Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ -ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ -ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙ ΝΕΟ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ

 
Το θέμα αυτό, πρέπει να ομολογήσω, δεν μου είναι ευχάρι­στο. Γιατί αναπόφευκτα θίγονται πρόσωπα φιλικά, γνωστά, αξιόλογα. Αλλά αν σήμερα καταπιάνομαι μ’ αυτό το υπό συ­ζήτηση πρόβλημα, αυτό οφείλεται στην από καιρό ενόχληση, θα έλεγα, που υφίσταμαι, για να πω τη γνώμη μου δημοσίως. Γράφω δημοσίως, γιατί στις συζητήσεις μας εδώ, κυρίως με φοιτητές και διαφόρους θεολογούντες ή ενδιαφερομένους επι­στήμονες, δεν οκνώ να εκφράζω ελευθέρως τι φρονώ περί των λεγομένων νεορθοδόξων.
Θέτοντας το ερώτημα, αν όντως υπάρχουν νεορθόδοξοι, γί­νεται φανερόν, ότι αμφισβητώ την ύπαρξή τους και δέχομαι μια διάφορη ερμηνεία στο φαινόμενον αυτό. Δηλαδή δεν έχομε καμμιά νέα έκδοση Ορθοδοξίας ή συγκεκριμένους φορείς της. Απλώς διαπιστώνει κανείς συμπτώματα νοθείας στην ορθόδο­ξη Παράδοση από ωρισμένους θεολόγους χριστιανούς, είτε διδάσκοντες είτε παθητικά αποδεχομένους τις νοθείες.
Κάνω αυτή τη διάκριση, όχι μονάχα για να διασώσω την υπόληψη των επισημανθέντων ως νεορθοδόξων και επομένως αιρετικών, αλλά και για να διευκολυνθή η αναζήτηση της α­ληθείας, αποφευγομένων αδίκων χαρακτηρισμών.Γιατί οι καϋμένοι αυτοί, που σπιλώνονται ως νεορθόδοξοι, δεν είναι τί­ποτε άλλο από ελαφρά πλανωμένους από την απειρία τους, σε θέματα του είδους που θίγονται, και που η ευθύνη τους, συνί­σταται στο γεγονός ότι, αγνοούντες την άγνοιά τους, δεν ερω­τούν τους «πρεσβυτέρους» των και από κενόδοξη σπουδή τρέ­πονται σε διδασκαλίες «πλανώντες και πλανώμενοι», μη γνω­ρίζοντες «μήτε α λέγουσι, μήτε περί τίνων διαβεβαιούνται». «Ουδείς εκών κακός». Και θα ήταν περίεργον αν, οι καλοί αυ­τοί αδελφοί, ετέλουν εν γνώσει της ευθύνης των για παραχάρα­ξη της αληθείας του Θεού και παρά ταύτα να συνεχίζουν.
Για να είμαι αντικειμενικός, μια νοθείαν ευρίσκω μονάχα στα κείμενα των «νεορθοδόξων»: Τον ερωτισμό. Νοθείαν όμως ή πλάνην ή αντορθόδοξη διδασκαλία, που έχει τέτοιες προε­κτάσεις, ώστε να καταλύεται όχι απλώς «μία των εντολών τού­των των ελαχίστων», αλλά να σείεται εκ θεμελίων όλο το πνευματικό οικοδόμημα της δογματικής και πνευματικής πα­ραδόσεως. Όσο για τους αγόνους διαλόγους με τους μαρξι­στές, που τους κατηγορούν, αυτό δεν λυμαίνεται την Ορθοδοξίαν, αλλ’ αντιθέτως, μπορεί να τους λογισθή «εις δικαιοσύνην», παρά τις αντιφάσεις που παρουσιάζουν εκ προοιμίων, σαν αποτέλεσμα της υπεραισιοδοξίας τους.
Πώς όμως θα μπορούσε κανείς να αποδείξη τον ισχυρισμόν, ότι η νοθεία της πνευματικής ζωής, δια του ερωτισμού, αποτελεί μέγιστο κίνδυνον, αν δεν αναφερθή σε κείμενα και σε πρόσωπα; Όσο και αν έχουν επανειλημμένως επισημανθή δη­μοσίως, αυτό δεν μειώνει την αθυμία μου να τα αναφέρω, ως παλαιά φιλικά πρόσωπα. Αλλά τότε πώς επιχειρώ να γράψω; Γι’ αυτό, ας προχωρήσω στην έκθεση του θέματος, προτιμώ­ντας το συμφέρον των πολλών, της Εκκλησίας, από την ευθιξία του καλού κ. Γιανναρά, που ίσως με τις σκέψεις μου αυτές βοηθηθή, όπως και όσοι επηρεάζονται από τις έμμονες ιδέες του περί έρωτος, ως οδού θεογνωσίας.
Ας προσεγγίσουμε με συμπάθεια και κατανόηση την περί­πτωση. Έχω επανειλημμένως αναγνωρίσει την αξία του κ. Γιανναρά, από 25ετίας, όταν, με τα πρώτα τολμηρά δημοσιεύ­ματά του, προεκάλεσε τον δημόσιον έλεγχό μου. Η μόρφωση της θεολογικής συνειδήσεώς του, οφείλεται, εν πολλοίς, στις αρνητικές και απωθητικές αναμνήσεις του από τον χώρο της «Ζωής». Εδώ δεν εξετάζω τη θεολογική δομή της, μακαρία τη λήξει, οργανώσεως. Αρκούμαι να ειπώ, ότι δεν συμμερίζομαι εντελώς τις κατηγορίες εναντίον της. Πτωχή, ναι, αλλ’ υπό τον όρο της αυτογνωσίας, αξία κάθε σεβασμού. Από τη στιγμή της αυτοπεποιθήσεως,  ότι εκάλυπτε την πνευματική παράδοση, απομακρύνεται από την αλήθεια. Μέσα στα χρονικά και ιστο­ρικά πλαίσια της δράσεώς της υπήρξεν ωφελιμοτάτη. Αργότε­ρα, όπως «παρήλθεν η σκιά του νόμου, της χάριτος ελθούσης», και όπως μετά τον Ιωάννην τον Πρόδρομον ήλθεν ο Χριστός, έπρεπε να υποχωρήση μπροστά στην αποκάλυψη της διδασκαλίας των Πατέρων, λέγουσα: «εκείνους δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι», ή τουλάχιστον να αναπροσαρμοσθή σε πιο ορθό­δοξες πορείες. Το θέμα είναι μεγάλο, αλλά δεν είναι το θέμα μου.
H προσέγγιση των Πατέρων από τους δραπέτες του «κατα­φυγίου ιδεών» από τη «Ζωή», υπήρξε γι’ αυτούς επαναστατική. Σαν να ξύπνησαν από βαθύν ύπνον ή σαν να είδαν, τυφλοί όντες, εκθαμβωτικό φως. Και φυσικά εμέθυσαν, «νηφάλιον μέθην». Από του σημείου αυτού αρχίζει ο κίνδυνος. Και στο σημείον αυτό χρειάζεται ο χειραγωγός, ο οδηγός, ο ερμηνευτής, ο γυμναστής. Αλλ’ οδηγός παραδοσιακός δεν υπήρξε. Κι έτσι το θεωρητικό φως των αγίων Πατέρων θεωρήθηκε και ως φως δικό τους. Νόμισαν ότι κατέκτησαν την αλήθεια. Και, όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, «η γνώσις φυσιοί».
Στη φυσιολογία της φυσιώσεως είναι να γεννάται ο πόθος της επιδείξεως της γνώσεως. Αλλά η γνώση αυτή, σαν ψευδογνωσία, αφού δεν ανεδύθη στην ψυχή από την πρακτική αρετή, προσλαμβάνει μορφές ανάλογες προς τα κυριαρχούντα πάθη της ψυχής. Έτσι, σε άλλους πήρε μορφή υψηλής θεολογίας και στον κ. Γιανναρά μορφή συναισθηματική – αισθησιακή, με επένδυση μυστικής θεολογίας. Για τους «άλλους» δεν θα επε­κταθώ τώρα, αρκούμενος να πω, ότι η, υπό υψηλή μορφή θεο­λογίας, νοθεία, έχει ελεγχθή τόσο από τα άνευ ειρμού γραπτά τους, όσο και από τα θηριώδη εκδηλώματά τους, αφού άλλους ενεργεί ο δαίμων της επιθυμίας και άλλους του θυμού, ως «έν­δικος μισθαποδοσία» της οιήσεως και της επάρσεως.
Θα περιορισθώ εδώ στην ανάλυση του ερωτισμού του κ. Γιανναρά, γιατί αντιπροσωπεύει την επικρατέστερη μορφή νο­θείας, εξ αφορμής της οποίας τόσος λόγος γίνεται περί νεορθοδόξων. Από την ηλικίαν των 25 ετών, αφ’ ότου χειραφετή­θηκε από τα παιδαγωγικά χέρια της μητρός «Ζωής», τον απασχολούσε το πρόβλημα των ετεροφύλων σχέσεων. Έχοντας αποκτήσει αρκετές γνώσεις από τα Πατερικά συγγράμματα και βλέποντας πόσον ελεύθερες ήσαν οι ψυχές των αγίων Πατέρων από ηθικιστικούς περιορισμούς, ως απαθείς που ήσαν, ενόμισεν ότι έπρεπε να εφαρμόση το ήθος τους και σε εμπαθείς χριστιανούς, χωρίς να λάβη υπ’ όψει του τη σχετική διδασκαλία τους.
Από εδώ αρχίζει και η θεολογική του περιπέτεια. Υπό τις προεσχηματισμένες ψευδοδοξίες, επαληθευόμενες από τις συναισθηματικές εμπειρίες του, – κοινές δε και ακάθαρτες – επι­χειρεί να γράψη δοκίμια φιλελεύθερα για «το πρόβλημα των φύλων» – που τόσον εξόργισε τον μακαριστό Γέροντά μου και ήλεγξε σφοδρώς με επιστολή του – με το βιβλίον αυτό ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου, διδάσκοντας αυθαίρετες προσωπικές ιδέες, αίροντας τους περιορισμούς στις σχέσεις των ετεροφύλων και υποδεικνύοντας τρόπους αντιμετωπίσεως των εγγενών εμπαθών πειρασμών. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθή ενθου­σιασμός μεταξύ των νέων, για την αναπάντεχη θεολογική κά­λυψη των αδαμιαίων μεταπτωτικών επιθυμιών των και να παγιδεύωνται οι ψυχές στα πάθη τους τα ψεκτά, που απεδεικνύοντο ισχυρότερα από τη δύναμη του ασθενούς λόγου, που επεστράτευαν για την αντιμετώπισή τους.
Και σήμερα έχουμε καρπούς άφθονους αυτής της σποράς των ιδεών. Μπορείς με τη δεξιά σου να κρατάς κομβοσχοίνι και με την αριστερά σου να περιπτύσσεσαι την φίλη σου, χωρίς να αναφερθούν σοβαρότερες συνέπειες.  Αυτό πλέον κατάντησε συνηθισμένο θέαμα. Και ότι μεν δεν είναι αποδεκτός ορθοδόξως ο εξ ορισμού και δόγματος χωρισμός των ετεροφύλων σε «πρόβατα» και «ερίφια», είναι γνωστόν. Όπως επίσης, επειδή είναι καθολικώς παραδεκτόν, ότι, κυρίως η νεότης, είναι περισσότερον εύτρωτος εις τα βέλη του πανδήμου έρωτος, οι άγιοι Πατέρες συνιστούν ιδιαίτερη προσοχή, μάκρυνση και ρύθμιση της συμπεριφοράς από την πλευρά αμφοτέρων των φύλων, βάσει της πνευματικής τους καταστάσεως. Αφού είναι δεδομένον ότι «εκ του οράν τίκτεται το εράν», πρέπει να ε­φαρμόζουν τον κανόνα αυτόν:  «ή ορών μη έρα, ή ερών μη όρα». Αυτό που λέγει ο λαός, «φύλαγε τα ρούχα σου, να έχεις τα μισά», αυτό λέγει και η Εκκλησία, που βοηθεί με τη μετα­διδομένη χάρι στη διατήρηση της αγνότητος.
Η μόνιμη και μέχρι πάθους κηρυττομένη ερωτολογία, σαν θεμελιώδης προϋπόθεση γνώσεως του προσώπου – και εν προκειμένω ετεροφύλου προσώπου – προεκάλεσε στους θεολογι­κούς κύκλους, που ακολουθούσαν την πατερική παράδοση, ποικίλες αντιδράσεις. Χαρακτηριστική είναι η απόρριψη του βιβλίου του «Η μεταφυσική του σώματος» από τη θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οποία υπεβλήθη ως διδακτορική Διατριβή, με το αιτιολογικό «της νοσηράς περί έρωτος θεωρίας».
Όταν ο κ. Γιαν. υπέβαλε υποψηφιότητα για καθηγητής της θεολογικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, πάλι κατεπολεμήθη για την ίδια αιτία και για τις απροσδοκήτως ασε­βείς εκφράσεις του κατά των ιερών Κανόνων. Παραθέτω τη γνώμη του κ. Μουρατίδου, που δίδει το μέτρο του κινδύνου που εκπροσωπεί ο κ. Γιαν. για την Ορθόδοξη θεολογία, όπως είναι στα Πρακτικά της 16.2.1976:
«Δηλώ ότι εν περιπτώσει κατά την οποίαν ο κ. Χρήστος Γιανναράς καταστή μέλος της ημετέρας Σχολής χωρίς να τεθή ως όρος η υπ’ αυτού αποκήρυξις των πεπλανημένων θέσεών του, και πιστεύων ότι εν τοιούτον ενδεχόμενον θα αποτελέση την αρχήν του τέλους της ημετέρας Σχολής, δεδομένου ότι θα είναι αδιανόητον η αρμοδία εκκλησιαστική αρχή και η γνησία ορθό­δοξος συνείδησις να εμπιστευθή την θεολογικήν συγκρότησιν των εφημερίων και στελεχών της εις Σχολήν, εις την οποίαν θα διδάσκεται η καταλυτική της Ορθοδόξου Παραδόσεως και κα­νονικής τάξεως νοσηρά περί έρωτος θεωρία του κ. Γιανναρά, θα θεωρήσω στοιχειώδες καθήκον μου να προβώ εις την σχετικήν διαφώτισιν του εκκλησιαστικού πληρώματος δια της ασκήσεως δημοσίας κριτικής, λυπούμενος βεβαίως δια τας ενδεχομένας δυσμενείς επιπτώσεις επί της εν γένει θέσεως της ημετέρας Σχο­λής».
Σχολιάζοντας ο κ. Γιαν. την κατηγορία, απαντά: «Είναι φανερόν ότι η δήλωσις αυτή επισημαίνει εις το πρό­σωπόν μου κίνδυνον δια την ζωήν της Εκκλησίας κατά πολύ ευρύτερον του ενδεχομένου μιας αστόχου εκλογής εις την Θεο­λογικήν Σχολήν των Αθηνών. Εάν πράγματι εκπροσωπώ νοσηράν περί έρωτος θεωρίαν αυτόχρημα καταλυτικήν της Ορθοδόξου Παραδόσεως και κανονικής τάξεως, τότε το πνευματικόν θέμα το οποίον εγείρεται είναι πελώριον και δεν ημπορεί να λυθή παρά μόνον ενώπιον της Εκκλησίας. Επει­δή δε και ο ίδιος ο καταγγέλλων υπογραμμίζει την ανάγκην «αποκηρύξεως της πλάνης», θα μου συγχωρηθή η εν προκειμένω προσπάθεια παροχής δημοσία ωρισμένων διευκρινίσεων, χωρίς την παραμικράν πρόθεσιν προσωπικής αντιδικίας ή έριδος».
Στη συνέχεια διαμαρτύρεται γιατί, τάχα, ο καθηγητής τον αδικεί, περιοριζόμενος στη διατύπωση της σελ. 159 του βιβλίου του «Η μεταφυσική του σώματος», όπου «ο έρως ορίζεται ως η κατ’ εξοχήν δυνατότης δια την φανέρωσιν και γνώσιν του αν­θρωπίνου προσώπου και του προσώπου του Θεού» και γιατί δεν διάβασε την συνέχεια, όπου γράφει περί θείου έρωτος.
Θα μου επιτραπή να πω, ότι εδώ δεν έχουμε μονάχα πλάνη και ετεροδοξία, αλλά και κακοπιστία, μία τάση συγκαλύψεως και παραπλανήσεως. Γιατί τάχα να μη έχη το θάρρος της ομολογίας των απόψεών του ο κ. Γιαν.; Γιατί δεν λέγει καθαρά ότι έτσι φρονεί; Η κεντρική του ιδέα είναι η γνώση του προσώπου δι’ ερωτικής εμπειρίας. Σαν δεύτερο στάδιο, σαν ολοκλήρωση είναι η γνώση του Θεού. Γιατί τα αρνείται αυτά; Εκείνο που επικαλεί­ται στην σελ. 159 είναι το β’ στάδιο, που όμως δεν ανατρέπει το πρώτο, αλλά το θεωρεί και ως αναγκαία προϋπόθεση.
Λυπούμαι ειλικρινώς, γιατί είμαι υποχρεωμένος να χαρακτη­ρίσω ως ανέντιμη την προσπάθειά του να «θολώση τα νερά». Το κείμενο είναι σαφές. Ο άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται όλη η ερωτική του φιλοσοφία είναι: α. Επιθυμία και πράξη «απροσωποποιημένη» γι’ αυτό και απόβλητη, ως στερουμένη έρωτος, β. «Ο έρωτας είναι πάθος καθολικό της υπάρξεως, οδυνηρή ανάγκη και φορά επιστροφής στην πληρωματική ακε­ραιότητα του προσώπου, δηλαδή στην προσωπική κοινωνία» και γ. «η ερωτική αναφορά είναι η κατ’ εξοχήν δυνατότητα για την ανακάλυψη και φανέρωση του προσώπου, για την είσοδο στο χώρο της προσωπικής ζωής, για τη μετοχή στον θείο έρω­τα, στη «γνώση» του Θεού».
Λοιπόν ποίαν ανάγκην έχομεν μαρτύρων; Με άλλα λόγια θεωρεί απαραίτητη την ερωτικήν εμπειρία μεταξύ ετερόφυλων, για να φθάσουν στον θείον έρωτα. Και αν μεν η εμπειρία δεν πλαισιώνεται με έρωτα, τότε είναι απορριπτέα. Εάν όμως προη­γείται ο έρωτας, τότε τα πάντα είναι καλά, άγια και αναγωγικά στον θείον έρωτα και τη γνώση του Θεού! Αυτά επαναλαμβάνο­νται κατά κόρον σ’ ολόκληρο το βιβλίο, όπως και στα άλλα συγγράμματά του. Και το πλέον παράτολμον είναι, ότι επικαλεί­ται και τον άγιον Ιωάννη τον Σιναΐτη, συμμαρτυρούντα τάχα στις αχαρακτήριστες ιδεολογίες του.
Ενδεικτικώς παραπέμπω στη σελ. 152 όπου, μετά τόσα παρά­λογα και αντιπνευματικά που γράφει, παραθέτει τη φράση του αγίου της Κλίμακος: «Πόθου τού προς τον Θεόν, ο των σωμάτων έρως τύπος γενέσθω σοι», για να παρατηρήση: «Το πρότυπο της αγάπης του ανθρώπου για τον Θεό πρέπει να αναζητηθή στις μορφές του ανθρωπίνου έρωτα και μάλιστα του σωματικού έρω­τα, όχι των ιδεαλιστικών σχημάτων της πλατωνικής νοσταλγίας. Το παραπάνω χωρίο δεν είναι μια μεταφορά, ένας εικονισμός ή συμβολισμός. «Τύπος» σημαίνει το πρότυπο, τον συγκεκριμένο τρόπο, την ίδια οδό. Ο έρως των σωμάτων είναι η εναργέστερη αναζήτηση της κοινωνίας των προσώπων. Ο θείος έρως είναι τόσο πραγματικός και συγκεκριμένος και υποστατικός, όσο και ο ανθρώπινος, ο σωματικός έρωτας, ακριβώς επειδή το Πρόσωπο του Δεσπότου στο οποίο αναφέρεται είναι το κατ’ εξοχήν Πρό­σωπο, το αρχέτυπο του προσώπου». Και άλλο στη σελ. 153. «Αφετηρία, πάντως, και απαρχή κατανοήσεως για την πληρω­ματική αυτή σχέση προσωπικής κοινωνίας που είναι ο θείος έρωτας, παραμένει ο ανθρώπινος έρωτας, το «πάθος» και η «μα­νία» της ερωτικής αγάπης»(!!).
Χρειάζονται σχόλια, για να καταλάβη κανείς το βάθος της ασεβείας των κειμένων αυτών; Και παραλαμβάνει τον αγγελικής καθαρότητος Άγιο σε συμμαχία των ελεεινών αυτών παραληρη­μάτων! Γράμματα γνωρίζει ο κ. Γιαν. Γιατί, παραθέτοντας τη φράση του Αγίου Ιωάννου «τύπος γενέσθω σοι» δεν συνεχίζει τη φράση του Σιναϊτου, με την οποία φανερώνονται τα αντίθετα αυτών που ισχυρίζεται ο κ. Γιαν.; Τί σημαίνει το «ουδέν γαρ το κωλύον και εκ των εναντίων ποιήσθαι ημάς τα των αρετών υπο­δείγματα»; Τί σημαίνει εναντίων; Αντιπαράθεση στις αρετές, άρα κακίες, αμαρτίες, δαιμονικά. Δεν καταφάσκει ο θείος Ιωάννης στον σωματικόν έρωτα – αυτό πλέον είναι «άνω ποταμών» -αλλά παίρνει τα εκδηλώματα της ερωτικής «μανίας» όχι για μίμηση – Θεός φυλάξοι – αλλά για να δώση το μέτρο και τον «τύπο» του θείου έρωτος.
Δεν έχω καιρό για χάσιμο. Είναι τόσος ο παραλογισμός, τόση η αντιευαγγελικότης, τόση η αντιπαραδοσιακή νοοτρο­πία, τόσο το δαιμονικό πάθος και ο «οίστρος ακολασίας», ώστε δεν μένει τίποτε άλλο, παρά η επέμβαση της Εκκλησίας, την επεκαλέσθη και ο ίδιος, προς αναχαίτιση της «προαγωγής εις ακολασίαν».
Λυπούμαι βαθύτατα για το κατάντημα του θεολόγου αυτού που, παρά τις διαμαρτυρίες μας από χρόνια για τις νεονικολαϊτιστικές δοξασίες του, εξακολουθεί το φθοροποιόν έργο του. Γιατί και η αμαρτωλή ιδέα του «πέντε λεπτά προ του γάμου ή πέντε λεπτά μετά το γάμο, «έρωτα», είναι δική του σαν συνέπεια του νεονικολαϊτικού «συστήματός» του. Γιατί περί «συστήματος» πρόκειται, περί γιανναρικής σχολής, αφού και χωρίς την προο­πτική του γάμου, εξαίρει τις πλήρεις σαρκικές σχέσεις, που συνοδεύονται από ερωτικά συναισθήματα, ως αναγκαία διάβαση προς τον θείον έρωτα!
Είμαι βέβαιος ότι, ισχυριζόμενος κανείς ή αποδεχόμενος ως αλήθεια τα αντιχριστιανικά αυτά κενοφωνήματα, ούτε έμαθε πο­τέ τι σημαίνει το παρά φύση, το κατά φύση και το υπέρ φύση, αλλ’ ούτε και εμπειρικώς εδοκίμασε ποτέ τη χάρι του αγίου Πνεύματος. Γιατί αν εγνώριζε τις ενέργειες της παραφυσικής και εμπαθούς καταστάσεως, στις οποίες εντάσσονται οι σωματικοί έρωτες, συνοδευόμενοι από ακάθαρτα συναισθήματα, θα προσπαθούσε να θεραπευθή, για να φθάση τουλάχιστο στην κατάστα­ση της φυσικής υγείας της ψυχής, όπου λειτουργούν τα πάντα απαθώς, κατά το Αποστολικό: «πάντα καθαρά τοις καθαροίς». Αλλά η σκοτεινή άγνοια, στην οποία ευρίσκονται, τους έχει διαστρέψει την αίσθηση και τη νοερή διάκριση, ώστε να θεοποι­ούν τις νοσηρές επιθυμίες, εις πείσμα του θείου Παύλου, που συνιστά: «νεκρούντες την σάρκα συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις». Ή νομίζουν ότι, οι ερωτισμοί αυτής της ποιότητος, δεν είναι αυτοί, για τους οποίους ομιλεί ο μέγας Απόστολος; Αλλά αν κάποτε είχαν και κάποια γεύση της χρηστότητος του Θεού, πώς δεν θα διέκριναν την αμαρτωλότητα, τη σαρκικότητα και τη δυστυχία των ερώτων, που θεωρούν ως αφετηρία του θείου έρωτος;
Και είναι απίστευτο σχεδόν πώς, θεολόγοι, ή τουλάχιστο διανοούμενοι, άνθρωποι των γραμμάτων και ομολογούντες ότι είναι πιστοί Ορθόδοξοι, δέχονται τον σαρκικόν έρωτα ως έχο­ντα την ίδια ή παραπλήσια γεύση με τον νοερόν, πνευματικόν και θείον έρωτα, που είναι η συνισταμένη της άκρας καθαρότητος ψυχής και σώματος και της ενεργείας του αγίου Πνεύματος; «Τίς κοινωνία φωτός προς σκότος;». Και ακόμη, αφού προεικόνασμα και τύπος και τρόπος είναι ο σαρκικός έρωτας, τα αναρίθμητα πλήθη των Αγίων, οι παρθενεύσαντες, οι παρθενεύοντες, οι άγευστοι του έρωτος αυτού και οι «εκατόν τεσσαράκοντα τέσσα­ρες χιλιάδες… οι μετά γυναικών ουκ εμολύνθησαν’ παρθένοι γαρ εισιν…», που δεν γνώρισαν αυτόν τον τρόπον και τον τύπον, είναι καταδικασμένοι να μείνουν ανέραστοι, δίχως θείον έρωτα; Αλλοίμονον!
Διερωτάται κανείς με απορία, από ποια πηγή ανέβλυσε η τόσον αντιβιβλική, αντιπατερική, αντιπνευματική, σαρκική, δαιμονιώδης θεωρία, περιβεβλημένη με το μανδύα της θεολο­γίας; Πόσο παράλογος πρέπει να είναι κανείς, να μη σέβεται στοιχειώδεις ηθικοπνευματικές αρχές, να μη λογαριάζη την κοι­νή λογική, για να γράφη τέτοιες ασεβείς και βαρύγδουπες ηλι­θιότητες, που παρασύρουν αστήρικτες ψυχές σε ανύποπτες θα­νάσιμες αμαρτίες; Πουθενά δεν είδα μια παραπομπή ευαγγελική, πατερική, που να θεμελιώνη τις άρρωστες φαντασιώσεις του κ. Γιαν., πλην της προκρουστείου κακοποιήσεως των κειμένων του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, που «σώνει και καλά» να τον φέρη στα μέτρα του, για να υπηρετήση, μέσα στην ασέληνο νύχτα του, τις φιλόπορνες θεωρίες του. Το μόνο στοιχείο συμμαρτυρίας είναι ένα πορνικόν απόσπασμα του λάγνου Αγγ. Τερζάκη. Να τον χαίρεται!
Είναι τόση η εξάπλωση του νεονικολαϊτισμού, ιδίως μετα­ξύ θεολόγων και νέων «χριστιανών», που κηρύττουν και βιώνουν το πρώτο στάδιο τής, δι’ έρωτος ετερόφυλου, μυήσεως στον θείον έρωτα, ώστε πολλοί απ’ αυτούς να μη μεταπείθω­νται από τα αποδεικτικά επιχειρήματα, Γραφικά και Πατερικά, ότι αμαρτάνουν θανασίμως. Ο γράφων έχει προσωπική πείρα πλείστων περιπτώσεων. Αλλά και έμπειροι Πνευματικοί και ορθοδοξότατοι θεολόγοι, είναι πολύ ανήσυχοι από τη φθορά που προκαλείται στις ψυχές των νέων.
Για παράδειγμα, πλην των τόσων κρουσμάτων, «απελευθε­ρώσεων» των νέων χριστιανών από την «καταπίεσή» τους υπό ενός «παρεξηγημένου» χριστιανισμού, αναφέρω μια επιστολή ενός θεολόγου κ. Π. Λιαλιάτση προς τη «Σύναξη» (αριθ. 6) με τον τίτλον «MATERIA GRAVIS». Είναι εκτεταμένη και δεν έχω δικαίωμα να την παραθέσω για δημοσίευση. Εάν η δ/νση του «Ο.Τ.» θέλη να προσφέρη υπηρεσία στην Εκκλησία -που ασφαλώς πάντοτε θέλει, αλλά δεσμεύεται για την εξοικονό­μηση χώρου – ας την δημοσιεύση, για να καταφανή η έκταση της φθοράς, που προεκάλεσεν η περί έρωτος αντιπνευματική εκστρατεία του κ. Γιαν. Είναι τόση η κατάπληξή μου για την αυθαιρεσία της σκέψεως του αγνώστου μου αυτού θεολόγου, ώστε να μη μπορώ να πιστέψω ότι υπάρχουν σήμερα τέτοιοι θεολόγοι. Γιατί ομολογουμένως υπερέβαλλε όχι μόνο τους άλ­λους ομοϊδεάτες του, αλλά και αυτόν τον διδάσκαλον σε τολ­μηρότητα. Μία λέξη μου διαφεύγει: Φρίττω. (Εάν και η δ/νση του «Ο.Τ.» φρίττη, ας την δημοσιεύση, «ίνα αποκαλυφθούν εκ πολλών καρδιών οι διαλογισμοί»).
Και μέχρις εδώ, ίσως να μη φαίνεται και τόσο σοβαρό το κρούσμα. Ένας θεολόγος είναι, όσο και αν «ηστόχησε περί την πίστιν». Το πιο ανησυχητικόν όμως είναι, ο σχολιασμός της επιστολής από τη «Σύναξη». Τώρα που ξαναδιαβάζω το κείμενο αυτό, εύχομαι από τα βάθη της καρδιάς μου να μη είχε γραφή από το μακαρίτη φίλο μου Παναγιώτη Νέλλα. Ο σχολιασμός της επιστολής απηχεί σαφέστατα το τριδιάστατο του γιανναρικού συστήματος. Κι εδώ ο διδάσκαλος; Είναι κατα­πληκτική η ομοιότης των θέσεων περί έρωτος του κ. Γιαν. Αντιγράφω φράσεις που συνοψίζουν τα τρία στάδια. «Έχο­ντας ανατραφεί μέσα στον ευσεβισμό και τον πουριτανικό ηθικισμό, βλέπουν το σώμα τους ως κακό – δηλ. οι πολλοί σημε­ρινοί χριστιανοί – και ζώντας μέσα σε διαρκή φόβο καταντούν – νέοι, ώριμοι ή γέροι, έγγαμοι ή άγαμοι – υπάρξεις ανάνθιστες, ανέραστες, κλεισμένες μέσα σ’ ένα πνευματικό γεροντοκορισμό». «…Ο αγαπητός επιστολογράφος… θα έπρεπε να συ­μπεριλάβει στον πόνο του και τους νέους που έχουν ζήσει από τα δεκαεφτά τους τα πάντα… όλους εκείνους που είτε ο ευσεβιστικός πουριτανισμός είτε ο εμπορικοποιημένος ηδονισμός έχει μέσα τους νεκρώσει τον έρωτα».
Μέχρις εδώ λοιπόν έχουμε τις δύο αρνητικές θέσεις του γιανναρισμού: Ούτε – αχ, αλλοίμονο – αποχή γεροντοκορική, αλλ’ ούτε και γυμνόν έρωτος ηδονισμόν. Αλλά τί; «Αλλά η λειτουργία αυτή είναι άρηκτα δεμένη με τις άλλες ανθρώπινες λειτουργίες, πράγμα ουσιώδες για την ορθή, δηλαδή υγιή και πλήρη, λειτουργικότητά της. Και επί πλέον – πράγμα επίσης ουσιώδες, επειδή δεν έρχεται από ένα νόμο, αλλά αναδύεται από την ίδια τη φύση – ολοκληρώνεται ως έρως ως κίνηση καθολική της ύπαρξης με την οποία ο άνθρωπος εξέρχεται από την ατομικότητά του, και ανοίγεται στη σχέση με τους άλλους και με το Θεό, ζώντας μέσα στην αγάπη…» (!!!) Ω καιροί, ω ήθη!
Και το τρίτο στάδιο μας δόθηκε. Ο έρωτας ένωσε τον ένα με όλους και με το Θεό! Πού πηγαίνουμε αδελφοί; Που οι απειλές για την πορνεία; Πού είναι η απόφαση του Κυρίου, ότι ο απλώς επιθυμήσας ήδη εμοίχευσεν εν τη καρδία αυτού; Και τί γίνεται η ειδοποίηση του Αποστόλου ότι «ούτε μοιχοί εισελεύσονται…», ή ότι είμαστε ναοί – τα σώματά μας – και «ο φθείρων τον ναόν φθερεί τούτον ο Θεός»; Φείσαι Κύριε. Τόσο σκοτάδι, τόση πλάνη, τόση αθεοφοβία, ώστε όχι μονάχα να μη «μισούμε τον από της σαρκός εσπιλωμένον χιτώνα», αλλά και να θεωρούμεν ολόκληρη την Εκκλησία ως πλανηθείσαν και αυτούς τους Αποστόλους του Κυρίου, ως έχοντας ατελή γνώση στα θέματα του έρωτος, που ενώνει ουρανό και γη, τον άνθρωπο με τον Θεό! (Πάλι μια πρόταση· να εδημοσιεύετο ολόκληρο αυτό το σχόλιο στις στήλες του «Ο.Τ.» για να ελεγχθή η θλιβερή «θεολογία» του, και για να διαφωτισθούν οι νέοι μας. Είναι μια βεβαία προσφορά στην Ορθοδοξία).
Φαίνεται ότι οι θεολόγοι μας, όσοι φρονούν γιανναρικά και «συναξιακά» – τουλάχιστο σύμφωνα με το σχόλιο – δεν έχουν καταλάβει ό,τι έγραψα προηγουμένως· δηλαδή ότι αυτές οι ασε­βείς αερολογίες, που οδηγούν στην αιώνια απώλεια, οφείλονται στην παραφυσική κατάστασή μας και ευρίσκουν απήχηση επί­σης στα επίπεδα των παρά φύση βιούντων, με τα πάθη, τις επιθυ­μίες, την άγνοια, τη λήθη και τη ραθυμία.
Αλλά η Ορθοδοξία έχει ατελείωτη διδασκαλία και αναρίθ­μητα πρότυπα, για να κατανοήσουμε την αθλιότητά μας και να μιμηθούμε τα πρότυπα του Κυρίου και των Αγίων μας, ώστε, θεραπευόμενοι από τα βασικά πάθη της φιληδονίας, της φιλοδο­ξίας και της φιλαργυρίας, να φθάσουμε στο κατά φύση και με τη δυναμική φορά της ψυχής μας να γίνουμε «καθ’ ομοίωση», οπότε τότε, σαν καθαροί, φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα και αγια­σμένοι, θα είμαστε ενωμένοι με τον καθαρό Θεό.
Προ ημερών, επηρεασμένος και ανήσυχος από τα κρούσματα του νεονικολαϊτισμού, έκαμα μία διάλεξη στη Θεσσαλονίκη και είπα ό,τι σχεδόν έγραψα περί Γιανναρά και διευκρίνησα ότι τα φαινόμενα του νοσηρού, σαρκικού και αμαρτωλού έρωτος, οφεί­λονται στον ψευτοχριστιανισμό μας, ότι ο όρος έρως, δεν υπάρ­χει στην πατερικήν ορολογία στις σχέσεις των ανθρώπων, αλλά μόνον αγάπη, που μετουσιώνεται στο ενδιαφέρον για την οικο­δομή, τον αγιασμό και την σωτηρία του αγαπωμένου. Έρως είναι φλογερή αγάπη, που αναφέρεται μόνο στον Θεόν και δεν έχει καμμία θέση ούτε προ του γάμου, ούτε μέσα στο γάμο. Η φροντί­δα πρέπει να εξαντλείται στην επιθυμία της αιωνίου ζωής μετά του Θεού. Αντελήφθην ότι, η άποψη, πως δεν νοείται έρως προ ή μετά τον γάμο, προκάλεσε κάποια δυσφορία. Γι’ αυτό θα κάμω εδώ μια επεξήγηση παραδοσιακή.
Από πού αρχίζει η εν Χριστώ ζωή; Από το άγιο Βάπτισμα. Ερχόμενος ο νέος άνθρωπος στον κόσμο μας, από την συνεργία του δημιουργικού προστάγματος του Θεού με τους γεννήτορες, είναι βεβαρημένος και με αρρωστημένη φύση από το προπατορικόν αμάρτημα, αλλά και με δαιμονικές επήρειες. Βαπτιζόμενο με τις τρεις καταδύσεις στο αγιασμένο νερό, το νήπιο, και αποτασσόμενο μεν τον σατανά, συντασσόμενο δε με τον Χριστόν, ανα­δύεται νέος άνθρωπος, «καινός», «καινή κτίση». Δεχόμενος δε το Χρίσμα, τη «σφραγίδα δωρεάς», λαμβάνει το Άγιον Πνεύμα και τα χαρίσματα «φόβου Θεού», «συνέσεως» και «σοφίας».
Η ψυχή λάμπει σαν τον ήλιο, το «κατ’ εικόνα» επανέρχεται στο πρωτόκτιστο κάλλος του και έκτοτε έχει τη δυνατότητα να φθάση στη θέωση με τον μεταμορφωτικό δυναμισμό τού «καθ’ ομοίωση», μεταδίδοντας και στο σώμα – αφού «άνθρωπος είναι το συναμφότερον» – «τα σύμβολα της αφθάρτου βιότητος», κατά τον Άγιο Διάδοχο.
Όταν λοιπόν το βρέφος αυτό ανατρέφεται «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» από τους όντως Ορθοδόξους χριστιανούς γονείς του και, με γνώση και εμπειρία της πνευματικής παραδό­σεως, του ρίπτουν συνεχώς σπέρματα αγαθά στην μικρή ψυχή του, όταν του απασχολούν το λογιστικό του με διηγήσεις για τον Θεόν, για τον Σαρκωθέντα Λόγο, για τη διδασκαλία και τις εντολές Του, για τη Σταύρωσή Του και την Ανάστασή Του, για την αγάπη Του προς τους ανθρώπους, όταν το διδάσκουν για την πανταχού παρουσία του Θεού, όταν του λέγουν πως ο Χριστός μας έχει δώσει Άγιον Πνεύμα, που μας φωτίζει, ότι έχει κοντά του ένα φύλακα Άγγελο που το προστατεύει και ότι πρέπει να αγαπά τον Χριστόν, την Παναγία, τους Αγγέλους, τους Αγίους, τους ανθρώπους και, κατά την ανάπτυξη της διπλής ηλικίας, σωματικής και πνευματικής, το εισάγουν στα βαθύτερα δόγματα της Εκκλησίας, τότε και το παθητικό μέρος της ψυχής του, (το επιθυμητικό και το θυμοειδές) θα διαμορφώνεται αναλόγως.
Λειτουργώντας λοιπόν η ψυχή τού νέου με νοήματα πνευμα­τικά και επιθυμώντας τα θεία με σταθερό φρόνημα, συνεχώς θα «διαθέτη αναβάσεις» στην καρδιά του και σταδιακά θα αγαπά τα θεία, τα θεία θα γεύεται, τα θεία θα ακούη, τα θεία θα αισθά­νεται. Οπότε θα έχη σαφείς και συγκεκριμένες εμπειρίες, ε­νέργειες της χάριτος στην καθαρή ψυχή του, αληθινόν έρωτα του Θεού, που τον παρήγαγε η γνώση και η ευγνωμοσύνη, για όσες δωρεές, ευεργεσίες και χαρίσματα του έδωσε, του δί­νει και θα ολοκληρώση στην αιώνια ζωή.
Σ’ αυτή την κατάσταση η ψυχή του νέου, τί περισσότερο, τί καλύτερο, τί μεγαλύτερο, τί ωραιότερο θα μπορούσε να επιθυμήση; Τίποτε. Οπότε κάθε πρόκληση ηδονών κατ’ αίσθηση ή ποικίλων φιλοδοξιών που ελκύουν τους πολλούς θα του είναι αδιάφορος. Εάν ο όχι ονομαστικός, αλλά αληθινός αυτός χρι­στιανός δεν γίνη μοναχός, αλλά, υπακούοντας στους γονείς του, νυμφευθή με μίαν επίσης αληθινή χριστιανή, που ανετράφη με τον ίδιον επιμελημένο τρόπο, μπορούμε να μη δεχθούμε ότι, στις σχέσεις τους, σ’ όλες τις πλευρές της συζυγίας, δεν θα κυριαρχή ο Χριστός, η αγάπη και ο φόβος να μη εκπέσουν από τα επίπεδα της πνευματικής τους εμπειρίας; Ότι θα έχουν «το πολίτευμα εν ουρανοίς», ότι θα λειτουργήσουν στη φύση σαν γνήσια παιδιά του Θεού, με πίστη, με ελπίδα, με αγάπη σ’ Εκείνον, που έλκει τις ψυχές τους για την αιώνια ζωή και που η αμοιβαία αγάπη τους θα μετουσιώνεται σε συνεχές ενδιαφέρον για τη σωτηρία τους;
Με αυτά θέλω να καταλήξω στο ότι, οι αληθινοί χριστιανοί, δεν αισθάνονται καμμία επιθυμία προγαμιαίων σχέσεων, ούτε και εμπνέονται από ερωτικές διαθέσεις μέσα στο γάμο. Μόνον όσοι από τη νεότητά τους είναι σάρκες, γιατί δεν απέκτησαν πνευματικές εμπειρίες, θεωρούν και τις προγαμιαίες σχέσεις και τον έρωτα μέσα στο γάμο, σαν απαραίτητες προϋποθέσεις για να κατανοήσουν και να γευθούν τον θείον έρωτα, όπως ισχυρίζο­νται, που εν αναλύσει μόνο θείος δεν είναι.
Με άλλα λόγια, νομίζοντες ότι είμαστε καλοί χριστιανοί, ενώ είμαστε εμπαθείς, θεωρούμε τις διάφορες εμπαθείς παρενέργειες, υπό τη μορφή του έρωτος, ως ένθεσμες και επιθυμητές, αγνοούντες ότι πρέπει να ξεπερασθούν, για να ενωθούμε από εδώ με τον Θεόν, για να ζήσουμε εν Θεώ αιωνίως. Η αγάπη σε πρόσωπα και πράγματα είναι καταστροφική, εάν δεν είναι καθαρή από αμαρτωλό πάθος. Γι’ αυτό και ο αββάς Ισάακ λέει· «πρόσεχε να μη δεχθής στην καρδιά σου ενέργεια αγάπης, εάν προηγου­μένως δεν περάση ο αγνιστικός φόβος, για να την καθαρίση. Αλλοιώς θα σου γίνη έχιδνα και θα σε καταφάγη».
Επομένως το όλο πρόβλημα ευρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό το σημείο. Αν είσαι καθαρός, αγάπα. Αν όχι, μακρυά από αγάπες. Και αυτή την αλήθεια φαίνεται να την αγνοούν οι λεγόμενοι νεορθόδοξοι, γι’ αυτό και εισάγουν στην Εκκλησία φρονήματα που στέλλουν στην αιώνια απώλεια ψυχές, «δι’ άς Χριστός απέ­θανε». Γι’ αυτό και «μείζον κρίμα λήψονται», αν δεν μετανοήσουν, όπως εύχομαι.

Άγιον Όρος
Από το πρώτο μέρος της τριλογίας «ΠΕΡΙ ΘΕΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΕΡΩΤΟΣ» με τίτλο «Ο Νεονικολαϊτισμός του κ. Χρ. Γιανναρά» (Εκδόσεις «ΣΠΗΛΙΩΤΗ», Γ’ Έκδοση, 2003)
Περισσότερα για το ίδιο θέμα μπορείτε να βρείτε στο 2ο και 3ο μέρος της τριλογίας με τίτλους αντίστοιχα:
«Ο Νικολαϊτισμός ερωτισμός των νεορθοδόξων» (Εκδόσεις «ΣΠΗΛΙΩΤΗ», Β’ Έκδοση, 2005) και «Αναίρεση συκοφαντιών» (Εκδόσεις «ΣΠΗΛΙΩΤΗ», Β’ Έκδοση, 2005)

πάντα υπό τον ίδιο γενικό τίτλο και συγγραφέα.

Τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου ΤΣΕΛΛΕΓΙΔΗΣ


 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Α.Π.Θ
 ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ TOΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΚΑΙ Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ


Είναι σε όλους γνωστό, ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του δημιουργού του[1] ως λογική και αυτεξούσια φύση[2]. Κατ’ εικόνα και αυτεξούσιο είναι άρρηκτα ενωμένα. Άλλωστε, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, το κατ’ ει­κόνα φανερώνει το νοερό και το αυτεξούσιο, (το «κατ’ εικόνα το νοερόν δηλοί και το αυτεξούσιον»)[3]. Γι’ αυτόν τον λόγο και ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας ταυτίζει το αυτεξούσιο του ανθρώπου με τον ίδιο τον άνθρωπο. Είναι το ίδιο να λέγει κά­ποιος, ότι έχασε την ελευθερία του και έχασε τον άνθρωπο[4], παρατηρεί χαρακτηριστικά. Ο νους και η λογική, επειδή συνδέονται πολύ στενά με την ελευθερία του ανθρώπου, του δίνουν την δυνατότητα να τρέπεται εκουσίως τόσο στο καλό όσο και στο κακό[5]. Χωρίς ελεύθερη γνώμη δεν είναι νοητή καμιά ευθύνη ούτε για επιβράβευση ούτε για τιμωρία[6].
Μό­νον, όταν ο άνθρωπος έχει την γνώμη του απαλλαγμένη από κάθε είδους ανάγκη, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλα­μάς, μπορεί να διατηρείται στην κατά φύση ζωή και να προ­σεγγίζει τον Θεό ή να εκτρέπεται από την κοινωνία μαζί του και να κατευθύνεται προς τον θάνατο[7]. Δημιουργώντας ο Θε­ός αυτεξούσια την λογική φύση του ανθρώπου στέρησε την δυνατότητα στον διάβολο να ασκεί βία πάνω στον άνθρωπο. Έτσι, μόνο με την πειθώ ή τον δόλο μπορεί να επηρεάσει ο πονηρός την θέληση του ανθρώπου και να τον κάνει κοινωνό της αποστασίας του[8].
Από την δημιουργία του ακόμη ο άν­θρωπος έλαβε την δύναμη της ελευθερίας (του αυτεξουσίου), με την οποία μπορεί να αντιστέκεται στον πονηρό και να συμβάλει αποφασιστικά στην πραγματοποίηση του καθ’ ο­μοίωση. Με άλλα λόγια, εξαιτίας του αυτεξουσίου, ο άνθρωπος έχει την οντολογική δυνατότητα να αντιστέκεται στην αμαρτία και να μην αμαρτάνει. Στην περίπτωση, άλλωστε, που ο άνθρωπος δεν θα είχε τις δυνάμεις του αυτεξουσίου, ώ­στε να μπορεί να μένει καθαρός από την αμαρτία και το κα­κό, ο Θεός θα εμφανιζόταν κατά τον Καβάσιλα άδικος, αφού θα ζητούσε από τον άνθρωπο πράγματα, που δεν θα είχε κα­ταθέσει στη φύση του. Ο Θεός όμως έθεσε τις δυνάμεις του αυτεξουσίου στον άνθρωπο, για να μπορεί να πετυχαίνει το αγαθό κινούμενος ελεύθερα και όχι αναγκαστικά. Ο άνθρω­πος έλαβε την «αυτονομία της γνώμης», για να διαφέρει οντολογικώς από τα ζώα, που οδηγούνται από τα φυσικά ένστι­κτά τους, και για να έχει την ελευθερία ως αφορμή των επιβραβεύσεων του Θεού για τον αγώνα που έκανε[9].
Η πτώση του Αδάμ σήμανε την αμαύρωση του κατ’ ει­κόνα και την φθορά στο αυτεξούσιο του ανθρώπου. Έτσι, ο άνθρωπος, αντί να κινείται στην κατεύθυνση της ελευθερίας του προτοτύπου του, βρέθηκε μέσα στην περιοχή της επιρρο­ής του πονηρού. Ο πονηρός δεν μπόρεσε ασφαλώς να καταρ­γήσει το αυτεξούσιο του ανθρώπου, όμως το συσκότισε με την ενέργεια της αμαρτίας, και με τον τρόπο αυτό το εμπόδι­σε να κινείται στην πιο πάνω προοπτική.
Αλλά και μετά την προγονική πτώση και την υποδούλω­ση του ανθρώπου στην αμαρτία και τον πονηρό δεν αφαιρέ­θηκε η δυνατότητα του ανθρώπου να αγωνιστεί για την σωτηρία του[10]. Αυτήν ακριβώς την δύναμη, που κανείς δεν αξιοποίησε εξολοκλήρου πριν την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, την έκανε πράξη μόνον η Θεοτόκος. Η Θεοτόκος είναι η μό­νη, που με την αυτεξούσια αγάπη της προς τον Θεό, την ρωμαμαλαία λογική και την ευθύτητα της θελήσεώς της, δεν συγκατατέθηκε στην αμαρτία ελκύοντας, έτσι, τον Θεό για την ενανθρώπηση του[11]. Στο πρόσωπο της Θεοτόκου φανερώθηκε η δυνατότητα του ανθρώπινου αυτεξουσίου να συνεργα­στεί με τον Θεό και πριν την ενανθρώπηση του. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση η Θεοτόκος δεν εκλέχθηκε από τον Θεό ούτε αυθαίρετα ούτε προνομιακά για την διακονία της στη σωτηρία του ανθρώπου.

«Ἡ ὑπεροψία καί ἡ θεολογική ἐκτροπή τῶν ἐπίδοξων «Μεταπατερικῶν» Θεολόγων» Δημήτριος Ἰ. Τσελεγγίδης (Καθηγητής δογματικῆς Α.Π.Θ.)

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFkqbg66U6Z5IZ2sRbvq8NM-nAUmuMzoHKXx4FnT2_yMYhT3ze3WPLz42_OsyBHE10sL48Mkizg2k9hbNMjiN6RSANWgODgLKM-FW_x99yF1zzA6NoxZlvXqQ7M_M6dmEQ8dk3wR-sPEHH/s1600/%CE%B5%CE%B5.jpg
 «Η υπεροψία και η θεολογική εκτροπή των επίδοξων «Μεταπατερικών» Θεολόγων»
  Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης (Καθηγητής δογματικῆς Α.Π.Θ.)
 Γιά νά ἀποφύγουμε κάθε ἐνδεχόμενη ὁρολογική σύγχυση, θά προβοῦμε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς σέ μιά ἀπαραίτητη διευκρίνιση τοῦ νεόκοπου ὅρου «μετα-πατερικός».
Ἡ νέα αὐτή ἐπιστημονική ὁρολογία ἐπιδέχεται ποικίλες ἑρμηνεῖες· οἱ ἐπικρατέστερες ὅμως ἐπιστημονικῶς εἶναι, κατά τή γνώμη μας, οἱ ἑξῆς δύο:
α) Ὅταν στό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως μετα- προσδίδεται χρονική σημασία, ὁπότε στήν προκειμένη περίπτωση γίνεται λόγος γιά τό τέλος τῆς Πατερικῆς ἐποχῆς.
 Καί β) ὅταν στό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως προσδίδεται κριτική σημασία, ὁπότε ἡ σύνθετη λέξη «μετα-πατερικός» σημαίνει σχετικοποίηση…
Mερική ἤ ὁλική ἀμφισβήτηση – ἐπαναθεώρηση – νέα ἀνάγνωση, ἤ καί ὑπέρβαση τῆς θεολογικῆς σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας…
 Οἱ σύγχρονοι ἐπιστήμονες θεολόγοι, πού ἐπιχείρησαν ἔμμεσα ἤ ἄμεσα νά αὐτοπροσδιοριστοῦν ὡς «μετα-πατερικοί», χρησιμοποίησαν ἐναλλακτικῶς καί τίς δύο ἑρμηνεῖες, κυρίως ὅμως τή δεύτερη πού ἀναφέρεται στή σχετικοποίηση καί τελικά στήν ὑπέρβαση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
 Τό καταστρεπτικότερο ἔργο στίς συνειδήσεις τοῦ χριστιανικοῦ θεολογικοῦ κόσμου εὐρύτερα τό ἔκαναν, κατά τή γνώμη μας, οἱ Προτεστάντες. Καί τοῦτο, ἐπειδή αὐτοί ἀμφισβήτησαν εὐθέως τό κύρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἄλλωστε καί τή σύνολη Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοσή της. Ταυτόχρονα, ἀκύρωσαν ἐπισήμως, οὐσιαστικά καί τυπικά, τήν ἁγιότητα ὅλων τῶν ἐπωνύμων ἁγίων, ἀμφισβητώντας μέ τόν τρόπο αὐτό καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς ἑκάστοτε στρατευομένης ἐπί γῆς Ἐκκλησίας.
Ἀντίστοιχα, τό καταστρεπτικότερο ἔργο στή δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τό ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ νά τό κάνει ὁ Οἰκουμενισμός.
Ὁ Οἰκουμενισμός ἀποτελεῖ σήμερα τόν δυσώδη φορέα τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ καί κατά συνέπεια τόν πιό ἐπίσημο φορέα τῆς ἐπικινδυνότερης πολυ-αιρέσεως ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδή συμβάλλει ἀποφασιστικά στήν ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου κριτηρίου καί τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας.
Συγκεκριμένα, διά τῶν ἐκπροσώπων του, τοπικῶς καί διεθνῶς, ἐπιχειρεῖ διαρκῶς καί βαθμιαίως ὅλο καί μεγαλύτερες «ἐκπτώσεις» στήν ἐκκλησιολογική-δογματική συνείδηση τῶν ἀνυποψίαστων πνευματικῶς ὀρθοδόξων πιστῶν.
Καί αὐτό τό ἐπιτυγχάνει εἰδικότερα μέ τή σχετικοποίηση ἤ καί τήν ἀκύρωση στήν πράξη τοῦ κύρους τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, καί μάλιστα συλλογικῶν ἀποφάσεών τους, στό πλαίσιο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
 Βλέπε λ.χ. τήν κατάφορη καί κατ’ ἐξακολούθηση, ἐδῶ καί χρόνια, παραβίαση τοῦ Β΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἀπαγορεύει ρητῶς συμπροσευχή μέ ἀκοινώνητους καί ἑτερόδοξους…μέ τή σαφῆ ἀπειλή τῆς καθαιρέσεως τῶν κληρικῶν καί τοῦ ἀφορισμοῦ τῶν λαϊκῶν, πού τόν παραβιάζουν.
 Στό παραπάνω εὐρύτερα ἐκκοσμικευμένο θεολογικό κλῖμα, καί εἰδικότερα καί κατεξοχήν στό καθαυτό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού περιγράψαμε, ἐντάσσεται ὀργανικά καί τό ἐμφανιζόμενο τόν τελευταῖο καιρό κίνημα τῶν ἐπίδοξων «μετα-πατερικῶν» θεολόγων. Ἀσφαλῶς, τό κίνημα αὐτό ἔχει σαφῶς καί προτεσταντικές ἐπιδράσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ἐμφανέστερες, κυρίως, στήν ἐπιστημονικοῦ χαρακτήρα τοποθέτηση τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, ἔναντι τοῦ μέχρι σήμερα διαχρονικοῦ κύρους τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων.
Στή σύντομη θεολογική τοποθέτησή μας θά ἑστιάσουμε κατ᾽ ἐξοχήν στό φρόνημα καί ὄχι στό πρόσωπο τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, καθώς καί στά κριτήρια τῆς ὑποδηλουμένης θεολογίας τους.
Δυστυχῶς, οἱ ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μας «μετα-πατερικοί» θεολόγοι, μέ τίς παράτολμες, ἤ μᾶλλον μέ τίς θρασύτατες καί οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, ἴσως, διατυπώσεις τους, ἐμφανίζονται πρακτικῶς νά ἀγνοοῦν πλήρως τί εἶναι ἡ ἁγιότητα καθεαυτήν, καί κατ’ ἐπέκταση τί εἶναι καθεαυτήν ἡ ἁγιοπνευματική ζωή τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ, κατά τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν θεμελιώδη προϋπόθεση τοῦ Ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν.
Ἀκόμη εἰδικότερα, ἐμφανίζονται στά κείμενα νά ἀγνοοῦν, ὅτι Ὀρθόδοξη καί ἀπλανῆ θεολογία παράγουν πρωτογενῶς μόνον ὅσοι καθαρίστηκαν ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν τους, καί κυρίως ὅσοι φωτίστηκαν καί θεώθηκαν ἀπό τίς ἄκτιστες ἐλλάμψεις τῆς θεοποιοῦ Χάριτος.
Ἡ ἐπιχειρούμενη, αὐθαδῶς, ὑπέρβαση τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, ἐκ μέρους τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, κλονίζει τήν ἀπαραίτητη γιά τούς πιστούς βεβαιότητα, ὡς πρός τήν διαχρονική ἰσχύ τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας, ἐνῶ παράλληλα εἰσάγει ἀθέμιτα καί πονηρά τήν προτεσταντικοῦ τύπου θεολογική πιθανολογία. Μέ τόν τρόπο ὅμως αὐτό, στήν πραγματικότητα, «μεταίρονται ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»(1). Ἀλλά τοῦτο παραβιάζει βάναυσα τόσο τόν ἁγιοπατερικό ὅσο καί τόν θεόπνευστο βιβλικό λόγο.(2)
Μέ βάση τά παραπάνω (καί μόνον αὐτά), θά μπορούσαμε νά ὑποστηρίξουμε ἐπιστημονικῶς, ὅτι οἱ ἐπίδοξοι «μεταπατερικοί» θεολόγοι, σαφῶς, δέν ἔχουν τίς προϋποθέσεις τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας. Γιατί, ἀλήθεια, πῶς θά μποροῦσαν νά ὑποστηρίξουν ὅτι τίς ἔχουν, ὅταν συμβαίνει νά εἰσηγοῦνται αὐθαδῶς τήν ὑπέρβαση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ὅταν ἐπιχειροῦν νά εἰσαγάγουν στήν ἐκκλησιαστική θεολογική σκέψη μιά Δυτικοῦ τύπου θεολογική καί γνωσιολογική πιθανολογία, πού ὡς προϋπόθεσή της ἔχει τήν ἐπιστημονική-ἀκαδημαϊκή θωράκιση καί τόν θεολογικό στοχασμό;
Αὐτή καθεαυτήν, ἄλλωστε, ἡ ἔπαρση ὁδηγεῖ στήν ἀπεμπόληση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐγγυᾶται τήν γνησιότητα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.
Τά ἐπιστημονικά – ἀκαδημαϊκά κριτήρια, πού εἰσηγοῦνται οἱ «μετα-πατερικοί» θεολόγοι, ὡς τεκμήρια τῆς ἀντικειμενικότητάς τους, δέν συμπίπτουν ἀπαραιτήτως μέ τά ἐκκλησιαστικά κριτήρια τοῦ θεολογεῖν ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς, ὅταν μάλιστα τά κριτήρια αὐτά χρησιμοποιοῦνται ἀπροϋποθέτως. Ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική θεολογία ἔχει σαφῶς καί κυρίως ἁγιοπνευματικά κριτήρια.
Τό κατεξοχήν καί κορυφαῖο κριτήριο τοῦ ἀπλανοῦς χαρακτήρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας εἶναι ἡ ἁγιότητα τῶν θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τήν διατύπωσαν.
Προκαλεῖ βαθύτατη θλίψη ἡ παχυλή ἄγνοια καί ἡ ἐπ’ αὐτῆς ἐρειδομένη ἔπαρση τῶν «μετα-πατερικῶν» θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν, ὅλως ἀμαθῶς, νά ὑποκαταστήσουν τήν ἐνοχλητική μᾶλλον γι’ αὐτούς ἁγιοπατερική θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν ἐπικαιροποιημένη ἐπιστημονική-ἀκαδημαϊκή θεολογία τους. Μέ τήν στάση τους αὐτή φανερώνουν σαφῶς, ὅτι δέν γνωρίζουν στήν πραγματικότητα, πώς οἱ Πατέρες εἶναι ἐνεργῶς θεοφόροι καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀγνοοῦν ὅμως κυρίως, ὅτι ἡ ἁγιότητα τῶν Ἁγίων καί ἡ ἁγιότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ εἶναι μία καί ἡ αὐτή, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης(3). Δηλαδή ἡ ἁγιότητα τῶν ἁγίων ἔχει ὀντολογικό χαρακτήρα καί εἶναι ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία μετέχοντας ὁ πιστός ἄμεσα καί προσωπικά, καί ὑπό σαφεῖς ἐκκλησιαστικές προϋποθέσεις, καθίσταται «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» κοινωνός τῆς ἁγιότητας τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λοιπόν εὐνόητο, ὅτι ὁ χαρακτήρας τῆς ἁγιότητας τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἄκτιστος.
Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ἀπλανῶς τήν Ἀποστολική Παράδοση στήν ἐποχή τους, ἀφοῦ ὅμως προηγουμένως τήν βίωσαν ἡσυχαστικῶς-ἀσκητικῶς καί κατεξοχήν μυστηριακῶς.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, – ὁ Μ. Βασίλειος, –  ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, – ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος – καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
γιά νά μείνουμε ἐνδεικτικά μόνον σ’ αὐτούς, ἐπικαιροποίησαν τήν Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοση, ἐκφράζοντας σέ λόγια θεολογική γλώσσα αὐτό ἀκριβῶς πού βίωναν ἀκτίστως καί «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες, ἀλλά καί οἱ ὀλιγογράμματοι χαρισματοῦχοι, ὅπως καί οἱ ἁπλοί θεοφόροι πιστοί στήν ἐποχή τους.
Ἡ χαρισματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τήν πρωτογενῆ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἁπλοϊκή ἤ ἔντεχνη καί λόγια ἐκφορά της. Ἡ θεολογία αὐτή ἀποτελεῖ κτιστή ἔκφραση καί ἑρμηνεία τῆς ζωντανῆς καί ἄκτιστης ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ μέσα στή συγκεκριμένη ἱστορική πραγματικότητα τῆς ζωῆς τῶν θεουμένων ἐκφραστῶν της. «Ὑπό πνεύματος ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἀπό Θεοῦ ἄνθρωποι»(4) μᾶς διαβεβαιώνει ὁ κορυφαῖος ἀπό τούς ἐπόπτες τῆς θείας μεγαλειότητας.
Νά ἐπανέλθουμε ὅμως στά κριτήρια τοῦ θεολογεῖν. Τά ἐπιστημονικά-ἀκαδημαϊκά κριτήρια εἶναι κτιστά. Γι’ αὐτό, ἐκτός ἀπό τό ἀσφαλέστατο κριτήριο τῆς ἀκτίστου ἁγιότητας, ἡ μόνη διασφάλιση γιά ἀπλανῆ ὀρθόδοξη, ἐπιστημονική θεολογία μπορεῖ νά ἀναζητηθεῖ, καί ἀπό τούς στερουμένους τήν ἁγιότητα ἐπιστήμονες θεολόγους, στό ταπεινό φρόνημα, πού ἐνέχει καί ἐκφράζει ἡ διαχρονικῶς ἐφαρμοζομένη ἐκκλησιαστική μέθοδος, ἡ ὁποία σημαίνεται στή γνωστή ἁγιοπατερική διατύπωση: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν».
Αὐτό, ἄλλωστε, τό ταπεινό φρόνημα, τό ὁποῖο διασφάλιζε καί τήν ἁγιότητά τους, εἶχαν ὅλοι οἱ θεοφόροι Πατέρες, πού συμμετεῖχαν στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες ὁριοθέτησαν ἀπλανῶς τήν ἐκκλησιαστική θεολογία. Ὁ θεολογικός στοχασμός, στόν ὁποῖο ἀρέσκονται νά ἀναφέρονται οἱ «μετα-πατερικοί» θεολόγοι καί ἡ συνεπαγόμενη θεολογική πιθανολογία, δέν προσιδιάζουν στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική θεολογία, ἀλλά στήν ἑτερόδοξη καί αἱρετική, ἡ ὁποία, ὅπως εὔστοχα χαρακτηρίστηκε ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες, εἶναι «τεχνολογία» μᾶλλον παρά θεολογία(5).
Εἶναι ἀξιοσημείωτη στήν προκειμένη περίπτωση καί ἡ καίρια παρατήρηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη (τῆς Κλίμακος), ὅτι «ὁ Θεόν μή γνούς, (ἐννοεῖται ἐμπειρικῶς καί βιωματικῶς), στοχαστικῶς ἀποφαίνεται»(6).
 Ἀλλά καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θά χρεώσει στούς λατινόφρονες βαρλααμίτες τόν χαμαίζηλο καί ἀνθρώπινο θεολογικό στοχασμό, σημειώνοντας ἀντιθετικῶς, ὅτι «ἡμεῖς οὐ στοχασμοῖς ἀκολουθοῦντες, ἀλλά θεολέκτοις λογίοις τήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως πεπλουτήκαμεν»(7).
Ὅταν ἀγνοεῖται καί παραμερίζεται ἡ ἁγιότητα, ἤ ἔστω ἡ Ὀρθόδοξη θεολογική μεθοδολογία τοῦ «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ υἱοθέτηση τοῦ «ἐλεύθερου» θεολογικοῦ στοχασμοῦ καί τῆς θεολογικῆς πιθανολογίας.
Τοῦτο ὅμως ὁδηγεῖ οὐσιαστικά σέ μιά «νεο-βαρλααμιτική» θεολογία, πού εἶναι ἀνθρωποκεντρική καί ὡς κριτήριό της ἔχει τήν αὐτονομημένη λογική.
Ὅπως δηλαδή ὁ Βαρλαάμ καί οἱ ὁπαδοί του ἀμφισβήτησαν τόν ἄκτιστο χαρακτήρα τοῦ θείου φωτός καί τῆς θείας Χάριτος, ἔτσι και οι «μετα-πατερικοί» θεολόγοι σήμερα παραγνωρίζουν στήν πράξη τόν ἄκτιστο καί ἄρα διαχρονικό χαρακτήρα τῆς ἁγιότητας καί τῆς διδασκαλίας τῶν θεοφόρων Πατέρων, τούς ὁποίους ἀξιώνουν νά ὑποκαταστήσουν στή διδασκαλία, παράγοντας, κατά τή γνώμη τους, οἱ ἴδιοι πλέον πρωτογενῆ θεολογία.
Αὐτό δέν ἀποτελεῖ μία ἐξωτερικοῦ χαρακτήρα Πατρομαχία, ἀλλά κυρίως συνιστᾶ μία Θεομαχία, ἐπειδή ἐκεῖνο πού καθιστᾶ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὄντως Πατέρες εἶναι ἡ ἄκτιστη ἁγιότητά τους, τήν ὁποία ἔμμεσα ἀλλά οὐσιαστικά παραμερίζουν καί ἀκυρώνουν μέ ὅσα εἰσηγοῦνται μέ τήν «μετα-πατερική» θεολογία τους.
Ἡ «μετα-πατερική» θεολογία, σύμφωνα μέ τά κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας, πού προαναφέραμε, εἶναι ἀπόδειξη ἐπηρμένης διανοίας. Γι’ αὐτό καί εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐκκλησιαστική νομιμοποίησή της. Ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία εἶναι ταπεινή καί εἶναι πάντοτε «ἑπόμενη τοῖς ἁγίοις Πατράσιν». Αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία στερεῖται πρωτοτυπίας, δυναμισμοῦ, ἀνανεωτικοῦ πνεύματος καί ἐπικαιρότητας. Ἀπεναντίας, ἔχει ὅλα τά παραπάνω χαρακτηριστικά, γιατί ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ζώσας παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ ἐκεῖνον, πού θεολογεῖ μ’ αὐτόν τόν τρόπο.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ὅσα βίωσαν ἀπό τήν ἐνεργοποίηση τῆς προσωπικῆς τους Πεντηκοστῆς, πάντοτε ὅμως, πρακτικῶς, «ἑπόμενοι» καί ἐν συμφωνίᾳ μέ τούς προγενεστέρους θεοφόρους Πατέρες.
Ἡ Ὀρθόδοξη ἐπιστημονική ἀκαδημαϊκή θεολογία δέν καλεῖται, βεβαίως, νά ὑποκαταστήσει τήν ἁγιοπατερική – χαρισματική θεολογία, οὔτε ὅμως δικαιοῦται νά παρουσιάζει ἄλλην, ἐκτός ἀπό τήν αὐθεντική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ἔργο της εἶναι νά προσεγγίζει, νά διερευνᾶ καί νά παρουσιάζει ἐπιστημονικά τό περιεχόμενο τῆς πρωτογενοῦς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, νά διακρίνει καί νά γνωστοποιεῖ τά κριτήρια τῆς ἀληθινῆς θεολογίας. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά πετυχαίνεται καί θά ἰσχυροποιεῖται ὅλο καί περισσότερο ἡ σύζευξη τῆς ἁγιοπατερικῆς – χαρισματικῆς θεολογίας μέ τήν ἐπιστημονική θεολογία. Καί ὅλα αὐτά θά προωθοῦνται, μόνον ὅταν οἱ ἐκφραστές τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας δέν θά εἶναι προσωπικῶς ἄμοιροι τῶν ἁγιοπνευματικῶν προϋποθέσεων καί ἄγευστοι τῶν ἐκκλησιολογικῶν βιωματικῶν δεδομένων.
Ἡ ἐπιστημονική καί ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογία, ὅταν δέν ἔχει τίς παραπάνω προδιαγραφές, ὅταν στερεῖται τήν βιωματικῶς ἐκκλησιολογική ἐκφορά της, εἶναι στοχαστική θεολογία καί πτωχή πνευματικῶς.
Προσεγγίζει μόνο μέ κτιστό τρόπο τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς, καί ἐκφράζει, στήν καλύτερη περίπτωση, ἐλλιπῶς τά πράγματα, καί σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, δυστυχῶς, ἀπό ἐσφαλμένα ἕως καί αἱρετικά.
Ἔχουμε τήν γνώμη, ὅτι ἄν οἱ «μετα-πατερικοί» θεολόγοι εἶχαν τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῶν Πατέρων, θά ἐπιχειροῦσαν ταπεινά καί ἀθόρυβα νά ὀρθοτομήσουν τήν ἀλήθεια γιά τήν ἐποχή τους, χωρίς ἀπαξιωτικές ἤ ἔστω ἀμφίσημες ἀναφορές στούς ἁγίους Πατέρες. Καί, ἄν τούς δικαίωναν τά πράγματα, τότε ἀσφαλῶς θά ἦταν αὐτοί οἱ ἐκφραστές τῆς ζωντανῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας.
Τοῦτο ὅμως θά σήμαινε, ἀναπόφευκτα, ὅτι δέν θά ἦταν τά λεγόμενά τους ἀντίθετα μέ τά λεγόμενα τῶν Ἁγίων πατέρων διαχρονικῶς καί ἰδιαίτερα δέν θά ἔρχονταν σέ ἀντίθεση μέ ἀποφάσεις τους σέ Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἔτσι, θά ἦταν περιττός ὅλος αὐτός ὁ θόρυβος, σχετικά μέ τήν «μετα-πατερική» θεολογία.
Ὅμως, οἱ ἐπίδοξοι «μετα-πατερικοί» θεολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά, ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων θέτει σαφῆ ὅρια, τά ὁποῖα εἴτε δέν τούς εὐνοοῦν προσωπικῶς…
Eἴτε ἐμποδίζουν τούς στρατηγικούς στόχους, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν τόν ἀγαπημένο τους Οἰκουμενισμό.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἁπλῶς τό ἐπιμελημένο περιτύλιγμα!
Συμπερασματικά, τέλος, θά μπορούσαμε ἀβίαστα νά ὑποστηρίξουμε, ὅτι ἡ «μετα-πατερική» θεολογία συνιστᾶ σαφῆ καί κραυγαλέα ἀπόκλιση τόσο ἀπό τή μέθοδο ὅσο καί ἀπό τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ἀπόκλιση δηλαδή ἀπό τήν παραδοσιακή θεολογία, τόσο ὡς πρός τόν τρόπο, τίς προϋποθέσεις καί τά κριτήρια τοῦ Ὀρθοδόξως θεολογεῖν, ὅσο καί ὡς πρός τό περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας.
 


http://www.pemptousia.gr/wp-content/uploads/2013/11/psalm-144-cf88ceb1cebbcebccf8ccf82-144_std.original.jpg
«Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8-9)

 
1. Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG 59, 63: «μή μεταίρωμεν ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἠμῶν».
2. Βλ. Παροιμ. 22, 28: «μή μεταῖρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου».
3. Βλ. Περί τελειότητος, PG 46, 280D. Ἡ μόνη διαφορά ἔγκειται στό γεγονός, ὅτι ἡ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγαία καί φυσική (εἶναι οὐσιώδης ἐνέργεια τῆς θείας φύσεως), ἐνῶ ἡ ἁγιότητα τοῦ ἁγίου εἶναι χαρισματική, δοσμένη κατά Χάρη ἀπό τόν Θεό
4. Β’ Πέτρ. 1, 21.
5. Βλ. Ἐπιστολή 90, PG 32, 473: «Καταπεφρόνηται τά τῶν Πατέρων δόγματα, ἀποστολικαί Παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπεπολίτευται, τεχνολογούσι, λοιπόν, οὐ θεολογούσιν οἱ ἄνθρωποι, ἡ κατά κόσμον σοφία τά πρωτεῖα φέρεται».
6. Βλ. Λόγος Λ’, 13.
7. Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 18

Πηγή: paterikakeimena.blogspot.grhttp://katanixis.blogspot.gr

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΟΥΝΗΣ, Η ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΥΠΡΟΥ ΔΙΕΞΑΓΕΙ ΟΝΤΩΣ ΑΝΟΙΚΤΗ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟ-ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΩΝ;





Η ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΥΠΡΟΥ ΔΙΕΞΑΓΕΙ ΟΝΤΩΣ ΑΝΟΙΚΤΗ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟ-ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΩΝ;
Του Παναγιώτη Π. Νούνη

Ἀντιγράφω τρεῖς παραγράφους ἀπὸ τὸ ἐκπληκτικότατο καὶ πολὺ ἐνδιαφέρον δημοσίευμα καὶ ἀνακοινωθὲν ἐκ τῆς «Ῥομφαίας»:

«Ανακριβή στοιχεία σχετικά με την περίοδο παραμονής του γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού και της συνοδείας του στην Κύπρο αλλά και στοιχεία και θέσεις του γέροντος «που απάδουν της γνήσιας χριστιανικής διδασκαλίας» περιέχει το βιβλίο, το οποίο απαγόρευσε να κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία της η Αρχιεπισκοπή Κύπρου.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες της Romfea.gr, έχει απαγορευθεί η κυκλοφορία και πώληση του προσφάτως εκδοθέντος βιβλίου του Αρχιμ. Εφραίμ Βατοπαιδινού με τίτλο «ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ (1.7.1921 – 1.7.2009)» στο κεντρικό βιβλιοπωλείο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου.
Ο λόγος απαγόρευσης είναι, επισημαίνουν κληρικοί της Αρχιεπισκοπής, καθώς περιέχει πολλά ανακριβή στοιχεία σχετικά με την περίοδο παραμονής του Γέροντος με την συνοδεία του στην Κύπρο κατά την δεκαετία του 1970-1980 και αφετέρου, πολλά στοιχεία και θέσεις της διδασκαλίας του Γέροντος, όπως έχουν κυκλοφορήσει από επίσημα διαδικτυακά ιστολόγια, απάδουν της γνήσιας ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝΤΟΣ

Ἀπὸ τὰ ποιὸ πάνω ἐλάχιστα -πλὺν πολύτιμα- ἀντιρρητικὰ στοιχεία κατὰ τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινού θὰ πρέπει ἡ Ἐκκλησία της Κύπρου διὰ τῶν Ἐπισκόπων
Κληρικῶν καὶ Θεολόγων Της νὰ προσκομμίσει πλέον στὴν δημοσιότητα σοβαρὰ καὶ ἐπίσημα ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ στοιχεία γιὰ νὰ παύσει καὶ κατασιγάσει τὸ θρησκευτικό παραλλήρημα τῶν ὁπαδῶν τοῦ πλανεμένου μ. Ἰωσήφ.

Ἀν μὴ τὶ ἄλλο νὰ ἀσχοληθεῖ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου μὲ τὸ ἐν λόγῳ ζήτημα καὶ νὰ βγάλει ἕνα καλὸ καὶ ἐπίσημο ΣΥ-ΝΟ-ΔΙ-ΚΟ (sic) ἀνακοινωθέν, οἱ ἐπίσημες ἤ ἀνεπίσημες προσωπικὲς ἀπόψεις τοῦ Μακαριωτάτου καὶ τοῦ σεβασμιωτάτου Πάφου εἶναι σεβαστὲς μὲν ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι δὲ ἔωλες καὶ ἀνεπαρκεῖς.

Ἄς διαρρεύσει, γιὰ τὸ δημόσιο ἐκκλησιαστικὸ συμφέρον, λοιπὸν ὁ «ῥόζ» Συνοδικός φάκελος περὶ τοῦ Μοναχοῦ Ἰωσήφ. ?Ὥστε νὰ ἀποδειχθεῖ ἐστω καθυστερημένα, ὅτι οἱ Άρχιεπισκοπικοὶ δέν εἶναι τῷ ὄντι συκοφάντες καθῶς ἔτσι τοὺς λοδωρῶσι οἱ νεο-Βα(λ)τοπεδινοί. Τὴν ἐν λόγῳ τέχνη τῆς ἔντεχνης διαρροῆς ἀπόρρητων Ἐκκλησιαστικῶν Ἐγγράφων τὴν γνωρίζουσι ἄριστα οἱ Ἀρχιεπισκοπικοί. Ἄς τὴν ἐφαρμώσουν!

Τὸ Ἱστολόγιον «ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ» καὶ ὁ γράφων ἔχει συνεργαστεῖ γιὰ μεγάλο καὶ ἱκανὸ χρονικό διάστημα μὲ τὸν Θεολόγο/Οἰκονομολόγον καὶ ποιητὴν κ. Βασίλειον Χαραλάμπους ὅπου ὁ λίαν έκλεκτος καὶ ἀγαπητὸς μας συμφοιτητὴς Βασίλειος ἐνέσκυψε ἀκούραστα καὶ ἐντόπισε σωρηδόν πλάνες καὶ κακοδοξίες στὶς θεολογικές θέσεις τοῦ μακαριστοῦ Ἰωσήφ Βα(λ)τοπεδινού.

Βέβαια ὁ κ. Βασίλης δὲν εἶναι διορισμένος και μισθοφόρος θεολόγος οὔτε ὅμως εἶναι ὑπάλληλος τῆς ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς. Αὐτὸ επισημαίνεται γιὰ καλὸ, διότι πολλοὶ κακοπροαίρετοι
σπεύδουν νὰ τὸν λοιδωρήσουν, θεωρῶ ἀδίκως, ὅτι εἶναι δῆθεν μισθοφόρος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Δὲν ξέρω Βασίλη μου, ὅμως, ἄν ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πάφου κ. Γεώργιος εἶναι καλός καὶ ἄξιος ἐμπιστοσύνης γιὰ ἀψευδείς (;!) πληροφορίες γύρω ἀπὸ τὴν ὑπόθεση «Βαλτοπέδιον» εν τῇ Πάφῳ.

Τὰ ἀντιρρητικά κείμενα τοῦ κ. Βασίλη Χ. ἔχουσι συστηματικῶς ἀναρτηθεῖ τόσον εἰς τὸ ἱστολόγιον μας ὅσο καὶ εἰς τὴν προσωπικὴν σελίδα μας στὸ FB πράγμα ποὺ προξένησε τὴν σοβαρὴν διάσταση τῶν προσωπικῶν σχέσεων μας μὲ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολην Λεμεσοῦ.

Ὅσα σχεδὸν τὰ ἀντιρρητικὰ κείμενα ὅπου ἔγραψε ὁ συνάδελφος θεολόγος Βασίλης, κατὰ τοῦ μ. Ἰωσήφ, ὅλα σχεδὸν τὰ
συνυπογράφω. Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅμως καθόλου ὅτι συμφωνῶ ἀπόλυτα, καί δή «κατά γράμμα», μὲ τὰ ἀντιρρητικὰ κείμενα κατὰ τοῦ μοναχοῦ Ἰωσήφ, τοῦ κ. Παναγιώτη Τελεβάντου, ὅπου ὑβρίζει ἀηθῶς καὶ ἀσύστολα τὸν μακαριστὸ Ἁγιορείτη Καλόγερο.

Πέραν τῶν προειρρημένων προκύπτωσι, βέβαια, βάσει τοῦ ἀνακοινωθέντος, καὶ μερικὰ εὔλογα, ἵσως, ἐρωτήματα:

1. Ποιὰ εἶναι ἐκείνα τὰ ἀνακριβῆ στοιχεία ὅπου καταγράφονται στὸ ἐν λόγω βιβλίο περί τοῦ μ. Ἰωσήφ;

2. Μποροῦν νὰ ἐπισημανθοῦν ἀπὸ τὸ βιβλίο, ἕνα πρὸς ἕνα, ἀπὸ τοὺς μισθοφόρους Κληρικοὺς καὶ Λαϊκοὺς Θεολόγους τῆς ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς;

3. Ὑπάρχουν, ἐπίσης, πράγματι κακόδοξα στοιχεία καὶ αἱρετικὲς θέσεις στὸ ἐν λόγῳ «ἀπαγορευμένο» βιβλίο; Καὶ ἄν ναί ποιὲς εἶναι καὶ πῶς ἀκριβῶς ἀνασκευάζονται;

4. Πόσο «ἀπαγορευμένο» εἶναι, ἄραγε, στὰ βιβλιοπωλεία τῆς ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς, τὸ ἐν λόγῳ βιβλίο περὶ τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βα(λ)τοπεδινοῦ, ὅταν μετὰ ἀπὸ τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνία συνεργατῶν μας γιὰ νὰ δοκιμάσουν νὰ τὸ παραγγείλουν σὲ ποσότητα, ὑπάλληλοι τοῦ βιβλιοπωλείου τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἐρωτούσαν ἄν ὁ πελάτης ἐνδιαφέρεται «γιὰ δεμένο ἤ ἄδετο βιβλίο» καὶ ἤθελαν νὰ του «βάλουν παραγγελία»;

5. Ποιὸς ἐμπαίζει ἄραγε τὴν νοϋμοσύνη μας; Ἡ «ΡΟΜΦΑΙΑ» μὲ «φέϊκ νιούς» ἤ, μήπως, ἡ ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπή, ὅπου σήμερα τις ἄνθρωπος παρ΄ὁλίγον νὰ κλείσει ποσοτικὴ καὶ ποιοτικὴ παραγγελία γιὰ μερικούς τόμους ἀπὸ τὰ ἐν λόγῳ «ἀπογορευμένα» βιβλία;

6. Ἄν τὸ ἐν λόγῳ βιβλίο, ἀπαγορεύθη, ἐξ αἰτίας τῶν ἀντιρρητικῶν δοκιμίων καὶ ἀντιαιρετικῶν σχολιασμῶν συγκεκριμένων θεολόγων τῆς Κύπρου ὅπου ἀνερτήθησαν μέσω τῶν ἱστολογίων, καὶ ὄχι γιὰ τινὲς συγκεκριμένες κακόδοξες θέσεις ὅπου πιθανὸν νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ καταγράφονται στὸ ἐν λόγῳ βιβλίο, μήπως ἡ ἐν λόγῳ απροκάλυπτη καὶ ἀναπόδεικτη, δημόσια Ἀρχιεπισκοπικὴ πολεμική, εἶναι ἐσφαλμένη στρατηγικά;

7. Ἡ ἐν λόγῳ πολεμικὴ κατά τῶν νεο-Βα(λ)τοπεδινῶν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν ἀπόλυτο ἐξοστρακισμὸ τῶν Ἀθανασιακῶν γιὰ τὴν μελλοντικὴ διεκδίκηση τοῦ ἐν Κύπρῳ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Θρόνου;

Γιὰ νὰ ἀνελιχθεῖ ποιὸς ἀκριβῶς;

Τοῦ Παναγιώτη Π. Νούνη