν ἀποφέρει καρπούς σ’ αὐτόν πού τήν μετέρχεται, διότι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βιαστή καί τήν ἁρπάζουν αὐτοί πού ἀσκοῦν ἐκούσια βία στόν ἑαυτό τους. Μέ τήν λέξη βία ἐννοεῖ τήν ἐπίπονο σέ ὅλα σωματική ἄσκηση».
«Ὅταν ἀγαπάεις τὸν Χριστόν» παρατηρεῖ ὁ Γέροντας Πορφύριος «κάνεις κόπο, ἀλλὰ εὐλογημένο κόπο. Ὑποφέρεις, ἀλλὰ μὲ χαρά. Κάνεις μετάνοιες, προσεύχεσαι, διότι αὐτὰ εἶναι πόθος, θεῖος πόθος. Καὶ πόνος καὶ πόθος καὶ ἔρωτας καὶ λαχτάρα καὶ ἀγαλλίαση καὶ χαρὰ καὶ ἀγάπη. Οἱ μετάνοιες, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία εἶναι κόπος, ποὺ γίνεται γιὰ τὸν Ἀγαπημένο. Κόπος, γιὰ νὰ ζεῖς τὸν Χριστό. Ἀλλ΄ αὐτὸς ὁ κόπος δὲν γίνεται ἀναγκαστικά, δὲν ἀγανακτεῖς. Ὅ,τι κάνεις ἀγγάρια, δημιουργεῖ μεγάλο κακὸ καὶ στὸ εἶναι σου καὶ στὴν ἐργασία σου. Τὸ σφίξιμο, τὸ σπρώξιμο φέρνει ἀντίδραση. Ὁ κόπος γιὰ τὸν Χριστό, ὁ πόθος ὁ ἀληθινὸς εἶναι Χριστοῦ ἀγάπη, εἶναι θυσία, εἶναι ἀνάλυσις. Αὐτὸ ἐνίωθε καὶ ὁ Δαβίδ: «Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλάς τοῦ Κυρίου». Ποθεῖ μὲ λαχτάρα καὶ λιώνει ἡ ψυχή μου ἀπ΄ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τοῦ Δαβὶδ ταιριάζει μὲ τὸ στίχο τοῦ Βερίτη ποὺ μ΄ ἀρέσει:
«Συντροφιὰ μὲ τὸν Χριστὸ λαχτάρησα νὰ ζήσω, ὡς νὰ φθάσει κι ἡ στερνὴ στιγμὴ νὰ ξεψυχήσω»».
Ἡ συνεχής προσευχή μαζί μέ τήν ἄσκηση διώχνει ὅλους τούς λογισμούς ἀπό τήν καρδιά. Ἡ καρδιά ἔτσι καθαρίζεται καί μένει ἐντός της μόνο ἕνας λογισμός, ὁ λόγος τῆς εὐχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Γίνεται ἔτσι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου κατάλληλη γιά νά χρησιμεύσει ὡς θρόνος τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ. Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά πεῖ: «Ναί ἔρχου Κύριε. Ἰδοῦ ὁ δοῦλος Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου».
Ἄν ἐμεῖς θέλουμε μία φορά, ὁ Θεός θέλει ἄπειρες φορές νά ἑνωθεῖ μαζί μας. Τό ἐμπόδιο εἶναι ἡ ἀκαθαρσία μας, ἡ βρώμικη καρδιά μας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνεργαστεῖ μέ τήν Θεία Χάρη διά τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας, τῆς ἔμπονης προσευχῆς καί τῆς Πνευματικῆς Μελέτης ἐπιτυγχάνει τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς του.
Ἡ καθαρή καρδιά φωτίζεται . Ὅσο περισσότερο καθαρίζεται τόσο καί φωτίζεται, τόσο καί θεώνεται διά τῆς ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ Θεία ἄκτιστη ἐνέργεια ἀνάβει τόν Θεῖο Πόθο στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή ἐνεργεῖ τόν Θεῖο Ἔρωτα καί μεταποιεῖ τήν φτωχή ἀνθρώπινη καρδιά σέ θάλαμο Βασιλικό καί θρόνο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά πραγματώσει τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «Παιδί μου δός μου τήν καρδιά σου» καί «Ἀγάπησε Κύριον τόν Θεό Σου μέ ὅλη τήν καρδιά σου».
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!


[1] Δευτ. δ΄, 24.
[2]Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Μετάφραση Ἀντώνιος Γαλίτης, Τόμος Α΄, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας,  στ΄ ἔκδοση 2004, σελ. 19.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου