Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

Κεντρικά σημεία της διδασκαλίας του π. Ιωάννου Ρωμανίδη



Κεντρικά σημεία της διδασκαλίας του π. Ιωάννου Ρωμανίδη

Του σεβ. Μητροπ. Ναυπάκτου Ιεροθέου
Η διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη συντονίζεται στην διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, την οποία εκείνος παρουσίασε με έναν σύγχρονο τρόπο στους φοιτητές του, τους ακροατές του και τους συνομιλητές του, όπως το έκανε και με τα γραπτά του. Όταν κανείς τον συναντούσε και συζητούσε για ελάχιστα λεπτά της ώρας μαζί του, μπορούσε να παραλάβει μια συμπεπυκνωμένη διδασκαλία. Είχε την ικανότητα σε μικρό χρονικό διάστημα να μεταδίδει με τρόπο ευσύνοπτο και απλό τον πυρήνα της διδασκαλίας του.

 Στην συνέχεια θα εκτεθούν δέκα σημεία, που είναι οι κεντρικές θέσεις της διδασκαλίας του, όπως τις έχω αντιληφθεί.

1. Ο Θεός της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι Θεός της αποκαλύψεως, δηλαδή ο Θεός ο οποίος φανερώθηκε στους Προφήτες, Αποστόλους και Αγίους κάθε εποχής και οι οποίοι χαρακτηρίζονται θεούμενοι και είναι φίλοι του Θεού. Ο Θεός της Εκκλησίας δεν είναι Θεός των φιλοσόφων και των στοχαστών, αλλά ο Θεός των Πατέρων ημών. Αποκαλύπτεται δε στους Θεουμένους, σε αυτούς, δηλαδή, που βρίσκονται σε ένα επίπεδο πνευματικής καταστάσεως, για να αισθανθούν την κοινωνία μαζί Του.

Η πνευματική αυτή κατάσταση λέγεται θεωρία, δηλαδή, οι θεόπτες βλέπουν τον Θεό μέσα στο Φως της δόξης Του. Αυτή η θέα είναι κοινωνία. Η κοινωνία προσφέρει γνώση και η γνώση αυτή είναι υπεράνω της ανθρώπινης γνώσεως. Κατά την διάρκεια της θεωρίας ο θεούμενος δεν έχει νοήματα, μετέχει του Φωτός, αλλά μετά την θεωρία καταγράφει την εμπειρία του με λέξεις και εικόνες που λαμβάνει από το περιβάλλον. Ο Θεός είναι Φως, οι Άγιοι ζουν μέσα στο Φως και στην συνέχεια περιγράφουν την άκτιστη αυτήν πραγματικότητα με στοιχεία της κτιστής πραγματικότητας. Η λέξη «άκτιστος» σημαίνει αδημιούργητος, δηλαδή δεν είναι κτιστός. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ακτίστου και κτιστού και οι θεούμενοι το αντιλαμβάνονται αυτό κατά την διάρκεια της θεοπτικής τους εμπειρίας.

Η γνώση του Θεού, που γίνεται με άκτιστα ρήματα, μεταφέρεται με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα, αφ' ενός μεν για να κατηχηθούν οι πιστοί και να πορευθούν τον δρόμο της Θεώσεως, αφ' ετέρου δε για να αντιμετωπισθούν οι αιρετικοί. Έτσι, καταρτίσθηκαν τα δόγματα από τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους. Άλλο είναι το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος και άλλο είναι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος.

Επομένως, ο Θεός της Εκκλησίας δεν είναι Θεός των στοχαστών ούτε των φιλοσόφων, αλλά ο Θεός των Πατέρων ημών.

Άγιος Πορφύριος: Η Βυζαντινή μουσική θεραπεύει την κατάθλιψη


Μια φορά είχε κάποιος δαιμόνιο, ο βασιλιάς Σαούλ, και πήγαινε ο Δαβίδ και του έψαλλε και ο δαίμονας έφευγε. Πήγαινε με το ψαλτήρι- το ψαλτήρι ήταν όργανο.

Όταν τον έπιανε το δαιμόνιο της μελαγχολίας, πήγαινε ο Δαβίδ και του έπαιζε το ψαλτήρι και έτσι έφευγε ο δαίμονας.Που αι αυτοί που τρέχουνε να βρούνε θεραπεία για την κατάθλιψη.

Ὅταν μάθουνε βυζαντινή μουσική καί ἰδοῦνε τή μαυρίλα νά ‘ρχεται, πάπ! ἕνα δοξαστικό κι ἡ μαυρίλα πού ἔρχεται νά σέ καταλάβει, ὡς ἕνα εἶδος ψυχικῆς μελαγχολίας, γίνεται ὕμνος πρός τόν Θεό. Ἐγώ τό πιστεύω αὐτό. Ἀπόλυτα τό πιστεύω. Σᾶς τό λέω ὅτι ἕνας μουσικός, πού ἀγαπάει τή μουσική, πού εἶναι εὐσεβής, μπορεῖ μιά δυσκολία του νά τήνε κάνει ἔργο μουσικό ἤ ἕνα ἕτοιμο ἔργο νά τό ψάλει, νά τό ἀποδώσει. Ἔτσι, προκειμένου νά κλαίει καί νά καταπιέζεται, προσφέρει μιά δοξολογία στόν Θεό».

Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι πάρα πολύ εὔκολη, ὅταν τήν ἐρωτευθεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι τόση ἡ ὠφέλεια τῆς ἁρμονίας στήν ψυχή!. Αὐτός πού ξέρει μουσικά καί ἔχει ταπείνωση, ἔχει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Πάει νά θυμώσει, νά ἐκραγεῖ, ἀλλά φοβᾶται τή δυσαρμονία, διότι καί ὁ θυμός καί ὅλες αὐτές οἱ ἁμαρτωλές καταστάσεις δέν εἶναι μέσα στήν ἁρμονία. Κι ἔτσι μισεῖ σιγά σιγά τήν κακία καί ἐγκολπώνεται τήν ἀρετή, πού εἶναι ἁρμονία.

Ὅλες οἱ ἀρετές ἔχουν ἁρμονία. Οὔτε στενοχώριες μπορεῖ νά ἔχεις, οὔτε… Μπορεῖς νά ζεῖς μέσα στή χαρά. Ἅμα καταλάβεις πώς ἔρχεται καμιά μαυρίλα στόν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς σου, λέεις ἕνα ὡραῖο τροπάριο καί ἡ μαυρίλα γίνεται ὕμνος στόν Θεό. Τή δύναμη αὐτή πού θά σέ στενοχωροῦσε καί θά σέ καταπίεζε, τήν ἴδια δύναμη τή βουτᾶς καί τήν ἁγιάζεις.

Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη


dogma.gr

Τα μουσικά όργανα της βυζαντινής περιόδου Κλεοπάτρα Χατζηλία, Ιστορικός Πολιτισμού

Η βυζαντινή περίοδος που σηματοδοτείται από την απουσία της πόλης κράτους οδήγησε την μουσική δραστηριότητα να αναπτυχθεί στα περιβάλλοντα της συγκεντρωτικής εξουσίας.[1] Το κράτος ασκούσε απόλυτο υλικό και πνευματικό έλεγχο σε όλες τις εκδηλώσεις της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής.[2]
Η μουσική δημιουργία της εποχής εκφράστηκε  μέσα από το δίπολο που ήθελε την λαϊκή μουσική να ακολουθεί ανεξάρτητη πορεία και την λόγια να ακολουθεί την θρησκευτική λατρεία.[3] Η εκκλησία έθεσε την μουσική στην υπηρεσία των αναγκών της, καλύπτοντας το μωσαϊκό πολλών λαών με κοινή ενιαία λειτουργική μουσική, [4]υιοθετώντας το a capella άσμα, το οποίο ήταν είδος ανυποληψίας στην κλασική περίοδο. [5]
bizantina1
Με τον όρο βυζαντινή μουσική εννοούμε την επίσημη έκφραση της Αυτοκρατορίας με έδρα την Κωνσταντινούπολη που δημιουργήθηκε για λειτουργικούς-δογματικούς λόγους και στηρίχθηκε στην ψαλτική τέχνη και υμνογραφία.  Χαρακτηριστικά της εκτός τη μονοφωνική εκτέλεση, είναι  η πλούσια εκφραστικότητα, το άριστο δέσιμο με τον λόγο, την χειρονομία και κυρίως ο αποκλεισμός των οργάνων. [6] Συχνά συγχέεται με την μουσική δραστηριότητα της βυζαντινής περιόδου γνωστή ως μουσική του Βυζαντίου που καλύπτει όλα τα είδη μουσικών που εμφανίστηκαν στα όρια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[7] Στο πέρασμα των χρόνων η σύγχυση και ταύτιση αυτή είχε ως θετική επίπτωση την διάσωση της λόγιας εκκλησιαστικής μουσικής αλλά την ταυτόχρονη διατήρησή της στα αυστηρά πλαίσια της Εκκλησίας.[8]
Αναντίρρητα, η έρευνα για την κοσμική λαϊκή μουσική που μεταδίδονταν με την παράδοση δυσκολεύεται από την θρησκευτική φύση του βυζαντινού πολιτισμού.[9] Από τις λιγοστές πηγές αντιλαμβανόμαστε ότι πολλά από τα όργανα της αρχαίας εποχής πέρασαν στην βυζαντινή έως και την σύγχρονη εποχή αρκετά παραλλαγμένα.[10] Έχουμε λοιπόν τα
Α) Τα τοξωτά έγχορδα στα οποία ανήκουν
1. η αχλαδόσχημη λύρα με δοξάρι,
2. τα όργανα της οικογένειας της άρπας και του ψαλτηρίου( σαντούρι, κανονάκι, άρπα) και
3. της οικογένειας του λαούτου (πανδούρα, θαμπούρα, ταμπούριν).
Β) Τα Αερόφωνα στα οποία περιλαμβάνονται οι αυλοί (σουραύλια πλαγίαυλοι), εκκλησιαστικό όργανο, τούμπα, σάλπιγγα, βούκινο, σύριγγα Πανός και
Γ) Τα κρουστά ή μεμβρανόφωνα.
bizantina2
Τα όργανα στο Βυζάντιο ήταν κυρίως φορητά. Θα τα παραθέσουμε ανάλογα με την χρήση τους που ήταν η λαϊκή διασκέδαση, ο ιδιωτικός βίος(γάμοι, ονομαστικές εορτές και πανηγύρεις) το στράτευμα και οι τελετές του Παλατιού.

Τί είναι η θεία αποκάλυψη; † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ;
(Συνοπτικά)

Σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη η Εκκλησία δεν θεμελιώνεται πάνω σε γραπτά κείμενα, αλλά στην ομολογία πως ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, πως δηλαδή στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε ο Θεός με τον άνθρωπο «αδιαιρέτως, ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως», και ο άνθρωπος ήλθε σε πραγματική κοινωνία με τον Θεό, στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε υποστατικά, δηλαδή σε μία και μοναδική υπόσταση, ο Θεός και ο άνθρωπος.
 
Ο Υιός και Λόγος του Θεού συνεχίζει να είναι υποστατικά ενωμένος με το σώμα Του και σαν κεφαλή της Εκκλησίας είναι πάντοτε ενωμένος μαζί μας (Ματθ. ιη' 20. κη' 20). Την παρουσία του Χρίστου ενεργοποιεί το Άγιο Πνεύμα στη ζωή της Εκκλησίας (Α' Κορ. ιβ' 3), γι' αυτό και η Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ' 15. Πρβλ. Α' Κορ. β' 7-11).
 
Στο σώμα του Χρίστου, «στους αγίους» παραδόθηκε η αγία μας πίστη «άπαξ», μια για πάντα- όποιος δεν ανήκει σ' αυτό το σώμα, δεν μπορεί να ερμηνεύσει σωστά την αγία Γραφή (Β' Θεσ. γ' 6. Β' Πέτρ. γ' 16. Ιούδα 3-4). Μ' αυτή την έννοια η ιερή παράδοση είναι η εμπειρία της Εκκλησίας, η ιερή μνήμη της Εκκλησίας, που διαφυλάσσεται σαν πολύτιμος θησαυρός (Β' Τιμ. α' 13-14).
 
Η αγία Γραφή δεν περιλαμβάνει την πληρότητα της θείας αποκάλυψης. Ήδη από την Παλαιά Διαθήκη υπογραμμίζεται η σημασία της προφορικής παράδοσης και η φροντίδα για τη μετάδοση της από γενεά σε γενεά (Ψαλμ. μγ' 2 / μδ' 1. Ιωήλ α' 3). Η Καινή Διαθήκη σημειώνει πως δεν περιέχει την πληρότητα των λόγων και των έργων του Χριστού (Ιω. κα' 25).
 
Η ίδια η αγία Γραφή κάνει χρήση της παράδοσης (Αριθ. κα' 14-15. Ματθ. β' 23. Πράξ. κ' 35. Β' Τιμ. γ' 8. Ιούδα 14). Ο Χριστός δεν παρακίνησε τους μαθητές του να γράψουν βιβλία, αλλά να κηρύξουν, υποσχόμενος πως θα βρίσκεται για πάντα μαζί τους (Ματθ. κη' 20) και ότι θα τους αποστείλει το Πνεύμα το Άγιο για να μείνει μαζί τους (Ιω. ιδ' 16), να τους διδάξει και να τους υπενθυμίσει το κήρυγμα Του (Ιω. ιδ' 25-26), να τους οδηγήσει «εις όλην την αλήθεια», αποκαλύπτοντας σ' αυτούς το βαθύτερο νόημα των λόγων του Χρίστου, όλα εκείνα που με τις δικές τους δυνάμεις δεν μπορούσαν να «βαστάξουν» (Ιω. ιστ' 12-15).

Γιατί ο Θεός επέτρεψε την πτώση του ανθρώπου; † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΟΡΘΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και του έδωσε τη δυνατότητα της κοινωνίας με το Δημιουργό μέσω της άκτιστης θείας χάρης, δηλαδή μέσω της ζωοποιού ενέργειας του Αγίου Πνεύματος.

Σ' αυτό το περιβάλλον της θείας αγάπης ο άνθρωπος είχε τη δυνατότητα να καλλιεργήσει την κοινωνία, αναπτύσσοντας ελεύθερη και ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Επομένως ο ίδιος ο άνθρωπος έπρεπε να φθάσει στην τελειότητα, μένοντας ελεύθερα στο περιβάλλον του Θεού, έχοντας όμως πάντοτε τη δυνατότητα και να την αρνηθεί.

Δυστυχώς ο άνθρωπος, με την απάτη τού Διαβόλου, αρνήθηκε την αγαπητική σχέση με τον Θεό και απομακρύνθηκε από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, με αποτέλεσμα να γίνει νεκρός πνευματικά, αφού ο ίδιος χωρίσθηκε από τη ζωοποιό ενέργεια του Θεού.

Ο φυσικός θάνατος πού ακολούθησε τον πνευματικό ήταν φυσικό αποτέλεσμα της αμαρτίας. Έτσι ο θάνατος μπήκε στη ζωή του ανθρώπου σαν παράσιτο, σαν αποτέλεσμα ελεύθερης πράξης του ανθρώπου: του χωρισμού του από τον Θεό (πρβλ Ιω. γ' 36, η' 51. Α' Ιω. γ' 10-14).

Ο Θεός δεν εμπόδισε τον θάνατο, τον επέτρεψε για να μη γίνει αθάνατο το κακό, για να δώσει στον άνθρωπο ευκαιρία μετανοίας, για να αναπλάσει τον άνθρωπο και να τον αναδείξει νέα δημιουργία εν Χριστώ. (Β' Κορ. ε' 17. Γαλ στ' 15). «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπετε επ' απωλεία ζώντων» (Σοφ. Σολ. α' 13).

Ο Θεός βέβαια θα μπορούσε να δημιουργήσει τον άνθρωπο ηθικά τέλειο, ώστε να μη απομακρυνθεί από την αγάπη Του, τούτο όμως θα του αφαιρούσε την ελευθερία, τη δυνατότητα δηλαδή να εκλέξει ελεύθερα την αθανασία, χωρίς να βιάζεται από κανένα.

Αυτά φανερώνουν πώς η Ορθόδοξη Εκκλησία κάνει διαχωρισμό μεταξύ δημιουργίας και πτώσης του κόσμου με την απάτη του Σατανά.

Βάπτισμα και Νηπιοβαπτισμός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
Βάπτισμα και Νηπιοβαπτισμός
Βάπτισμα
Κατά την ορθόδοξη πίστη η αναγέννηση του ανθρώπου πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα. Δεν πρόκειται εδώ για το βάπτισμα του Ιωάννη, γιατί αυτό διακρίνεται από το Χριστιανικό  βάπτισμα (Πράξ. ιθ' 3-5). Το Χριστιανικό βάπτισμα γίνεται εις το όνομα του Πατρός και του υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. κη' 19)

Με το Χριστιανικό βάπτισμα ενδύεται κανείς τον Χριστό, λαμβάνει το Πνεύμα της υιοθεσίας και γίνεται κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Ιησού Χριστού (Γαλ γ' 26-29. Ρωμ. η' 17). Η αγία Γραφή βεβαιώνει πώς δεν υπάρχουν δύο βαπτίσματα για τούς πιστούς το βάπτισμα με νερό, πού ακολουθείται από το άγιο Χρίσμα, είναι ή «άνωθεν αναγέννηση» του Ιω. γ' 3-5.

Το Χριστιανικό Λοιπόν βάπτισμα είναι απαραίτητο για τη σωτηρία (Μάρκ. ιστ' 16. Α' Πέτρ. γ' 20-21). Μ' αυτό αποθνήσκουμε ως προς την αμαρτία και αναγεννώμεθα πνευματικά (Πράξ. β' 38. Ρωμ. στ' 1-11. Τίτ. Υ' 5).

 Με το άγιο βάπτισμα λαμβάνουμε το Πνεύμα της υιοθεσίας και γινόμαστε «τέκνα Θεού» (Ρωμ. η' 5-11. Γαλ δ' 5-6), γιατί με το βάπτισμα εvτασσόμαστε στο σώμα του Κυρίου, στην Εκκλησία (Πράξ. β' 41.47. Α' Κορ. lβ' 13. Γαλ Υ' 26-28) «εν σώμα και εν Πνεύμα... μία πίστις, ένα βάπτισμα» (Εφεσ. δ' 4-5). Ή Εκκλησία, πού είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. Υ' 15), ερμήνευσε το Ιω. γ' 3-5 σε αναφορά με το άγιο βάπτισμα.

Ο άγιος Ιουστίνος (†165) συνδέει το βάπτισμα με την αναγέννηση του Ιω. γ' 3-5' μάλιστα το χαρακτηρίζει «τρόπον αναγεννήσεως» (Άπολ Α' 61). Ο Ωριγένης (185-254) Λέγει πώς το Άγιο Πνεύμα υπάρχει «εις μόνους τούς μεταλαβόvτας αυτού εν τη του βαπτίσματος δόσει» (παρά Άθαν., Πρός Σεραπ. επ. Δ', 10). Ο Τερτυλλιανός (†220) αναφέρει πώς «χωρίς το βάπτισμα δεν ανήκει σε κανένα η σωτηρία, όλως ιδιαιτέρως εξ αιτίας του Λόγου του Κυρίου, 'εάν τις δεν αναγεννηθεί εξ ύδατος', δεν έχει την Ζωήν» (Περί βαπτ. 12). Ο Μ. Άθανάσιος αναφέρει πώς ο βαπτιζόμενος «τον μεν παλαιόν απεκδύεται, ανακαινίζεται δε άνωθεν, γεννηθείς τη του Πνεύματος χάριτι» (Πρός Θεραπ., επιστ. Δ',13). (295-373)

Τί είναι η Θεία Ευχαριστία; π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
      

Η Ορθόδοξη Εκκλησία διακηρύσσει πώς κοινωνούμε πραγματικά το σώμα και το αίμα του Κυρίου (Ματθ. κστ' 26-28. Μάρκ. ιδ' 22-24. Λουκ. κβ' 15-20. Ιω. στ' 51-56. Α' Κορ. ια' 24-26).

 Δέχεται πώς η ευχαριστία είναι ανάμνηση του πάθους του Χριστού (Λουκ. κβ' 19. Α' Κορ. ια' 24-25), αλλά δεν δέχεται πώς είναι μόνο ανάμνηση!

 Ο Χριστός εξετέλεσε τη θυσία Του «εφάπαξ» (Εβρ. Ζ' 27. θ' 12.28), επομένως η θυσία αυτή δεν επαναλαμβάνεται. Όμως ο ίδιος ο Κύριος προσφέρει το σώμα Του και το αίμα Του πριν από τη μοναδική θυσία του Γολγοθά (Ματθ. κστ' 26-28. Μαρκ. ιδ' 22-24. Λουκ. κβ' 19-20) και δίνει εvτoλή στους μαθητές Του να κάνουν και αυτοί το ίδιο μέχρι τη δευτέρα Του παρουσία, δηλώνovτας πώς η «βρώσις» του σώματός Του και η «πόσις» του αίματός Του είναι απαραίτητα για τη σωτηρία (Ιω. στ' 31-50. Α' Κορ. ια' 23-29).

 Πώς είναι δυνατόν να τελεσθεί η θεία ευχαριστία πριν από τη σταυρική θυσία του Κυρίου; Τούτο καλύπτεται βέβαια από το μυστήριο! Όμως η θεία ευχαριστία, πού ετέλεσε ο Χριστός πριν από τη θυσία του, αποτελεί «μυστηριακή μετοχή» στη μία και μοναδική θυσία του Γολγοθά.

 Το ίδιο συμβαίνει και με τη θεία ευχαριστία πού τελεί η Εκκλησία: είναι μετοχή της μιας και μοναδικής θυσίας πού πρόσφερε ο Χριστός. Οι ιερείς της Εκκλησίας οικονόμοι των μυστηρίων Του είναι διάκονοι του Χριστού, (Α' Κορ. Δ), προσφέρουν αληθινή θυσία πάνω στο θυσιαστήριο της Εκκλησίας (Εβρ. ιγ' 10), πού ονομάζεται μάλιστα και «τράπεζα του Κυρίου», η οποία αντιπαραβάλλεται με το ιουδαϊκό και το ειδωλολατρικό θυσιαστήριo (Α' Κορ. ι' 16-21).

 Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται πώς η τέλεση της θείας ευχαριστίας την οποία παρήγγειλε ο Xριστός να τελούμε πάνω στο Χριστιανικό θυσιαστήριo (Εβρ. ιγ' 10), είναι η «θυσία καθαρά», η οποία προφητεύτηκε (Μαλαχ. α' 11). Δεν είναι επανάληψη της θυσίας του Xριστoύ, αλλά μυστηριακή μετοχή στη μία και μοναδική θυσία, ώστε τα επί μέρους μέλη (Ρωμ. ιβ' 5. Έφεσ. δ' 25) να ενώνονται και να συγκροτούν το ένα σώμα (Εφεσ. δ' 4. Α' Κορ. ι' 17).

Η Ιερωσύνη, γενική και ειδική στην Εκκλησία του Χριστού π ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ



Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ
π ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ  


H Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται τη γενική ιεροσύνη τού λαού τού Θεού (Α' Πέτρ. β' 9. Αποκ. α' 6. ε' 10. κ' 6), η οποία υπήρχε και στην Παλαιά Διαθήκη (Έξοδ. ιθ' 6). Όμως αυτή η γενική ιεροσύνη δεν απέκλειε την ύπαρξη και ειδικήςιεροσύνης, πού αποσκοπούσε στην οικοδομή τού λαού και στην άσκηση της θείας λατρείας (Έξοδ. κη' 1. κθ' 9. λ' 30. μ' 12-13).

Η Εκκλησία μας δεν αμφισβητεί πως η ιεροσύνη τού Χριστού είναι αμετάθετη και πώς δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει άλλο είδος ιεροσύνης (Έβρ. Ζ' 23-26). Αυτό όμως δεν αποκλείει την ύπαρξη «ιεροσύνης» με σχετική έννοια, σαν «μετοχή» στη μία και μοναδική ιεροσύνη τού Χριστού. Η αγία Γραφή κάνει λόγο για «ιερείς» της Καινής Διαθήκης οι οποίοι δεν θα έχουν σχέση με την Ααρωνική ιεροσύνη και θα προέρχονται από τα έθνη (Ησ. ξστ' 18-21). Οι ιερείς αυτοί θα διακονούν στο χριστιανικό θυσιαστήριο (Εβρ. ιγ' 10. Α' Κορ. ι' 21) και θα προσφέρουν «θυσίαν καθαράν» (Μαλαχ. α' 11).

Οι ιερείς της Καινής Διαθήκης δεν έχουν δική τους ιεροσύνη, ανεξάρτητα από την ιεροσύνη τού Χριστού. Όπως ακριβώς η θεία ευχαριστία πού τελείται στην Εκκλησία αποτελεί «μετοχή» στη θυσία τού Γολγοθά , έτσι και η ιεροσύνη της Εκκλησίας αποτελεί «μετοχή» στην ιεροσύνη τού Χριστού πού είναι μοναδική.

Οι ιερείς της Εκκλησίας είναι διάκονοι και οικονόμοι των μυστηρίων τού μόνου Αρχιερέως (Α' Κορ. γ' 5-9. δ' 1. Τίτ. α' 7. Α' Πέτρ. δ' 10). Ο Χριστός είναι ο μόνος μεσίτης μέσω Αυτού επιτυγχάνεται η συμφιλίωση με τον Θεό (Ιω. δ' 6.13-14. Α' Τιμ. β' 5).

Η Ορθόδοξη Εκκλησία συνεχίζει την αποστολική παράδοση. Στην ιεροσύνη διακρίνει τρεις βαθμούς: το διάκονο, τον πρεσβύτερο και τον επίσκοπο.

Παναγία, Θεοτόκος, Παρθένος ΜαρίαΠ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ



ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ

Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΜΑΡΙΑ
Π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ


Η Ορθόδοξη Εκκλησία παραδέχεται την παρθένο Μαρία αληθινά Θεοτόκο και κηρύττει την αειπαρθενία της δηλαδή έμεινε παρθένος, όχι μόνο κατά τη γέννηση του Xριστoύ, αλλά και μετά από αυτήν.

Η παρθένος Μαρία δεν γέννησε βέβαια τη θεία φύση τού Χριστoύ. Όμως στα σπλάχνα της ενώθηκε πραγματικά ο Θεός με τον άνθρωπο, η θεία και η ανθρώπινη φύση. Έτσι η παρθένος Μαρία έγινε το εργαστήριo της θεανθρώπινης ένωσης και είναι αληθινά Θεοτόκος (Λουκ. α' 35. 43. 68. 76, πρβλ Μαλαχ. γ' 1).

Ο Xριστός δεν είχε δύο πρόσωπα, αλλά ένα. Γι' αυτό λέμε πώς αυτό πού συμβαίνει στη μία Του Φύση, συμβαίνει σε Αυτόν τον ίδιο. Ότι συμβαίνει στο σώμα Του συμβαίνει σε Αυτόν τον ίδιο, γιατί ήταν πραγματικά δικό Του σώμα (πρβλ Πράξ. κ' 28).

Έτσι λέμε πώς η παρθένος Μαρία έγινε πραγματικά «μήτηρ τού Κυρίου», δηλαδή αληθινή Θεοτόκος (Λουκ. α' 43).

Το Άγιο Χρίσμα † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ 
ΤΟ ΑΓΙΟ ΧΡΙΣΜΑ

Πιστεύουμε πως με το Άγιο Πνεύμα ο άνθρωπος ανακαινίζεται και ζωογονείται (Τιτ. γ' 3-7)- η αγάπη του Θεού εκχύνεται στην καρδιά του (Ρωμ. ε' 5) και τον μεταβάλλει σε «τέκνο Θεού» και «συγκληρονόμο Χριστού» (Ρωμ. η' 15-17).

Με το Άγιο Πνεύμα ο άνθρωπος αγιάζεται καθολικά, όχι μόνο στο πνεύμα αλλά και στο σώμα- γίνεται περιουσία του Θεού, ναός του Θεού του Υψίστου (Ιεζ. λστ' 26-27. Ρωμ. η' 11. Α' Κορ. γ' 16-17. Ίακ. δ' 5). Ο πιστός, ενδυόμενος την πανοπλία του Αγίου Πνεύματος, εισέρχεται στον αγώνα της πνευματικής ζωής (Έφεσ. στ' 10-18).


Στους αποστολικούς χρόνους η μετάδοση του Αγίου Πνεύματος γινόταν με την επίθεση των χειρών των αποστό
λων (Πράξ. η' 14-17. ιθ' 1-6. Έβρ. στ' 1-4). Όμως στην αγία Γραφή υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση ιερού μύρου, που ήταν γνωστό από την Παλαιά Διαθήκη (Έξοδ. κθ' 7. Λ' 22-31. μ' 9-17. Α' Βασιλ. Α'/Σαμ. Γ 1. ιστ' 13. Γ/Α' Βασιλ. α' 39. πρβλ. Έβρ. Γ 1). «Ο δε βεβαιών ημάς μεθ' υμών εις Χριστόν, και ο χρίσας ημάς Θεός, όστις και εσφράγισεν ημάς και έδωκε τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίας υμών» (Β' Κορ. α' 21-22).
 
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θεόφιλου, επισκόπου Αντιοχείας (γύρω στο 180 μ.Χ.), το όνομα χριστιανός αναφέρεται στο άγιο Χρίσμα: «λοιπόν εμείς εξ αιτίας αυτού ονομαζόμεθα χριστιανοί, επειδή χριόμεθα με έλαιον Θεού» (Προς Αυτόλ., Α 12).
 
Ο Τερτυλλιανός († 220) αναφέρει: «εξερχόμενοι από το λουτρό του βαπτίσματος, χριόμεθα με το ευλογημένο Χρίσμα, το όποιο προκύπτει από την παλαιά διδασκαλία, όπου συνηθιζόταν η χρίση των ιερέων με έλαιο από το κέρας• από την εποχή που ο Ααρών χρίσθηκε από το Μωϋσή (Εξοδ. κθ' 7.21. Λευιτ. η' 2.12) και ονομάσθηκε Χριστός, έγινε με πνευματική έννοια εκείνο που έδωσε το όνομα στον Χριστό Κυρίου. Διότι εχρίσθη από τον Πατέρα διά του Αγίου Πνεύματος... Έτσι και σε μάς χύνεται μεν το χρίσμα στο σώμα, αλλά ωφελεί με πνευμαπκό τρόπο. Έτσι γίνεται και με την υλική πράξη του 'ίδιου του βαπτίσματος, που συνίσταται στο ότι εμβαππζόμενοι στο νερό γινόμαστε πνευματικοί, επειδή απαλλασσόμεθα από τις αμαρτίες. Μετά από αυτό ακολουθεί η επίθεση των χειρών, με την οποία γίνεται επί-κληση και προσκαλείται να κατέλθει το Άγιο Πνεύμα» (Τερτυλ., Περί βαπτ. 7-8).

Η εξομολόγηση † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

 Η ιερή εξομολόγηση ήταν πράξη γνωστή στην Παλαιά Διαθήκη (Λευϊτ. ε' 5-6. Άριθ. ε' 5-7. Παροιμ. κη' 13). Γι' αυτό και οι άνθρωποι προσέρχονταν στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους, ενώ εκείνος πιστοποιούσε την μετάνοιά τους με το βάπτισμα (Ματθ. γ' 5-6. Μάρκ. α' 4-5).

Η πράξη αυτή συνεχίσθηκε και στη χριστιανική Εκκλησία- «πολλοί των πιστευσάντων ήρχοντο εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών και φανερώνοντες τας πράξεις αυτών» (Πράξ. ιθ' 18) με αποτέλεσμα να συγχωρούνται από τούς αποστόλους, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου, πώς θα δινόταν στους αποστόλους η εξουσία αυτή (Ματθ. ιστ' 19. ιη' 18). Αυτό εκπληρώθηκε μετά την ανάσταση του Χριστoύ. Η συγχώρηση δεν βασιζόταν φυσικά στη δύναμη των απoστόλων, αλλά «εν τω αίματι» του Κυρίου (Ιω. κι' 21-23. Α' Ιω. α' 7).

Ο εξομολόγος χρησιμοποιείται ως όργανο, ως υπηρέτης του Χριστού και οικονόμος των μυστηρίων του Θεού (Α' Κορ. δ' 1. πρβλ Τίτ. α' 7. Α' Ιω. α' 9- β' 2).

Στην αρχαία Εκκλησία η εξομολόγηση γινόταν δημόσια στην ιερή σύναξη των πιστών, όπου βέβαια ήταν και το ιερατείο και ο επίσκοπος, ο οποίος έδινε την άφεση. «Όλους όσοι μετανοούν τούς συγχωρεί ο Κύριος, εάν μετανοήσουν εις ενότητα Θεού και εις συνέδριον επισκόπου», λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιγνάτιος (Ιγν., Φιλαδ. 8,1), ενώ η «Διδαχή» προτρέπει: «Εν Εκκλησία εξομολογήση τα παραπτώματά σου, και ου προσελεύση επί προσευχή σου εν συνειδήσει πονηρά, αύτη εστίν η οδός της ζωής» (Διδ. 4,14).

Ο άγιος Κυπριανός τονίζει πώς ο αμαρτωλός γίνεται πάλι δεκτός στην εκκλησιαστική κοινωνία, δηλαδή στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας «δια της επιθέσεως των χειρών του επισκόπου και του ιερατείου», αφού προηγουμένως εξομολογηθεί (Κυπρ. επιστ. 16,2), δεν επιτρέπει την θεία κοινωνία σε κανένα, «εάν προηγουμένως ο επίσκοπος και το ιερατείο δεν επιθέσουν την χείρα επάνω του» (επιστ. 18,2), η «άφεση», λέγει, πού έγινε «δια των ιερέων» είναι «αρεστή στον Κύριο» (De lapsis 29).

Ο Ωριγένης θεωρεί σαν φυσικό επακόλουθο, «σύμφωνα με την εικόνα εκείνου πού έδωσε την ιεροσύνη στην Εκκλησία, να αναδέχονται και οι λειτουργοί και ιερείς της Εκκλησίας τα αμαρτήματα του λαού και μιμούμενοι τον Διδάσκαλο, να παρέχουν στο λαό την άφεση των αμαρτιών»(Ωριγ., Εις Λευίτ., Ομιλ ν, 3).

Ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στην εξομολόγηση κατά την απoστoλική Εκκλησία (Πράξ. ιθ' 18) και συμπεραίνει πώς «είναι ανάγκη να εξομολογούμεθα τα αμαρτήματα εις τούς εμπεπιστευμένoυς την οικονομίαν των μυστηρίων του Θεού» (Α' Κορ. δ' 1), επειδή και οι πρώτοι χριστιανοί «εξομολογούντο εις τούς αποστόλους, οι οποίοι και εβάπτιζον άπαντες» (Μ. Βασιλ, Όροι κατ' επιτ. 288).

Ο άγιος Ιωάννης ο Xρυσόστoμoς αναφέρει για τούς ιερείς: «Ενώ κατοικούν και περιφέρονται ακόμη εις την γην, ανέλαβον την διεύθυνσιν ουρανίων υποθέσεων με εξουσίαν πού δεν έδωσεν ο Θεός ούτε εις τούς αγγέλους, ούτε εις τούς αρχαγγέλους. Δεν είπε πραγματικά προς τούς αγγέλους, [όσα δέσετε εις την γην, θα είναι δεμένα και εις τούς ουρανούς, και όσα λύσετε εις την γην, θα είναι λυμένα εις τους ουρανούς]... ο δεσμός όμως των ιερέων εγγίζει την ιδίαν την ψυχήν και διαβαίνει προς τούς ουρανούς, και όσα ενεργούν κάτω οι ιερείς, τα επικυρώνει άνω ο Θεός. Ο Δεσπότης εγκρίνει την απόφασιν των δούλων. Μήπως δεν τούς έδωσεν ολόκληρον την ουράνιον εξουσίαν; Τούς είπεν, όποιων τάς άμαρτίας κρατήσετε, θα είναι κρατημέναι» (Χρυσ., Περί Ιερωσ. Λόγος γ' 5).

Η Ορθόδοξη λοιπόν Εκκλησία συνεχίζει αυτή την πρωτοχριστιανική παράδοση της εξομολόγησης ενώπιον του πνευματικού.


ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ

Το ευχέλαιο † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΤΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟ


Ο Xριστός έδωσε στoύς μαθητές του εξουσία «να θεραπεύουν κάθε ασθένειαν και κάθε αδυναμίαν» (Ματθ. ι' 1). Εκείνοι άλειφαν πολλούς ασθενείς με λάδι και τούς θεράπευαν (Μάρκ. στ' 13).

Αυτή η θεραπευτική δύναμη έμεινε κατά την επιθυμία του Κυρίου προνόμιο της Εκκλησίας: «Ασθενεί τις μεταξύ σας; ας προσκαλέσει τούς πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, και ας προσευχηθούν επ' αυτόν, αλείψαντες αυτόν με έλαιον στο όνομα του Κυρίου. Και η μετά πίστεως ευχή θα σώσει τον πάσχοντα, και ο Κύριος θα τον εγείρει, και αν έπραξε αμαρτίες, θα του συγχωρηθούν» (Ιακ. ε' 14-15).

Το μυστήριo τελείται από «τούς πρεσβυτέρους της Εκκλησίας». Τα στoιχεία του μυστηρίoυ είναι η χρίση του ελαίου και η προσευχή «μετά πίστεως», δεν είναι δηλαδή κάτι μαγικό, απαιτεί συμμετοχή. Τη σωτηρία θα την φέρει ο Κύριος με το εξιλαστήριo αίμα Του. Και θα είναι όχι μόνο σωματική, αλλά και ψυχική.

Η συγχώρηση των αμαρτιών δεν σημαίνει εδώ αντικατάσταση του μυστηρίoυ της ιεράς εξομολογήσεως, γιατί το ευχέλαιο συνδυάζεται με την εξομολόγηση. Ούτε πάλι σημαίνει εξαναγκασμό του Θεού για σωματική υγειά. Είναι περισσότερο το μυστήριo της αγάπης της Εκκλησίας προς τον πάσχοντα. Με αυτό το μυστήριo εμπιστευόμαστε πλέον τον αδελφό ολοκληρωτικά στην πρόνοια και στην αγάπη του Θεού.

To μυστήριον του Γάμου† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ


Ο Θεός δεν δημιούργησε άτομα, αλλά κοινωνία προσώπων μέσα στον Αδάμ υπήρχε ήδη η Εύα (Γέν. α' 27. β' 18-25. Ματθ. ιθ' 3-6).

Ο ίδιος ο Θεός, με την ευλογία του πρώτου ζεύγους, ακόμη πριν από την πτώση, συνέστησε το μυστήριo του γάμου (Γεν. α' 28). Μέσα στο γάμο εκφράζεται η μία ανθρώπινη φύση, στην οποία μετέχουν οι σύζυγοι σαν ξεχωριστά πρόσωπα: «και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» (Γέν. β' 24).

Έτσι ο Θεός με την αγαθότητά Του θέσπισε το γάμο, μέσα στον οποίο οι σύζυγοι ξεπερνούν τον εαυτό τους, ακόμη και μετά την πτώση, και διδάσκονται την επιστρoφή στην ενότητα, η οποία συνεχώς ευρύνεται και αγκαλιάζει όλο και περισσότερα πρόσωπα.

Ο γάμος πού Τελείται «εν Κυρίω» (Α' Κορ. Ζ' 39) προσλαμβάνεται σαν δεσμός στο σώμα της Εκκλησίας και έτσι δεν εκφράζει απλώς την ένωση του Χριστoύ με την Εκκλησία, αλλά ο ίδιος ο δεσμός του γάμου «εν Κυρίω» γίνεται Εκκλησία: «εγώ δε λέγω εις Xριστόν και εις την Έκκλησίαν» (Εφεσ. ε' 23).

Η διαφορά μεταξύ του φυσικού δεσμού και του γάμου «εν Κυρίω» είναι ακριβώς αυτή: ότι με το μυστήριo, η Εκκλησία προσλαμβάνει το δεσμό αυτό στο σώμα Της και τον εντάσσει στην υπηρεσία της αιώνιας αγάπης. Οι σύζυγοι ξεπερνούν τον εγωκεντρισμό τους και ξανατοποθετούνται στο δρόμο πού οδηγεί στην κοινωνία προσώπων, στην ενότητα της μιας ανθρώπινης Φύσης, «εις Xριστόν και εις την Εκκλησίαν».

Ο γάμος ο «εν Κυρίω» ευλογείτο στην πρώτη Εκκλησία από τον επίσκοπο ή τουλάχιστoν από τούς πρεσβυτέρους πού είχαν την άδεια του επισκόπου. Mάλιστα η τέλεση του γάμου συνδεόταν με τη θεία ευχαριστία.

«Μετά γνώμης του επισκόπου την ένωσιν ποιείσθαι, ίνα ο γάμος η κατά Κύριον, και μη κατ' επιθυμίαν» (Ιγν., επιστ. προς Πολύκ. V).

Σ' ένα τέτοιο γάμο η σαρκική ένωση ευλογείται και όλα έχουν μέσα στην Εκκλησία πνευματικό περιεχόμενο: «Ο δε και κατά σάρκα πράσσετε, ταύτα πνευματικά εστίν, εν Ιησού γαρ Χριστώ πάντα πράσσετε» (Ιγν., Εφεσ. 8,2).

Το γεγονός της τέλεσης του γάμου στα πλαίσια της θείας ευχαριστίας βεβαιώνει ο Τερτυλλιανός (Ad uxorem βιβλ. 2,9. Pr. haer. 40).

Ο δε Μ. Βασίλειος σημειώνει: «ο δεσμός της φύσεως και ο ζυγός δια της ιερολογίας, ας είναι ένωσις των μακράν άπεχόντων» (Βασ., εις εξαήμ. ζ' 5). «Στην Εκκλησία δεν πραγματοποιείται φυσικός συζυγικός δεσμός, αλλά άγιο μυστήριο γάμου» (Αυγουστ., Πίστις καί έργα 7,10).

 
† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων

Γιατί τιμούμε τους Αγίους; † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΟΙ ΑΓΙΟΙ

Το θέμα αυτό είναι πολύ βασικό, γιατί όλες οι προτεσταντικές αιρέσεις ασκούν σφοδρότατη κριτική εναντίον της Εκκλησίας μας, υποστηρίζοντας πως εμείς λατρεύουμε τους αγίους και προσβλέπουμε σ' αυτούς για σωτηρία, όχι στον Σωτήρα Χριστό!
Είναι λοιπόν ποιμαντική ανάγκη να εξηγήσουμε με ποια έννοια η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τους αγίους και πού τελικά μεταβαίνει αυτή η τιμή. Να τονίσουμε σε ποια σχέση βρισκόμαστε εμείς με τους αγίους και τι συνεπάγεται αυτή η σχέση. Πρέπει ακόμη να απαντήσουμε στην ένσταση των προτεσταντών, ότι οι άγιοι δεν είναι πανταχού παρόντες και συνεπώς δεν ακούουν τις προσευχές μας. Να ερμηνεύσουμε τα θαύματα που επιτελούν οι άγιοι και να τα κατοχυρώσουμε αγιογραφικά- να αναφερθούμε στην πρώτη Εκκλησία, για να διαπιστώσουμε αν υπήρχε σ' αυτήν η τιμή των αγίων και προ παντός, να καταστήσουμε φανερή τη διάκριση μεταξύ τιμής και λατρείας, λατρευτικής προσκύνησης και προσκύνησης σαν εκδήλωση τιμής και αγάπης, που αποδίδεται από μέρους μας στους αγίους.
Κατά την πίστη της Εκκλησίας μας οι άγιοι αντικατοπτρίζουν τη δόξα του Κυρίου (Β' Κορ. γ' 18) και ακτινοβολούν το άκτιστο φως του Θεού (Ματθ. ε' 14. Ιω. η' 12. Εφεσ. ε' 8. Κολ. α' 12. Αποκ. κβ' 5).
Η δόξα των αγίων και των αγγέλων δεν είναι ανεξάρτητη από τη δόξα του Χριστού, γιατί είναι μέλη του σώματος Αυτού (Έφεσ. α' 23. δ' 16. ε' 23. Κολ. α' 18.24). Ονομάζονται αγαπητοί του Θεού (Β' Παραλ./Χρον. κ' 7. Ησ. μα' 8), φίλοι του Θεού (Ψαλμ. ρλη' 17, κατά τους Ο'. Ιω. ιε' 14. Ιακ. β' 23), αδελφοί του Χριστού (Ματθ. ιβ' 50). Είναι ναός και κατοικητήριο του Θεού (Α' Κορ. γ' 16-17. στ' 19. Β' Κορ. στ' 16), τέκνα Θεού (Ιω. α' 12. Γαλ. γ' 26-27), κληρονόμοι και συγκληρονόμοι του Χριστού (Ρωμ. η' 17). Το μνημόσυνο των άγιων είναι αιώνιο (Ψαλμ. ρια/ριβ' 1-9. Παροιμ. Γ 7. Εβρ. ια' 4-38).
Ο ίδιος ο Θεός, μέσω του αγίου Σώματος του Χριστού, έρχεται σε προσωπική κοινωνία με τον άνθρωπο και του μεταδίδει την αγιότητα. Πρόκειται για την αγιότητα του Σώματος του Χριστού, όχι για την αγιότητα του ανθρώπου, ανεξάρτητα από την κοινωνία του με τον Χριστό (Ιω. ιδ' 23. Α' Κορ. γ' 5-17. στ' 19. Β' Κορ. στ' 16. Εφεσ. β' 22). Έτσι ο Χριστός θριαμβεύει μέσω των αγίων (Ίω. κα' 19. Β' Κορ. β' 14).

Εκκλησία και μνημόσυνα † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας


† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΤΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται τα μνημόσυνα και γενικά τις προσευχές υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών. Η πίστη σε προσωπική ύπαρξη μετά θάνατο και ο τρυφερός δεσμός της αγάπης πού μας συνδέει με τούς απελθόντες αδελφούς δικαιώνει τα μνημόσυνα.

Η επουράνιος Εκκλησία δέχεται τις παρακλήσεις μας και «μεσιτεύει» για μας στον Θεό. Αλλά και εμείς, η επί γης Εκκλησία, όντας ενωμένοι με τούς απελθόντες αδελφούς στο ένα σώμα τού Χριστού, παρακαλούμε γι' αυτούς και τελούμε υπέρ αυτών τη θεία ευχαριστία, η οποία συναθροίζει στο λειτουργικό χώρο ολόκληρη την Εκκλησία, πραγματώνοντας συνεχή επικοινωνία και αλληλεπίδραση. Η θεία ευχαριστία προσφέρεται «υπέρ της Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας» και ωφελεί με τη χάρη της τούς πάντες.

Ήδη από τη μεταποστολική Εκκλησία οι Χριστιανοί συναθροίζονταν στους τάφους των μαρτύρων την ημέρα της μνήμης των και τελούσαν τη θεία εύχαριστία (πρβλ. Μαρτύριο αγ. Πολυκάρπου 18). Την τέλεση της θείας ευχαριστίας υπέρ των κεκοιμημένων μαρτυρούν ο Τερτυλλιαvός (Περί στεφάνου τού στρατ. 3. Περί τού μοναδ. γάμου 10. Περί προσευχής 28), ο Κυπριανός (Έπιστ. 1,2) και οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας.

Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, αναλύοντας τη θεία λειτουργία στους νεοφώτιστους, υπογραμμίζει ότι σ' αυτήν μνημονεύουμε τούς «πατριάρχας, προφήτας, αποστόλους, μάρτυρας, δια να δεχτεί ο Θεός την δέησίν μας με τας ευχάς και τας πρεσβείας των. Ύστερα μνημονεύομεν και τούς προκεκοιμημένους αγίους πατέρας και επισκόπους, και πάντων απλώς των ημίν προκεκοιμημένων, πιστεύοντες ότι μεγίστη ωφέλεια «όνησις» θα γίνη εις τας ψυχάς, διά τας οποίας αναφέρεται η δέησις της αγίας και φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας» (Μυστ. κατήχ. Ε' 9).

Με το ίδιο πνεύμα προσθέτει ο άγιος Iωάννης ο Χρυσόστομος: «Ας βοηθώμεν λοιπόν αυτούς και ας τελώμεν υπέρ αυτών μνημόσυνα. Διότι εάν τα παιδιά τού Ιώβ εκαθάριζεν η θυσία τού πατρός, διατί αμφιβάλλεις διά ,το ότι, εάν προσφέρωμε και ημείς υπέρ των απελθόντων, δίδεται εις αυτούς κάποια παρηγορία «παραμυθία τις » (Ιω. Χρυσοστ., Είς Α' Κορ. Λόγ. ΜΑ 6).

Η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει πώς οι προσευχές και τα μνημόσυνα δεν εξαναγκάζουν τον Θεό, ούτε βεβαιότητα σχετικά με τα αποτελέσματα. Εξάλλου η Ορθόδοξη Εκκλησία απορρίπτει τη διάκριση μεταξύ πρόσκαιρων και αιωνίων ποινών. Η άποψη πώς οι αιώνιες ποινές εξαγοράζονται με το αίμα του Χριστού, ενώ οι πρόσκαιρες δεν εξαγοράζονται, δεν ανταποκρίνεται στην ορθόδοξη πίστη. Εμείς πιστεύουμε πώς το αίμα τού Χριστού καθαρίζει «κάθε αμαρτία» (Α' δημιουργούν οποιαδήποτε Ιω. α' 7).

Έτσι η Ορθοδοξία περιφρουρείται τόσο απέναντι των Προτεσταντών όσο και απέναντι των Ρωμαιοκαθολικών, πού κάνουν αυτή τη διάκριση και κηρύττουν το «καθαρτήριο πυρ». Σαν καθαρτήριο πυρ δεχόμαστε μόνο τη φωτιά, πού θα ανακαινίσει τον κόσμο, σύμφωνα με το λόγο της Γραφής (Β' Πέτρ. γ' 7).

 Π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
Γ' ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1994

Τα τίμια Λείψανα † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΤΑ ΤΙΜΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ
Πιστεύουμε πως το σώμα του ανθρώπου, που προσλαμβάνεται στην Εκκλησία, γίνεται δοχείο της άκτιστης θείας ενέργειας, χριστοφόρο και πνευματοφόρο: «Ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού εστίν;.... η ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν, ου έχετε από Θεού, και ουκ έστε εαυτών;... δοξάσατε τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστι του Θεού» (Α' Κορ. στ' 15-20), «Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη. Πιστός ο κάλων υμάς, ος και ποιήσει» (Α' Θεσ. ε' 23-24).
Το ανθρώπινο σώμα εξυψώνεται μέσα στην Εκκλησία και έχει αιώνιο προορισμό. Ο Χριστός θα «μετασχηματίσει», δηλαδή θα μεταμορφώσει το ταπεινό μας σώμα, ώστε να γίνει «σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού», να λάβει την ίδια μορφή προς το ένδοξο σώμα του Κυρίου και αυτό θα γίνει κατα τη δευτέρα παρουσία, «με την ενέργειαν, με την οποία δύναται και να υποτάξει τα πάντα εις τον εαυτόν Του» (Φιλιπ. γ' 21). 
Η δόξα των αγίων λειψάνων αποτελεί προεικόνιση αυτής της νέας, της δοξασμένης κατάστασης του σώματος. Η τιμή που αποδίδεται σ' αυτά στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί ακόμη μαρτυρία της πίστης μας στην καθολική δόξα τού ανθρώπου (Α' Θεσ. ε' 23-24).
 
Η αγιαστική χάρη εκφράζεται στα ιερά λείψανα με ευωδία, για την οποία κάνει λόγο η Αγία Γραφή (Β' Κορ. β' 15. Πρβλ. Ήσ. ξστ' 14) και επιτελεί θαύματα (Δ/Β' Βασιλ. ιγ' 20-21). Η ίδια χάρη μεταδίδεται στα αντικείμενα, τα όποία έρχονται σε επαφή με το σώμα των αγίων, με αποτέλεσμα τη θαυματουργία (Δ/Β' Βασιλ. β' 8-14. Ματθ. θ' 20-22. Μάρκ. στ' 13. Πράξ. ιθ' 12).
Με βάση την καταγωγή μας από τον Αδάμ βρισκόμαστε σε διάσταση με τη δημιουργία του Θεού (Γέν. γ' 17-19)-όμως ο άνθρωπος της χάριτος του Θεού ακτινοβολεί ειρήνη και μεταδίδει ευλογία, ακόμη και με τη σκιά του (Πράξ. ε' 15-16).
Ο ίδιος ο Θεός λοιπόν τιμά τα λείψανα των άγιων ανθρώπων και τα εμποτίζει με την άκτιστη θεία Του χάρη. Γι' αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδει πμή σ' αυτα και τα θέτει κάτω από το ιερό θυσιαστήριο (Έβρ. ιγ' 10), μιμούμενη στο θέμα αυτό το ουράνιο, το αχειροποίητο θυ¬σιαστήριο (Αποκ. στ' 9)• γιατί τα δικά μας θυσιαστήρια, είναι «αντίτυπα των αληθινών», δηλαδή εκείνου του ουράνιου θυ¬σιαστηρίου (Έβρ. θ' 24).
Η πρώτη Εκκλησία τιμούσε τα ιερά λείψανα. Το Μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου († 156) μάς πληροφορεί πως θεωρούνταν «τιμιώτερα λίθων πολυτελών και δοκιμώτερα υπέρ χρυσίον» (Μαρτ. Πολυκ.18).
Οι πιστοί συναθροίζονταν στους Τάφους των μαρτύρων, για να τελέσουν τη θεία ευχαριστία και να γιορτάσουν τη μνήμη των αγίων. Αυτό μεταδόθηκε στη μετέπειτα εποχή, δεν υπάρχει μαρτυρία που να μας πληροφορεί πως η τιμή των αγίων λειψάνων δεν ήταν καθολικά αποδεκτή.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390) υπογραμμίζει τα πολλά θαύματα που γίνονταν με τα τίμια λείψανα του αγίου Κυπριανού, «όταν υπάρχη η πίστις», λέγει και προσθέτει πως αυτό το γνωρίζουν «όσοι έλαβαν πείραν και έχουν μεταδώσει το θαύμα και εις ημάς και θα το παραδώσουν και εις το μέλλον» (Λόγος κδ' 18, εις τον άγιον Κυπρ.).

Οι άγιες εικόνες † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Ο Θεός είναι αόρατος και απρόσιτος, άγνωστος κατά την ουσία (Εξοδ. λγ' 20. Α' Τιμ. α' 17. στ' 16. Α' Ιω. δ' 12), δεν είναι δυνατό να εικονισθεί (Δευτερ. δ' 12). Όμως ο Υιός του Θεού σαρκώθηκε (Ιω α' 14. Κολ. β' 9)• φανέρωσε την εικόνα του Θεού (Ματθ. ια' 27. Λουκ \ 22. Ιω. α' 18. ιδ' 9. Β' Κορ. δ' 4. Κολ. α' 15). Άρα μπορούμε να τον εικονίσουμε και να διακηρύξουμε την πίστη μας στη Θεανθρωπότητα του Κυρίου.
Από το άλλο μέρος η ενανθρώπηση του Χριστού αποκαλύπτει την αληθινή φύση του άνθρωπου, που είναι σύμμορφος προς την εικόνα του Θεού (Α' Κορ. ιε' 49. Β' Κορ. γ' 18). Έτσι οι εικόνες των αγίων αναφέρονται στην «καινή κτίση», στον «καινό άνθρωπο» και αποτελούν μαρτυρία της χριστιανικής ελπίδας για τη νέα εν Χριστώ πραγματικότητα (Ησ. ξε' 14-17. ξστ' 22. Β' Κορ. ε' 17. Γαλ. στ' 15. Εφεσ. β' 15. δ' 24. Β' Πέτρ. γ' 13. Αποκ. κα' 5).
Αλλά η «καινή κτίσις» την οποία προσμένουμε, δεν αναφέρεται μόνο στον άνθρωπο- περιλαμβάνει ολόκληρη τη δημιουργία (Ρωμ. η' 21). Έτσι η κατασκευή και η τιμή των εικόνων στην Εκκλησία δεν γίνεται μόνο «προς πίστωσιν της αληθινής και ου κατά φαντασίαν του Θεού Λόγου ενανθρωπήσεως...» (όρος Ζ' Οικ. Συνόδου), δεν αποτελεί μόνο προεικόνιση και μαρτυρία του «καινού ανθρώπου», αλλά διακήρυξη και μαρτυρία της πίστης μας στην καθολική μεταμόρφωση και δόξα της κτίσης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία κηρύσσει «Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών και τους Αυτού αγίους... τον μεν ως Θεόν και Δεσπότην, προσκυνούντες και σέβοντες, τους δε (αγίους), διά τον κοινόν Δεσπότην, ως Αυτού γνησίους θεράποντος τιμώντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες» (Συνοδικόν της Όρθοδοξίας). Αυτή η τιμή πραγματοποιείται «εν λόγοις, εν συγγραφαίς,... εν ναοίς, εν εικονίσμασι» (Συνοδικόν της Όρθοδοξίας).
Η διαφορά λοιπόν μεταξύ της τιμής του Δεσπότου Χριστού και των αγίων είναι φανερή, τον ένα τιμούμε «ως Θεόν και Δεσπότην», του απονέμουμε δηλαδή λατρεία, τους άλλους τους τιμούμε σαν πιστούς υπηρέτες του Κυρίου. «Όσω γαρ συνεχώς δι' εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται εις την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει.... Η γαρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αύτη του εγγραφόμενου την υπόστασιν» (Όρος Ζ' Οικ. Συνόδου)

Η Αγία Τριάδα † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας


† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ
Πιστεύουμε σε ένα Θεό, που είναι τέλειος και όχι ατε­λής. Η μία θεία ουσία είναι απλή και όχι σύνθετη. Γι' αυτό και όταν λέμε πως πιστεύουμε σε Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα, δεν εννοούμε τρεις θεούς, αλλά Ένα: Μία Ουσία σε τρεις Υποστάσεις.
Ο Πατέρας είναι η μοναδική αιτία και η μοναδική πη­γή, από την οποία πηγάζει η θεία ύπαρξη του Υιού διά της προαιώνιου γεννήσεως, και του Αγίου Πνεύματος διά της προαιώνιου εκπορεύσεως. Τα τρία πρόσωπα της μιας Θεότη­τας αλληλοϋπάρχουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως συγχέον­ται· «Εγώ εν τω πατρί και ο Πατήρ εν εμοί» (Ιω. ιδ' 10-11). Αυτό το «εγώ», σε αντιπαραβολή με το «ο Πατήρ», δηλώνει πως πρόκειται για δύο πρόσωπα, όχι για ένα. Το ίδιο και η δήλωση του Ιωάννη: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν... Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν... Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. α' 1.14).
Ιδιαίτερο πρόσωπο είναι επίσης και το Άγιο Πνεύμα. Η λέξη «πνεύμα» έχει στη Γραφή πολλές έννοιες· σημαίνει βέβαια και τη δύναμη του Θεού (Κριταί ια' 29. ιδ' 6), αλλά και ο ίδιος ο Κύριος ονομάζεται δύναμη (Ματθ. κστ' 64). Υπάρχουν ακόμη εδάφια που διακρίνουν το Άγιο Πνεύμα από τη δύναμη του Θεού (Mιx. γ' 8. Πράξ. ι' 38. Ρωμ. ιε' 13. Α' Κορ. β' 4. Β' Κορ. στ' 6-7. Α' Θεσ. α' 5).
Οι Θείες Υποστάσεις διακρίνονται με το διαφορετικό τρόπο που μεταδίδεται σ' Αυτές η κοινή Θεία ουσία από τη μία «πηγή» (γέννηση-εκπόρευση). Όμως γίνεται διάκριση μεταξύ της προαιώνιας εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα και της αποστολής του για χάρη της σωτη­ρίας του ανθρώπου μέσα στην ιστορία (θεία οικονομία). Έ­τσι το Πνεύμα το Άγιο εκπορεύεται, δηλαδή έχει την αιτία της αϊδίου υπάρξεώς Του από τον Πατέρα και στέλλεται σε μάς διά του Υιού, προκειμένου να τελειώσει το έργο του Υιού (Ιω. ιδ' 26. ιε' 26).
Θα ήταν βλάσφημο να πούμε πως το Άγιο Πνεύμα δεν συνδέεται άμεσα με τον Πατέρα, τη μόνη πηγή της Θεότητος. Το ίδιο άτοπο θα ήταν να πούμε πως με την αποστολή του Αγίου Πνεύματος δεν συμμετέχουν στο έργο της σωτηρίας ο Πατήρ και ο Υιός. Αντίθετα πιστεύουμε πως για τη σωτη­ρία του κόσμου αποστέλλεται το Άγιο Πνεύμα εκ του Πα­τρός διά του Υιού. Όπως η δημιουργία έγινε εκ του Πατρός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι, έτσι και η αναδημιουργία, δηλαδή η σωτηρία του κόσμου συντελείται με τη συμμετοχή και των τριών Θείων Προσώπων.
Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων
π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας, Δρ. Φιλοσοφίας

Η υπευθυνότητα προϋποθέτει ελευθερία...† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
Η ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ ΠΡΟΫΠΟΘΕΤΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ...
 Περί της πτώσεως του ανρθώπου 
"...Γιατί όμως ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπο από τη φύση του αναμάρτητο; Γιατί τότε ο άνθρωπος θα έμενε εξαναγκα­στικά σε κοινωνία με τον θεό και αυτό δεν θα ήταν έκφρα­ση αγάπης προς τον Δημιουργό του. «Διότι και εσύ τους δούλους δεν τους θεωρείς φίλους, όταν τους κρατάς δέσμι­ους, αλλ' όταν τους ιδής εκουσίως να εκτελούν τα καθήκο­ντα προς σε. Και εις τον Θεόν λοιπόν δεν αρέσει ό,τι φαίνε­ται εξ ανάγκης, αλλ' αυτό που επιτυγχάνεται διά της αρετής. Η δε αρετή επιτυγχάνεται με την ελευθέραν βούλησιν και όχι με αναγκαιότητα... Αυτός λοιπόν που κατηγορεί τον ποιητήν, διότι δεν μας έκαμεν εκ φύσεως αναμαρτήτους, δεν προτιμά τίποτε άλλο παρά την άλογον φύσιν από την λογικήν, και αυτήν που δεν κινείται και δεν έχει ορμήν από την προαιρετικήν και έμπρακτον» (Μ. Βασίλειος)."
*****
Ο άνθρωπος είναι τρεπτός και αλλοιωτός. Η άλογη δημιουργία δεν μπορεί να μεταβληθεί από την αρχική της θέση· «ο ουρανός και η γη έχει μπει σε τάξη από την αρχή της δημιουργίας, και ο ήλιος, η σελήνη και η γη» δεν έχουν «δικό τους θέλημα»· «Συ όμως γι' αυτό είσαι πλα­σμένος "κατ' εικόνα και ομοίωσιν", διότι όπως ο Θεός είναι αυτεξούσιος και κάνει ο,τι θέλει... έτσι και συ είσαι αυτεξούσιος και αν θέλεις καταστρέφεσαι. Η φύση σου μεταβάλλεται, εάν θέλεις να βλασφημήσεις, να κατασκευά­σεις δηλητήρια και να σκοτώσεις κάποιον, κανείς δεν σου αντιστέκεται και δεν σε εμποδίζει. Αν θέλει κάποιος, υπο­τάσσεται στο Θεό, βαδίζει το δρόμο της δικαιοσύνης (Β' Πέτρ, β' 21) και κυριαρχεί στις επιθυμίες του· διότι αυτός ο ίδιος ο νους είναι αντίπαλος, που μπορεί να κυριαρχεί με ρωμαλέο λογισμό στις ορμές της κακίας και στις αισχρές επιθυμίες» (Μακάριος ο Αιγύπτιος).
Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του και η υπευθυνότητα προϋποθέτει την ελευθερία. Γι' αυτό και στις πράξεις του ανθρώπου δεν υπάρχει εξαναγκασμός. Πηγή τους είναι η προσωπική βούληση. «Επειδή λοιπόν ο Θεός των πάντων εδημιούργησε την φύσιν μας ελευθέραν, τας ιδικάς του ιδιότητας φανερώνει και ενεργών κατά την ιδικήν του φιλανθρωπίαν, και γνωρίζων καλά και τα απόρρητα και τας ευρισκόμενος εις το βάθος της διανοίας μας σκέ­ψεις, προτρέπει, συμβουλεύει, προλαμβάνει την κακήν πράξιν όμως δεν επιβάλλεται αναγκαστικά, αλλά αφού επι­θέσει τα κατάλληλα φάρμακα, αφήνει να εξαρτάται το κάθε τι από την διάθεσιν του ασθενούς» (Χρυσόστομος).

Η φύση του κακού † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
Οι πατέρες της Εκκλησίας μιλούν για το κακό με τρεις έννοιες, με οντολογική έννοια, με την έννοια της αμαρτίας, και για το φυσικό κακό.
Το κακό δεν έχει οντολογική ύπαρξη. Είναι στέρηση του αγαθού και παρεκτροπή, από την κατά φύση κατάσταση στην παρά φύση. Τίποτε από όσα υπάρχουν δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κακό, γιατί όλα είναι κτίσματα του Τριαδι­κού Θεού. Ο Θεός εδημιούργησε τα πάντα χωρίς Αυτόν τί­ποτε δεν έγινε από όσα έχουν γίνει (Ιω. α' 3) «ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα...τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται και αυτός εστί προ πάντων, και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε»· όλα συγκρατούνται δι' αυτού (Κολ. α' 16-17). Όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι καλά και τίποτε από αυτά δεν είναι από τη φύση του κακό «Και είδε ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν» (Γεν. α' 31).
Αν η δημιουργία του Θεού παρέμενε "κατά φύση", όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού, δεν θα υπήρχε το πρόβλημα του κακού. Υπήρξε, επειδή ο άνθρωπος με τη θέλησή του απομακρύνθηκε από το "κατά φύση", και προ­τίμησε την "παρά φύση" κατάσταση. Εδώ πρέπει να ανα­ζητήσουμε το κακό· όχι σε οντολογική ύπαρξη.
Η κακία λοιπόν είναι απομάκρυνση από το αγαθό, από το "κατά φύση", όπως το σκοτάδι είναι απομάκρυνση από το φως. «Εφ' όσον παραμένουμε στη φυσική μας κατά­σταση, είμεθα στην αρετή, αν όμως παρεκκλίνουμε από τη φυσική μας κατάσταση, δηλαδή από την αρετή, πηγαίνουμε στην παρά φύση», λέγει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, συνε­χίζοντας τη διδαχή των προηγουμένων από αυτόν πατέρων. «Η κακία δεν είναι κάτι που υπάρχει...Το κακό είναι στέ­ρηση του αγαθού. Ο οφθαλμός κατεσκευάσθη. Η τύφλω­ση όμως προέρχεται με την απώλεια των ματιών. Ώστε εάν ο οφθαλμός δεν ήταν από φθαρτή φύση, η τύφλωση δεν θα είχε θέση. Έτσι και το κακό δεν έχει ιδία ύπαρξη, αλλ' έρχεται κατόπιν στις αναπηρίες της ψυχής» (Μ. Βασίλειος).
Το κακό δεν είναι γνώρισμα κάποιας ύπαρξης, αλλά ένα "συμβάν", θεληματική παρεκτροπή από το κατά φύση στο παρά φύση- αυτό το συμβάν ονομάζουμε αμαρτία.
Ο άνθρωπος βρισκόταν σε κοινωνία με τον Θεό, σε ενότητα αγάπης με το Δημιουργό του. Από αυτήν εξέπεσε και οδηγήθηκε σε ποικιλόμορφες ασθένειες. Έδειξε απο­στροφή από το καλύτερο και πήρε κατεύθυνση αντίθετη, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί μακρυά από το σκοπό του, να χά­σει δηλαδή το νόημα της ζωής του. Έτσι ο απόστολος μι­λάει για την επάνοδο σ' αυτό το "σκοπό", όταν λέγει: «Κα­τά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (Φιλ. γ' 14).

Η Αλήθεια Του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου (†)*



Του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου (†)*
Ο άνθρωπος αναζητούσε πάντοτε την υπερβατική πραγματικότητα, με σκοπό να βρει απάντηση στα μεγάλα προβλήματα που αναφέρονται στο μυστήριο του κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης. Αναζητούσε την «αλήθεια».
Όμως το θέμα αυτό δεν τίθεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Έτσι και οι απαντήσεις που δίδονται και οι συνέπειές τους για τη ζωή του ανθρώπου είναι κάθε φορά διαφορετικές. Χαρακτηριστική είναι σ' αυτό το σημείο η περίπτωση του Ποντίου Πιλάτου: Ρώτησε τον Χριστό αν ήταν βασιλιάς και ο Κύριος του απάντησε: «Γι' αυτό γεννήθηκα και γι' αυτό ήλθα στον κόσμο, για να μαρτυρήσω την αλήθεια. Όποιος είναι από την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου» (Ιω. ι-η' 37). Τότε ο Πιλάτος τον ρώτησε: «Τι είναι αλήθεια;» (Ιω. ιη' 38).
Κατά την αντίληψη του Πιλάτου η αλήθεια πρέπει να είναι κάποια ιδέα, κάποια έννοια και έτσι μπορούμε να ερωτήσουμε: «τι είναι αλήθεια». Σ' αυτήν ακριβώς τη βάση εκινούντο και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι· ζητούσαν την αλήθεια του «τι»! Δεν είναι όμως ο δρόμος αυτός η προσφορά της Εκκλησίας. Γιατί, σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, η αλήθεια δεν είναι «κάτι», αλλά «κάποιος».

Προϋποθέσεις της Θεογνωσίας † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ
Η γνώση του Θεού δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά δώρο του ίδιου του Θεού. Δεν «βρίσκει» ο άνθρωπος τον Θεό, αλλά ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Όμως ο άνθρωπος δεν μένει «παθητικός δέκτης» της Θείας χάρης, η θεογνωσία περνάει μέσα από την ελεύθερη προαίρεση του· δεν αποτελεί βιασμό της ανθρώπινης προαίρεσης. Είναι λοιπόν ανάγκη να αποδείξουμε έμπρακτα την επιλογή μας και ας δοΰμε με ποιους τρόπους μπορεί αυτό να γίνει.


1. Αγαθή διάθεση
Η θεογνωσία απαιτεί καθαρότητα καρδιάς και αγνότητα διάθεσης. Ο πονηρός άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην αληθινή γνώση του Θεού, οσοδήποτε κι αν ερευνήσει, κι αν ακόμη αποστηθίσει ολόκληρη την αγία Γραφή.
Το πονηρό πνεύμα έφερε τον Χριστό στο άκρον της στέγης του Ναού και του είπε: «Εάν είσαι Υιός του Θεού, πέσε κάτω, γιατί είναι γραμμένο ότι θα διατάξει τους αγγέλους να σε προσέχουν και να σε σηκώσουν στα χέρια, για να μη σκοντάψει σε πέτρα το πόδι σου» (Ματθ. δ' 6. Ψαλμ. 90, 11).
Εδώ η πρόθεση του Σατανά δεν ήταν αγνή, δεν ζητούσε την προσωπική ένωση με τον Χριστό, την πραγματική Θεογνωσία, αλλά προσπάθησε να παρασύρει τον Κύριο σε ενέργεια πονηρή, δεν ήταν πράξη εμπιστοσύνης, αγάπης και υπακοής στο θέλημα του Πατρός, δεν αναφερόταν στο θείο σχέδιο, αλλά ήταν έκφραση υποταγής στο σχέδιο του όφεως. Γι' αυτό το λόγο ο Κύριος απαντά: «Πάλι είναι γραμμένο· δεν πρέπει να πειράξεις Κύριον τον Θεόν σου» (Ματθ. δ' 7. Λουκ. δ' 12. Δευτερ. στ' 16. Πρβλ. Α' Κορ. ι’ 9. Αριθ. κα' 5-6).
Όποιος δεν ξεκινάει από αγνή διάθεση, ποτέ δεν θα φθάσει στη Θεότητα του Κυρίου· δεν θα μπορέσει να ενωθεί με Αυτόν, οσοδήποτε κι αν ερευνήσει, οσοδήποτε κι αν μελετήσει την αγία Γραφή.

«Εδίψησε η ψυχή μου πρός τον Θεό τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;» ·εδίψασε η ψυχή μου για τον ζωντανό Θεό, πότε θα έλθω και θα δω το πρόσωπο του Θεού μου; (Ψαλμ. μβ' 3). Εκείνος που θα διψάσει για τον Θεό θα τρέξει σαν το ελάφι στην πηγή (Ψαλμ. μα' (μβ') 1-3), δηλαδή στον Χριστό (Ιω. δ' 10). Αντίθετα, όποιος προσπαθήσει να σβήσει τη δίψα μόνος, δεν θα το πετύχει ποτέ: «εγώ τω διψώντι δώσω έκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν», δηλαδή σε κείνον που διψά εγώ θα δώσω δωρεάν από την πηγή του ύδατος της ζωής (Αποκ. κα' 6)• «ο διψών ερχέσθω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν», εκείνος που διψάει ας έλθει και εκείνος που το επιθυμεί ας λάβει δωρεάν ύδωρ ζωής (Αποκ. κβ' 17).
Για να οδηγηθεί λοιπόν κανείς στην αληθινή Θεογνωσία πρέπει να έχει γνήσια διάθεση, να διψάει για τον Θεό. Να μη είναι δηλαδή το κίνητρο του διανοητική υπόθεση ή ικανοποίηση περιεργείας. Αυτός που φλέγεται από την επιθυμία του Θεού δεν προκαλεί, δεν εκπειράζει τον Κύριο! Η σωτήρια γνώση του Θεού δεν είναι υπόθεση διανοητική, ούτε αποβλέπει στην ικανοποίηση της δίψας για μάθηση. Ξεκινάει από τη βαθειά επιθυμία της καρδιάς για προσωπική κοινωνία αγάπης με τον Πλάστη Θεό και αφορα ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου. Μ' αυτή τη διάθεση πρέπει κανείς να προσεγγίζει τη γνώση του Θεού.

Γνώση των Θείων ενεργειών † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει εκείνο που χαρακτηρίζει τη Θεία ύπαρξη και την ξεχωρίζει από τα κτιστά δημιουργήματα, δεν μπορεί δηλαδή να γνωρίσει την ουσία του Θεού. Ο Μωυσής, ο αγνός δούλος του Θεού απαιτεί: «Εάν λοιπόν βρήκα χάρη ενώπιόν Σου, φανέρωσέ μου τον εαυτό Σου και να πεισθώ πως βρήκα χάρη ενώπιόν Σου και πως είναι ο λαός Σου το μεγάλο αυτό έθνος» (Έξ. λγ' 13). Όμως ο Κύριος του απαντά: «δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπό μου- γιατί δεν μπορεί ο άνθρωπος να δει το πρόσωπό μου και να ζήσει» (Έξ. λγ' 20). 
Η Ουσία του Θεού είναι απρόσιτη και ακοινώνητη, ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσεγγίσει την Ουσία του Θεού, ούτε μπορεί να ενωθεί με Αυτήν. Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τα μόνα πρόσωπα που γνωρίζουν την Ουσία του Θεού (Ματθ. ια' 27. Ιω. α' 18. Α' Κορ. β' 10), είναι κοινωνοί της Θείας Ουσίας, έχουν θεϊκή φύση, χωρίς όμως να αποτελούν «άλλους Θεούς», γιατί πρόκειται για τον ενυπόστατο Λόγο και το ενυπόστατο Πνεύμα του Ενός και Μοναδικού Θεού! 
Αλλά ο απρόσιτος και ακοινώνητος κατά την ουσία Θεός δεν μένει ανενέργητος, όταν ο άνθρωπος αγαπά, τότε ο Θεός απαντά στην αγάπη του ανθρώπου με την δική Του αγάπη (Ιω. ιδ' 23), «τον Θεό δεν Τον έχει δει κανείς, εάν αγαπούμε αλλήλους, ο Θεός μένει μέσα μας και η αγάπη Του έχει γίνει τέλεια μέσα μας. Με τούτο γνωρίζουμε ότι μένουμε "εν αυτώ" και Αυτός "εν ημίν", γιατί μας έδωκε από το Πνεύμα Του» (Α' Ιω. δ' 12-13). 
Η αγαπητική αυτή κίνηση του Θεού δεν είναι κάτι έξω από την ουσία του Θεού· είναι ακτινοβολία της Θείας φύσης και πραγματική κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, κατά την οποία ο άνθρωπος γίνεται «κατοικητήριο του Θεού» (Εφεσ. β' 22. Πρβλ. Α' Κορ. γ' 16-17).
«Η Θεία δύναμη του Θεού μάς δώρησε όσα συντελούν στη ζωή και στην ευσέβεια διά της επίγνωσης Εκείνου που μας κάλεσε με τη δική Του δόξα και δύναμη. Δι' αυτών μας εδώρισε τις πολύτιμες και μέγιστες υποσχέσεις, ώστε να αποφεύγετε με αυτές την διαφθορά που υπάρχει στον κόσμο λόγω των κακών επιθυμιών και να γίνετε κοινωνοί θείας φύσης» (Β' Πέτρ. α' 3-4).
«Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη... Πώς είναι δυνατό αυτό; Είναι τόσο ανεξήγητο, όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου "εκ του μηδενός". Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία του ουρανίου Πατρός, ώστε ο κτισθείς "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση", είναι προικισμένος με την ικανότητα να δεχθεί την θέωση, να γίνει δηλαδή κοινωνός της θείας ζωής, να λάβει το θείο τρόπο υπάρξεως, να γίνει Θεός κατά χάρη» (Γέροντας Σωφρόνιος).
Αυτό που αγγίζει τον άνθρωπο δεν είναι κάτι το κτιστό· πρόκειται πράγματι για Θεοκοινωνία, γιατί η χάρη του Θεού προέρχεται από την ίδια τη φύση του Θεού· είναι άκτιστη!
Η διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού και η παραδοχή ότι δεν πρόκειται για κάτι που προέρχεται έξω από τη φύση του Θεού (κτιστό), αλλά για την ενέργεια της θείας φύσης, κάνει δυνατή αυτή τη Θεοκοινωνία, ανοίγει δηλαδή το δρόμο για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει την Ουσία του Θεού, όμως η χάρη του Θεού, δηλαδή οι θείες ενέργειες, που είναι όχι κτιστές, αλλά άκτιστες και αχώριστες από την Ουσία του Θεού, φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο και τον μεταβάλλουν σε «κατοικητήριον του Θεού» (Εφεσ. β' 22), σε «κοινωνόν Θείας φύσεως» (Β' Πέτρ. α' 4).
Είναι αυτονόητο πως η φανέρωση της θείας Ουσίας με τις θείες ενέργειες δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή όχι του κόσμου. Γι' αυτό άλλωστε λέμε πως οι θείες ενέργειες είναι άκτιστες και αιώνιες, όπως είναι άκτιστος και αιώνιος η δόξα του Τριαδικού Θεού. 
Με αυτό τον τρόπο το μήνυμα της  Ορθοδοξίας είναι μήνυμα ελπίδας και ζωής για τον άνθρωπο. Ο κτιστός άνθρωπος μπορεί να «γνωρίσει» τον Θεό, όχι με βάση την Ουσία του Θεού, αλλά με βάση τη χάρη, δηλαδή με τις άκτιστες και αιώνιες θείες ενέργειες του Θεού. Αυτή η θεογνωσία, δεν είναι αποτέλεσμα λειτουργίας κάποιων τυφλών νόμων είναι καρπός της ελευθερίας του Θεού και αποτελεί την εγγύηση για τη διατήρηση του ανθρώπινου προσώπου, που δεν συγχωνεύεται σε μία ενότητα ουσίας με τον Θεό, δεν απορροφάται από μια «Συμπαντική Υπερσυνειδητότητα», όπως κηρύττει ο αποκρυφισμός σε όλες τις μορφές του. Ταυτόχρονα όμως, η μετοχή του ανθρώπου στις Θείες ενέργειες εγγυάται την πραγματικότητα της σωτηρίας του ανθρώπου, γιατί αποτελεί κοινωνία άκτιστης και όχι κτιστής μορφής.

Γραφική κατοχύρωση της Τριαδικής Αλήθειας † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΙΚΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Μιλήσαμε για την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Ένα και Τριαδικό Θεό και υπογραμμίσαμε πως αυτή η πίστη θεμελιώνει την ελπίδα μας για αιώνια ζωή. Σ' αυτό το κεφάλαιο θα δείξουμε ότι η πίστη αυτή ταυτίζεται με τη διδαχή της αγίας Γραφής.


α) Ποιήσωμεν...

Η Τριαδική αλήθεια παρουσιάζεται ήδη στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου της άγιας Γραφής:
«Και είπεν ο Θεός, ας δημιουργήσουμε άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα και ομοίωση (κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν) και ας εξουσιάζουν στα ψάρια της θάλασσας και στα πετεινά του ουρανού και στα κτήνη και σ' όλη τη γη και σ' όλα τα ερπετά που σύρονται πάνω στη γη. Και εδημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο, σύμφωνα με την εικόνα του Θεού τον εδημιούργησε, άνδρα και γυναίκα εποίησεν αυτούς» (Γέν. α' 26-27).
 
Εδώ παρουσιάζεται ο Θεός να «βουλεύεται» απευθυνόμενος σε κάποιον ή κάποιους: «ποιήσωμεν άνθρωπον», ας δημιουργήσουμε, λέγει, υπογραμμίζοντας ότι ο άνθρωπος είναι καρπός της θείας βούλησης και ενέργειας όχι ενός, αλλά περισσοτέρων θείων προσώπων. Η «εικόνα», σύμφωνα με την οποία επρόκειτο να δημιουργηθεί ο άνθρωπος ήταν μία. Όμως ανεφέρετο όχι μόνο στο πρόσωπο που ομιλούσε, αλλά και στα πρόσωπα εκείνων με τους οποίους «εβουλεύετο». Τελικά η αγία Γραφή εγκαταλείπει τον πληθυντικό αριθμό και υπογραμμίζει ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη από τον Θεό και «κατ' εικόνα Θεού». Η περικοπή παρουσιάζει όχι μόνο την ταυτότητα της ουσίας των Τριών θείων προσώπων («κατ' εικόνα ημετέραν και ομοίωσιν»), αλλά και την ταυτότητα θελήματος και ενεργείας («και εποίησεν ο Θεός...»).
 
«Προς ποίον ωμίλει ο Θεός, ώστε να ομιλεί προστάζων;» ρωτάει ο Μ. Αθανάσιος αναφερόμενος στο «ποιήσωμεν άνθρωπον...» (Γεν. α' 26). «Εάν λοιπόν ωμίλει εις αυτά που εγίνοντο και έδιδε διαταγάς εις αυτά, θα ήτο περιττός ο λόγος, διότι δεν υπήρχον ακόμη, αλλ' επρόκειτο να γίνουν· ουδείς ομιλεί εις αυτόν που δεν υπάρχει, ούτε δίδει διαταγάς, διά να γίνει αυτό που δεν έχει ακόμη γίνει. Διότι εάν ο Θεός διέτασσε αυτά που επρόκειτο να δημιουργηθούν, θα έπρεπε να λέγει- γίνε ουρανέ... και δημιουργήσου άνθρωπε... Από αυτά φαίνεται ο Θεός να συνομιλεί περί τούτων με κάποιον πλησίον Του».
 
Για τον Υιό και Λόγο του Θεού γνωρίζουμε πως παρευρίσκετο κατά τη δημιουργία (Παροιμ. η' 27. Ψαλμ. λβ' 6. Ιω. α' 3. Εφεσ. γ' 9. Κολ. α' 16. Εβρ. α' 2. Αποκ. γ' 14. δ' 11). Ακόμη ο Υιός κάνει ό,τι κάνει και ο Πατέρας (Ιω. ε' 19). Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει πως ο Θεός, με το «ποιήσωμεν...» απευθύνεται προς τον Υιό, που είναι «απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού» (Εβρ. α' 15) και «εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ. α' 15), «προς την ιδίαν την εικόνα Του, την ζώσαν, εκείνην που είπε, "εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν" (Ιω. ι' 30) και "ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα" (Ιω. ιδ’ 9)• εις εκείνην λέγει το "ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν". Όπου μία εικών, πού το ανόμοιον;». 
Αλλά στη δημιουργία παίρνει μέρος και το Άγιο Πνεύμα, όχι μόνο ο Υιός και Λόγος του Θεού: «Με τον Λόγον του Κυρίου εστερεώθησαν οι ουρανοί και με το Πνεύμα του στόματος Αυτού η δύναμις αυτών» (Ψαλμ. λβ' 6), «το Πνεύμα του Θεού με δημιούργησε και η πνοή του Παντοδύναμου με διδάσκει» (Ιώβ λγ' 4. Πρβλ. Ψαλμ. ργ' 29-30).  
«Ο γάρ Πατήρ διά του Λόγου εν Πνεύματι κτίζει τα πάντα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μ. Αθανάσιος- «επειδή, όπου είναι ο Λόγος, εκεί είναι και το Άγιον Πνεύμα· και τα κτιζόμενα διά του Λόγου έχουν την δύναμιν της υπάρξεώς των από τον Υιόν διά του Πνεύματος (Ψαλμ. λβ' 6)... Λοιπόν έτσι αποδεικνύεται ότι το Πνεύμα ναι αδιαίρετον από τον Υιόν». Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι «ο Πατήρ διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι ποιεί τα πάντα- έτσι διατηρείται η ενότητα της Αγίας Τριάδος και έτσι κηρύσσεται εις την Εκκλησίαν ένας Θεός» (Πρβλ. Α' Κορ. η' 6. Ρωμ. ια' 36). 
Όταν η αγία Γραφή αναφέρει «ποιήσωμεν...», εννοεί πως ο άνθρωπος και ολόκληρος η δημιουργία έχει ως «αρχική αιτία» τον Πατέρα, ως «δημιουργική» τον Υιόν και ως «τελειοποιούσα» το Άγιο Πνεύμα.