Κυριακή 22 Μαΐου 2016

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΒΟΜΒΑ ΣΕΡΑΦΕΙΜ: Διαβάστε ολόκληρη την ανακοίνωσή του!



Την έγγραφη παραίτησή του από την Αγία και Μεγάλη Ιερά Σύνοδο απέστειλε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιά κ. Σεραφείμ, εξηγώντας τους...
almuro-uponoumeno-serafeim-gia-ton-tsipra.w_l   
Δημοσίευση

22 Μαΐου 2016, 10:34 πμ

Την έγγραφη παραίτησή του από την Αγία και Μεγάλη Ιερά Σύνοδο απέστειλε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιά κ. Σεραφείμ, εξηγώντας τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση.

Διαβάστε παρακάτω ολόκληρη την ανακοίνωση του Μητροπολίτη Πειραιά:

ΛΟΓΟΙ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ




Ἐπειδή κατά τόν Θεῖο Ἀπόστολο Πέτρο ὀφείλομεν νά εἴμεθα «ἕτοιμοι δὲ ἀεὶ πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ὑμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος μετὰ πραΰτητος καὶ φόβου συνείδησιν ἔχοντες ἀγαθήν, ἵνα ἐν ᾧ καταλαλοῦσιν ὑμῶν ὡς κακοποιῶν, καταισχυνθῶσιν οἱ ἐπηρεάζοντες ὑμῶν τὴν ἀγαθὴν ἐν Χριστῷ ἀναστροφήν. κρεῖττον γὰρ ἀγαθοποιοῦντας, εἰ θέλοι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πάσχειν ἢ κακοποιοῦντας (Α΄ Πέτρου 3,15-18), δημοσιοποιῶ τοῦς λόγους παραιτήσεώς μου ἀπό τήν συμμετοχή μου στήν ἐκπροσώπηση τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν συγκληθησομένη Ἁγία καί Μεγάλἦ Σύνοδο. Ἡ ἀπόφασις τῆς προλαβούσης ἐκτάκτου Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μοῦ παρεῖχε αὐτό τό δικαίωμα συμμετοχῆς κατόπιν τῆς παραιτήσεως τῶν πρό ἐμοῦ κατά τά πρεσβεῖα Σεβασμιωτάτων Ἁγίων ἀδελφῶν.

Παραιτήθην προφορικῶς ἐνώπιον τῆς προλαβούσης Ἱεραρχίας γιά λόγους συνειδήσεως καί εἰδικώτερα διότι διαφωνῶ καί διά τήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί διά τήν διαδικασία. Διαφωνῶ διά τήν θεματολογία διότι μετά 93 χρόνια προετοιμασίας μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου ἡ ἐνασχόλησίς της μέ οὐσιωδῶς λελυμένα θέματα ἀπό τήν Πατερική καί Κανονική μας Παράδοση, ὅπως τῆς Νηστείας καί τοῦ Γάμου, μόνον δυστυχῶς θυμηδία προκαλεῖ. Διαφωνῶ καί μέ τήν ἀπαράδεκτη θέση τοῦ κειμένου περί τῶν μεικτῶν γάμων, πού προάγει τόν λεγόμενο λαϊκό συγκρητιστικό οἰκουμενισμό, καί διαφωνῶ ἐπίσης ριζικά μέτά ἄλλα δύο ψηφισμένα κείμενα τῶν προσυνοδικῶν διασκέψεων «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» καί «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ συγχρόνῳ κόσμῳ.» Ἐάν πράγματι έπεδιώκετο ἡ Πανορθόδοξος αὐτή Σύνοδος νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη καί νά ἀποτελεῖ Ἱεράσυνέχεια τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων στόν 21ο αἰώνα καί ἐπέκεινα, διακηρύσσουσα ὅτι «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», ὤφειλε στοιχοῦσα στό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων νά ἀποφασίσῃ τά ἀκόλουθα :

α) Νά ἀναγνωρίσει τίς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο Συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς Οἰκουμενικές, δηλ. τήν Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου, τοῦ 879-880, καὶ τήν Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Θείας Χάριτος καί Ἐνεργείας αἵρεση, διότι δι’ αὐτῆς προσβάλλεται ἡ σχέσις τοῦ Θεοῦ πρός τήν κτίσιν Του καί ὀργανικῶς ἀνταλλάσσεται ἡ ἀπουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τό ἀλάθητο καί τό πρωτεῖο ἑνός ἀνθρώπου, καί ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμό ὡς αἵρεση. Νά ἐπικαιροποιήσει καί ἐπικυρώσει τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1282-1284) διά τῶν ὁποίων ἀκυρώθηκε ἡ ψευδοένωσις τῆς Λυών καί τῆς Μεγάλης Συνόδου (1484) διά τῆς ὁποίας ἀκυρώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας. Να καταδικάσει τό ψευδοπέτρειο δόγμα, πού στηρίζεται σέ πλαστογραφημένα στοιχεῖα (ψευδοκωνσταντίνειος δωρεά, ψευδοπιπίνειος δωρεά, ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις, ψευδοκλημέντεια) καθώς καί τίς διδαχές τῶν ψευδοσυνόδων I καί II Βατικανῆς καί νά ὁριοθετήσῃ τήν θέση τοῦ πρώτου στήν Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος κατά τόν 34ον Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἔχει Οἰκουμενικήν ἀναγνώρισιν (9οςἈντιοχείας, 1ος Δ΄, 2ος ΣΤ΄ καί 1ος Ζ) εἶναι PrimusinterPares καί ὄχι PrimussineParibus.

β) Νά ἐκλέξει, νά χειροτονήσει καί νά ἐνθρονίσει στό πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καί τῆς Δύσεως νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, καί Ὀρθόδοξη Ἱεραρχία μή ἀναγνωρίζουσα τόν σημερινό καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καί αἱρεσιάρχη κ. Φραγκῖσκο (HorheBergolio). Ἔτσι, θά ἐλύοντο τά προβλήματα τοῦ Παπισμοῦ καί τῆς Οὐνίας.

γ) Νά ἀνιδρύσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες στήν Εὐρώπη, Ἀμερική, Καναδᾶ καί Αὐστραλία, λύουσα ὁριστικῶς τό θέμα τῆς Διασπορᾶς, καί τό σκάνδαλο τῶν ἐπαλλήλων δικαιοδοσιῶν πού προάγει τήν αἵρεση τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ καί πού δέν θεραπεύεται μέ τό ἡμίμετρο τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων. Ἡ ἀπόφασι αὐτήθά ἀπεδείκνυε τόν φιλοδυτικισμόν τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν ἀντιμάχεται πρόσωπα καί τόπους ἀλλά τήν πλάνη καί τήν κακοδοξία πού χωρίζουν ἀπό τόν Πανάγιον Θεόν. Ὅταν καταγγέλεται τό εἰδεχθές κακούργημα τῆς παιδοφιλίας πού θεσμοθέτησε τό Συνταγματικό Δικαστήριο τῆς Ὁλλανδικῆς πολιτείας ἀναγνωρίζοντας κομματικό σχηματισμό (PVDF) πού ἔχει αὐτό τό χυδαίο πρόταγμα, ἤ ὅταν καταγγέλεται ἡ ἀπύθμενης κακότητος χυδαιότητα τῆς κτηνοβασίας, πού ἔχει θεσμοθετηθεῖ στή Γερμανική πολιτεία, ἤ ὅταν καταγγέλεται ἡ ἀνατροπή τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας μέ τήν θεσμοθέτηση τῆς ψυχοπαθολογικῆς ἐκτροπῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας στό λεγόμενο Δυτικό κόσμο, δέν στηλιτεύονται τά πρόσωπα ἀλλά ἡ θεσμοθέτησις τῆς ἀνομίας. Ἀσφαλῶς ὡς πρόσωπα ἐκτιμῶνται βαθύτατα ὁ Φραγκῖσκος τῆς Ἀσσίζης, ἡ Θηρεσία τῆς Ἄβιλα, ὁ Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ, ἡ Θηρεσία τοῦ βρέφους Ἰησοῦ καί ὁ Κάρολος ντε Φουκώ, καί ἄλλοι γιά τόν μυστικισμό τους καί τήν ἀγάπη τους πρός τόν Χριστόν. Ἅγιοι ὅμως δέν μπορεῖ νά θεωροῦνται διότι ἐάν μετεῖχαν στήν ἄκτιστη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, τήν Ἁγιότητα, θά ἐπληροφοροῦντο δι’ Ἁγίου Πνεύματος γιά τίς κακοδοξίες καί στρεβλώσεις τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας καί θά κατήγγειλον αὐτές καί θά ἑννοῦντο μετά τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπόφασι αὐτή θά ἀπεδείκνυε τό ἕωλοκαί ἀνεπέρειστο τῶν κατηγοριῶν ὅτι δῆθεν ἐπιδιώκεται ὁ ἐγκλωβισμός τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας στόν «μικρόκοσμόν της»ἐνῶ ἀντιθέτως ἐξαγγέλλεται δι’ αὐτῆς ὁ ἀληθής Εὐαγγελικός καί Πατερικός «οἰκουμενισμός», πού ἀναλύεται σέ ἔμπονη διακήρυξητῆς Ἀποστολικοπαραδότου καί Ἁγιοπατερικῆς ἀληθείας μέ τήν στηλίτευση τῶν κακοδοξιῶν καί τῶν παντοειδῶν αἱρέσεων.

δ) Νά ἀκολουθήσει τήν Πατερική ὁδό μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, ὡς προείπομεν, μέ τήν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιά τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σέ 100 γλῶσσες. Μέ τόν τρόπο αὐτό, θά κονιορτοποιοῦσε τίς διαμονικές ψευδοθρησκεῖες καί αἱρέσεις μέ παγκόσμιο λόγο καί πατερική παρρησία, θά ἐδόξαζε τόν Θεό καί θά διεσφάλιζε τόν ἄνθρωπον καί τά πραγματικά δικαιώματά του.

ε) Νά λύση τό ἡμερολογιακό καί ἑορτολογικό μεῖζον θέμα, πού διασπᾶ ἀναποδράστως τή λειτουργική ἑνότητα τῆς ὈρθοδόξουΚαθολικῆς Ἐκκλησίας καί πού κατά τρόπον ἀντικανονικόνθεσμοθέτηθηκε στήν Ἐκκλησίααὐτή ἡ ἀπαράδεκτη λειτουργική διάσπασις, μέ τό γνωστό Συνέδριον τοῦ 1923,ἐπί Μακαριστοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως κυροῦ Μελετίου Μεταξάκη.

Διαφωνῶ καί μέ τήν διαδικασίαν πού προσβάλλει τό Ἐπισκοπικόν Ὑπούργημα καί μεταβάλλει τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο σέ οὐσιαστικά διευρημένη Σύνοδο Προκαθημένων, πού προδήλως παραβιάζει τό 34ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἁποστόλων, διότι εἶναι κανονικῶς ἀπαράδεκτον νά ἀκυρώνεται ἡ ψῆφος κάθε Ἐπισκόπου καί ἡ ἐλευθέρα ἔκφρασις τῆς γνώμης του καί νά «ὁμογενοποιεῖται» ἀντικανονικῶς ἡ ψῆφος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπιπροσθέτως ἡ τραγελαφική αὐτή διαδικασία χαρακτηρίζεται ἀπό παλινῳδία καί ἀντιφατικότητα, διότι ἐνῶστόν ψηφισθέντα -ἐκτός ἀπ’ τό Πατριαρχεῖον Ἀντιοχείας- κανονισμόν λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου προβλέπεται ἡ ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας διά τήν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων, στηλιτεύεται ἡ ἀλληλένδετη πρός τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας ἀρχή τῆς ἀρνησικυρίας (veto) ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στήν Σύναξη τῶν Προκαθημένων (Γενεύη 22-1-2016) κεφ. 2, παρ. δ΄, πού οὐσιαστικά καταργεῖ τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας καί εἰσάγει τήν ἀρχή τῆς πλειοψηφίας. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ θέσις τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου :

«Τέλος, καθίσταται ἀναγκαῖον ὅπως διευκρινηθῇ ἓν ζήτημα, τὸ ὁποῖον προέκυψε, καθ’ ἡμᾶς ἀπροσδοκήτως, ἤτοι τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ ἀκριβοῦς νοήματος τοῦ ὅρου ὁμοφωνία (consensus), τὴν ὁποίαν ἀπεδέχθημεν ὡς τρόπον λήψεως ἀποφάσεων τόσον κατὰ τὴν προετοιμασίαν ὅσον καὶ κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου δέον νὰ διευκρινηθῶσι τὰ ἀκόλουθα ζητήματα :

Πρῶτον, ἡ ἔννοια τῆς ὁμοφωνίας ὡς consensus, καὶ ὄχι ὡς unanimity, ἔχει διεθνῶς τὴν ἔννοιαν ὅτι ἐὰν μία ἢ περισσότεραι ἀντιπροσωπίαι διαφωνήσουν πρὸς μίαν συγκεκριμένην πρότασιν καὶ διατυπώσουν ἰδίαν τοιαύτην, δέον νὰ καταβληθῇ προσπάθεια ἀποδοχῆς τῆς ὑπὸ τῶν ἀντιπροσωπιῶν τούτων γνώμης ἢ προτάσεως, εἰς περίπτωσιν ὅμως κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν ἐπιτευχθῇ συναίνεσις (consensus) ἐπὶ τῆς ἀντιπροτάσεως, τότε ἡ διαφωνία αὕτη, ἐφ’ ὅσον οἱ διαφωνοῦντες ἐπιμένουν, καταγράφεται ἀλλὰ δὲν ἀκυρώνει τὴν πρὸς ἣν ὑπῆρξεν ἡ διαφωνία ἀρχικὴν θέσιν, καὶ οἱ διαφωνοῦντες ὑπογράφουν τὸ ἀρχικὸν κείμενον, καταγράφοντες, ἐὰν θέλουν, τὴν διαφωνίαν των. Ἐὰν ὑπάρξῃ ἄρνησις ὑπογραφῆς τοῦ κειμένου, τοῦτο θὰ ἐσήμαινεν ἀρνησικυρίαν (veto), πρᾶγμα τὸ ὁποῖον θὰ ὡδήγει εἰς ἀδιέξοδον.

Δεύτερον ζήτημα, τὸ ὁποῖον δέον νὰ διευκρινηθῇ, εἶναι ἐὰν ἡ ὁμοφωνία ἀναφέρεται εἰς τοὺς παρόντας κατὰ τὰς ἐργασίας ἑνὸς σώματος ἢ ἀπαιτῇ τὴν φυσικὴν παρουσίαν ὅλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος.».

Ἑπομένως ἐάν ἰσχύσει ἡ πρόθεσις καί ἡ σκέψις τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καμμία τροποποίησι τῶν ἤδη ψηφισμένων κειμένων δέν πρόκειται νά γίνει ἀποδεκτή καί κανένα κείμενο δέν πρόκειται νά ἀποσυρθεῖ καί κατά ταῦτα ἡ παρουσία τῶν Μακαριωτάτων καί Σεβασμιωτάτων Συνέδρων θά εἶναι διακοσμητικοῦ χαρακτῆρος.
Διαφωνῶ πλήρως μέ τό ψηφισθέν ἀπό τήν Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη κείμενο «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» διότι γέμει ἀπό ἀσάφειες, ἀπό «τεχνικούς ὅρους» καί ἀπό μεγάλες ἀντιφάσεις. Ἕνα κείμενο Πανορθοδόξου Συνόδου θά ἔπρεπε νά εἶναι Ἱερή συνέχεια τῶν Ἱερῶν κειμένων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού παραδίδεται στή Ἱστορία πρός Ἁγιασμόν καί σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους, καί ὄχι ἕνα φαιδρό συμπίλημα ἀντιφάσεων καί ἀσαφειῶν. Διερωτῶμαι, κατά τήν μακράν Ἱστορικήν περίοδον τῶν χιλίων διακοσίων χρόνων, ἐάν ἀριθμήσωμεν ἀπό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἤ τῶν ἑξακοσίων ἀπό τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δέν ὑπήρξαν αἱρέσεις καί κακοδοξίες στόν χριστιανικό κόσμο, πού θά ἔπρεπε ἡ Ἐκκλησία νά καταγνώσει; Ὁ Ἀντβεντισμός, ἡ φυλλαδική ἑταιρεία «Σκοπιά» πού αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «χριστιανική Ἐκκλησία μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ», ὁ Πεντηκοστιανισμός, ἡ Χριστιανική Ἐπιστήμη, ἡ Θεοσοφία πού παρουσιάζει τόν Χριστόν ὡς «χρηστική κατάσταση», ὁ Τεκτονισμός πού παρασιτεῖ ἀναισχύντως στίς χριστιανικές κοινωνίες ἐνῶ εἶναι Ἑωσφορικός παγανιστικός ἀποκρυφισμός (κατά τά ἐσωτερικά κείμενα τῆς ἰδίας τῆς μασωνίας), οἱ κατά τήν δεύτερη χιλιετία κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ (πρωτεῖο, ἀλάθητο, καθαρτήριο, ἀξιομισθίαι, ὑπέρτακτα ἔργα, ἄσπιλη σύλληψη, ἐνσώματος ἀνάληψις τῆς Παναγίας, δικανική ἱκανοποίησις Θ. Δικαιοσύνης κλπ.), οἱ διάφορες Προτεσταντικές παραφυάδες μέ τό πολυποίκιλο αἱρετικό δογματικό περιεχόμενο (Βαπτισταί, Μορμόνοι, Κουάκεροι, Μενονίτες, Συναθροισταί, Μεθοδισταί κλπ.), δέν θά ἔπρεπε νά καταγνωσθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία Συνοδικῶς; Εἶναι ἐκπληκτικά παράδοξοὅτι στό συγκεκριμένο κείμενο δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή άναφορά σ’ αὐτές τίς πραγματικότητες, γιά τίς ὁποίες ἡ Ἐκκλησία Συνοδικά δέν ἔχει ἀρθρώσει ἐπίσημον λόγον, ὡς νά μήν ἀνεφύησαν αἱρέσεις καί κακοδοξίες κατά τήν Β΄ χιλιετίαν.




Παρηκολούθησα μία ἰδιοφυεστάτη ἀνάλυσι ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομον στό Ρ/Σ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς κακοδοξίας τῆς ἀσπίλου συλλήψεως, πού «ἐδογμάτισε» ὁ Πάπας Πίος ὁ Θ΄ τό 1854 καί πού ὑπῆρξε «πρόβα generale» γιά τήν θεσμοθέτηση τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου τό 1870, ἀπό τήν IΒατικανή ψευδοσύνοδο. Ἐπί τῆς κακοδοξίας τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἀκυρώνει τήν ἔνσαρκο οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου, διότι ἐάν ἐγεννήθη ἀσπίλως, ἡ Θεοτόκος θά συνελήφθη καί ἀνηδόνως καί κατά ταῦτα ἀπομειώνεται ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου, θεμελιώθηκε ἡ Λούρδη διά νά ὑπάρξει δῆθεν θεόθεν ἐπιβεβαίωσις, διότι ἡ Βερναρδέτη Σουμπιρού πού δῆθεν «εἶδε» τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ὡς «λευκήν Κυρίαν» τό 1858, ἔλαβε τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα ποία ἦτο, «Εἶμαι ἡ ἀσπίλως συλληφθεῖσα». Διερωτῶμαι ἡ Ἐκκλησία δέν θά ἔπρεπε ὅλες αὐτές τίς ἀπαράδεκτες νοθεύσεις τῆς ἀληθείας, Συνοδικῶς νά τίς καταδικάσει;

Στό συγκεκριμένο κείμενο γίνεται συνεχής ἀναφορά στήν ἀξία τοῦ διαλόγου μέ τήν Ἑτεροδοξία καί διαβάζοντάς το ἔχει κανείς τήν αἴσθηση ὅτι εἰσέρχεται σέ μία «μηχανή τοῦ χρόνου» καί βρίσκεται στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἱώνος, ὅταν ἔπνεε ὁ ἄνεμος αἰσιοδοξίας γιά τήν ἔνωση μέ τήν Ἐκκλησία, τῶν ἀποσχισθέντων ἀπό Αὐτήν. Δυστυχῶς ὅμως οἱ λεγόμενοι θεολογικοί διάλογοι ἔχουν σχεδόν τελειώσει ἤ ἔχουν συμπνιγεῖ στήν σατανική ἐμμονή καί ἀμετανοησία τῶν κακοδόξων ἤ στήν χειροτονία γυναικῶν στό ἰδιότυπο Ἱερατεῖο τους καί στήν θεσμοθέτηση τῆς ψυχοπαθολογικῆς ἐκτροπῆς τῆς ὁμοφυλοφιλίας πού ἀνατρέπει τήν ἀνθρώπινη ὀντολογία καί φυσιολογία. Εἶναι ἀπόλυτος ἡ μαρτυρία ἐπ’ αὐτῶν τῶν Ὀρθοδόξων συμπροέδρων τῶν διεξαγομένων θεολογικῶν διαλόγων, ὡς λόγου χάριν τοῦ Σεβ. Σασίμων κ. Γενναδίου (29/8 -3/9/2015, Σύναξις Ἱεραρχίας Οἰκουμενικοῦ Θρόνου). Καμμία ἀποτίμησις λοιπόν γιά τούς διεξαχθέντας θεολογικούς διαλόγους πού δυστυχῶς ἔχουν ἀποβεῖ «ἀνόσια παίγνια» κατά τήν ἐξαίρετη δήλωση τοῦ ἐπί εἰκοσαετία συμπροέδρου στόν διάλογο μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Σεβ. Ἁρχιεπισκόπου Αὑστραλίας κ. Στυλιανοῦ.

Στό ἐπίδικο κείμενο γίνεται στίς παρ. 16,17,18,19 καί 21 ἀναφορά στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μέ τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν «Ἐκκλησιῶν»(Π.Σ.Ε.) καί εἶναι ἐκπληκτικό τά ὅσα ἀναφέρονται στήν παρ. 21 στήν ὁποίαδηλώνεται ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκτιμᾶ τά ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα τῆς Ἐπιτροπῆς Πίστις καί Τάξις» (ποία;) καί στήν συνέχειαἡ αὐτή παράγραφος κατακλείεται μέ τήν δήλωση ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις γιά κεφαλαιώδη ζητήματα Πίστεως καί Τάξεως». Ἡ ἀποθέωσις τῆς ἀντιφάσεως!!!
Διερωτῶμαι μέ ποία λογική συμμετέχει ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία σ’ ἕνα Σῶμα πού ἀπαρτίζεται ἀπό τούς Μονοφυσίτας Ἀντιχαλκηδονίους καί τήν πανσπερμίαν τῶν προτεσταντικῶν Παραφυάδων; Δέν εἶναι ἡ πίστις ὅλων αὐτῶν κατεγνωσμένηὡς αἵρεσις ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους; Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι μετά τήν ἀπαράδεκτη Β΄κοινή δήλωση τῆς 28ης Σεπτεμβρίου 1990 (Σαμπεζύ) κατά τήν ὁποίαν διεκήρυξαν ὅτι «οἱ φύσεις στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ διακρίνονται τῇ θεωρίᾳ μόνη» – ἐνῶ τό ἀληθές εἶναι ὅτι οἱ δύο φύσεις διακρίνονται σαφῶς ὡς πραγματικαί καί διακρίνονται ἀδιαιρέτως διότι ἡ ἕνωσις εἶναι ἀσύγχυτος καί ἀδιαίρετος – συνεχίζουν νά ἐπαναλαμβάνουν τήν φράσιν τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀπολιναρίου Λαοδικείας «Μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» τήν ὁποίαν περί τό 400 μ.Χ. πλαστογράφησαν οἱ μαθηταί του ὡς δῆθεν φράσιν τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Ἀθανασίου (ΘΗΕ τ.2, στ. 1118-1119), ὅπως ἀπεδείχθη ὑπό τῶν Λεοντίου Βυζαντίου καί Ἰωάννου Σκυθοπολίτου (Ἰωάννου Ἱεροσολυμίτου P.G. 86,1865) κατά τήν Βυζαντινήν περίοδον καί τήν ὁποίαν ἐπανέλαβε ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, νομίζων ὅτι ἀνήκε εἰς τόν Ἅγιο Ἀθανάσιον. Εἶναι χαρακτηριστική τῆς ἐμμονῆς τῶν Ἀντιχαλκηδονίων ἡ κυκλοφόρησις ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἁρμός τό 1996, τοῦ συγγράμματος τοῦ Μακαρίτου Πατριάρχου τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου Σενούντα Γ΄ «Ἡ Φύσις τοῦ Χριστοῦ» ὅπου στήν σελ. 46 καί στό κεφ. «Ἡ μία θέληση καί ἡ μία ἐνέργεια» ἀναφέρεται: «Ἐπειδή πιστεύουμε στήν Μία Φύση τοῦ Ἐνσαρκωμένου Λόγου, ὅπως τήν ὀνόμασε ὁ Ἅγιος Κύριλλος, πιστεύουμε στήν Μία Θέληση καί στή Μία Ἐνέργεια. Φυσικά ἀφοῦ φρονοῦμε ὅτι ἡ Φύση εἶναι Μία καί ἡ Θέληση καί ἡ Ἐνέργεια εἶναι ἐπίσης Μία». Ἑπομένως οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι εἶναι κατεγνωσμένοι ἀπό τίς Δ΄ Ε΄ καί ΣΤ΄ Ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους, ὡς Μονοφυσίται, Μονοθελήται καί Μονοενεργήται καί ὅσοι παρηκολούθησαν τηλεοπτικῶς τήν ἐνθρόνισιν τοῦ νέου Πατριάρχου τῶν Κοπτῶν στήν Αἴγυπτον θά ἄκουσαν νά ψάλλεται ὁ Θεοπασχητικός Ὕμνος «Ἅγιος Ἀθάνατος ὁ δι’ ἡμᾶς Σταυρωθείς»καί θά κατενόησαν ὅτι πέραν τῶν ἄλλων ἀσπάζονται καί τήν αἵρεση τοῦ Θεοπασχητισμοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ στίς Προτεσταντικές παραφυάδες τοῦ Π.Σ.Ε. διερωτῶμαι δέν εἶναι Εἰκονομάχοι; Δέν ἀρνοῦνται τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου; Δέν ἀρνοῦνται τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τήν οὐσιαστική μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἶνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ; Καί ἑπομένως αὐτές οἱ κακοδοξίες τους δέν εἶναι κατεγνωσμένες ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί εἰδικώτερα ἀπό τήν Γ΄ καί τήν Ζ΄; Συνεπῶς πῶς σέ ἕνα αἰώνιο Πανορθόδοξο κείμενο παρεισφρύουν σχέσεις μέ κατεγνωσμένους ἀπό τήν Ἐκκλησία αἱρετικούς;

Τό κείμενο αὐτό δυστυχῶς ἀκυρώνει τά αἵματα, τίς θυσίες καί τά ἀνήκουστα μαρτύρια καί τά πολυώδυνα βάσανα τῶν Ἁγίων καί Ἡρώων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Πίστεως πού κατακρεουργήθησαν καί ἐκάησαν ζῶντες ἀπό τούς Λατίνους καί Λατινόφρονες (Ἰωάννη Βέκκο, Μιχαήλ Παλαιολόγο) καί ἐγκληματικῶς ἀμνηστεύει τήν στρέβλωσι τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος ἀπό τούς ἐκπεσόντας «χριστιανούς» τοῦ Παπισμοῦ. Εἶναι πολυσήμαντος ὁ πρόλογος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ.κ. Ἱερωνύμου τοῦ Β΄, ὡς Μητροπολίτου Θηβῶν καί Λεβαδείας (28-2-2000), στό βιβλίο τοῦ Ἰταλοῦ Μάρκο Ἀουρέλιο Ριβέλλι (Ἐκδόσεις Προσκήνιο – Ἀγγελος Σιδερᾶτος, 2000)μέ τίτλο: «Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Γενοκτονίας», ὅπου ἐκφράζει μέ συγκινητικό τρόπο τόν ἀποτροπιασμό του γιά τήν δολοφονία 850.000 Σέρβων Ὀρθοδόξων μέ ἠθικόν αὐτουργόν τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ζάγκρεμπ καί μετέπειτα Καρδινάλιο Ἀλουΐσιο Στέπινατς, ὁ ὁποῖος στό ἡμερολόγιόν του στίς 27-3-1941, σελ. 172, Βιβλίο Δ΄ ἔγγραφε : «Τό Πνεῦμα τοῦ Βυζαντίου εἶναι κάτι τό τόσο τρομερό τό ὁποῖο μόνο ὁ Παντοδύναμος καί Παντογνώστης Θεός δύναται νά ἀνέχεται» καί στήν σελ. 176: «Τό Σχίσμα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μεγαλύτερη κατάρα ἐν Εὑρώπῃ, σχεδόν μεγαλύτερη καί ἀπό τόν Προτεσταντισμό». Εἶναι τρομακτική ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰταλοῦ συγγραφέως Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ὅτι εἶδε ἕνα μεγάλο καλάθι μέ 20.000 ἀνθρώπινα μάτια Ὀρθοδόξων Σέρβων, πού τοῦ ἐπέδειξαν μέ «ὑπερηφάνεια» ὁ διαβόητος ἀρχηγός τῶν Οὐστάσι Ἄντε Πάβελιτς καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλουΐσιος Στέπινατς. Γιά τά ἐγκλήματά του αὐτά εἰς βάρος τῆς ἀνθρωπότητος, κατεδικάσθη ἀπό τό Διεθνές Δικαστήριο Ἐγκληματιῶν τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σέ πολυετή κάθειρξη. Αὐτόν ὅμως τόν στυγνό ἐγκληματία «Ἁγιοποίησε» ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β΄ (Βοϊτύλα) τοῦ ὁποίου τά ἀποκαλυπτήρια ἔγιναν προσφάτως μέ τήν δημοσιοποίησι τῶν ἐρωτικῶν του ἐπιστολῶν πρός τήν ἔγγαμη ἀκαδημαϊκό συμπατριώτισσά του, τόν ὁποῖον μέ τήν σειρά του «ἁγίοποίησε» ὁ νῦν Πάπας Φραγκίσκος(Μπεργκόλιο)!!! Σέ ὅλα αὐτά τά τραγικά καί ἀνυπόφορα προσφέρει κάλυψη μέ τήν σιωπή του αὐτό τό ἀπαράδεκτο κείμενο γιατί δέν καταγγέλει τήν ἰδεολογική ἐπικαιροποίηση τῶν ἐγκλημάτων εἰς βάρος τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ.

Ἐνδεικτικό τοῦ «κρυπτοκρατικοῦ» πνεύματος τοῦ κειμένου εἶναι ἡ ἀπόκρυψις στήν παρ. 8 τῆς ἀληθοῦς εὐχῆς τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποίος δέν ηὐχήθη ἁπλῶς «ἵνα πάντες ἕν ὧσιν»(Ἰωάννου 17,21) ἀλλά συνέχισε «καθώς σύ πάτερ ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σύ, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὧσιν» πού σημαίνει ὅτι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἁγιότης καί ἡ Δικαιοσύνη εἶναι προϋποθέσεις τῆς ἑνότητος.

Διαφωνῶ ἀπολύτως καί μέ τό κείμενο «Ἡἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ συγχρόνῳ κόσμῳ» διότι στό κεφ. Δ΄ «Ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀποτροπή τοῦ πολέμου» ἀναφέρεται σέ διαθρησκειακές σχέσεις (σελ.6), οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν κατά βάσιν στίς κακῶς λεγόμενες Ἁβρααμικῆς προελεύσεως θρησκεῖες, τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Ἰσλάμ. Διότι καί οἱ δύο αὐτές θρησκευτικές παραδοχές καθυβρίζουν διϊστορικά καί χυδαιότατα τό ὑπερύμνητο πρόσωπο τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας μας Κυρίου. Ὁ Ἰουδαϊσμός ἔχει ἀποβάλλει τό Θεϊσμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Τορά) καί τοῦ Προφητισμοῦ καί ἔχει ἐγκολπωθεῖ τόν Ραββινικό Σατανισμό τοῦ Ταλμούδ καί τῆς Καμπαλά. Στό Σατανικῆς ἐμπνεύσεως Ταλμούδ ὁ Κύριος ἀπομειώνεται μέ τόν χυδαιότερο τρόπο ὡς «νόθος υἱός» τοῦ Ρωμαίου ἑκατοντάρχου Πανδίρα (Ταλμούδ). Ἡ δέ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί Ἀειπάρθενος καθυβρίζεται ὡσαύτως μέ χυδαιολογίες ἀφορήτου ἐμπαθείας. Ἡ Καμπαλά πού διδάσκεται καί στό Πανεπιστήμιο τοῦ Τελ Ἀβίβ ἀποτελεῖ τήν ἀποθέωση τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ περιπαίγματος. Ὅσον ἀφορᾶ τό Ἰσλάμ, ὁ εὐτελισμός τοῦ Παναγίου Θεοῦ καί ἡ διαστροφή τοῦ Εὐαγγελικοῦ μηνύματος εἶναι ἡ βάσις τῆς δῆθεν ἀποκαλύψεως τοῦ Κορανίου ἀπό τόν αἱμομείκτη καί παιδεραστή ψευδοπροφήτη Μωάμεθ ὁ ὁποῖος στή σούρα «Οἱ Συνασπισμένες Φιλές» (Ἀλ Ἀχζάμπ) καί στό στῖχο 37, γιά νά δικαιολογήσει τήν αἱμομειξία του μέ τήν γυναίκα τοῦ γιοῦ του, παρουσίασε δῆθεν ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «Μωάμεθ, εἶπες σέ αὐτόν πού εὐεργετήθηκε ἀπό τόν Θεό καί γέμισε μέ τά ἀγαθά του: «Κράτα τή γυναίκα σου καί νά φοβᾶσαι τόν Θεό», ἐνῶ ἐσύ ἔκρυβες στήν καρδιά σου ὅ,τι ὁ Θεός μετά ἀπό λίγο ἐπρόκειτο νά κάνει σέ ὅλους φανερό. Φοβήθηκες τούς ἀνθρώπους ἐνῶ ἔπρεπε νά φοβηθεῖς περισσότερο τόν Θεό. Ὅταν ὅμως ὁ Ζέϊδ ἀποφάσισε νά χωρίσει τή γυναίκα του, Ἐμεῖς τήν ἑνώσαμε μαζί σου μέ τά δεσμά τοῦ γάμου. Γιά νά μάθουν οἱ πιστοί ὅτι δέν ἁμαρτάνουν ὅταν παντρεύονται τίς γυναίκες τῶν γιῶν τους ἄν οἱ γιοί τους τίς χωρίσουν». Στόν στῖχο 50 παρουσιάζει τόν Θεό νά τοῦ λέει: «Προφήτη σοῦ ἐπιτράπηκε νά παντρευτεῖς μέ τίς γυναίκες στίς ὁποῖες ἔδωσες προίκα, μέ τίς αἰχμάλωτες τίς ὁποῖες κέρδισες μέ τήν δύναμη τῶν χεριῶν σου, μέ τίς κόρες τῶν θείων σου καί ὅσων σέ ἀκολούθησαν, ὅπως καί μέ κάθε εὐσεβή γυναίκα ἡ ὁποία ἀφιέρωσε τήν ψυχή της σέ ἐσένα…Μή φοβᾶσαι μήπως ἐνοχοποιηθεῖς ἄν κάνεις χρήση τῶν δικαιωμάτων σου» καί στό στῖχο 51 συνεχίζει : «Μπορεῖς νά ἀναβάλεις τήν ἐπαφή μέ ὅποια συζυγό σου θελήσεις καί νά δεχθεῖς στό κρεβάτι σου ὅποιαν θελήσεις ἀκόμα καί ὅποια στό παρελθόν παραμέλησες ἀλλά τήν ἐπεθύμησες καί πάλι». Σάν ἐννάτη συζυγό του παντρεύτηκε τήν ἑπταετή κορασίδα Ἀϊσέ. Αὐτός λοιπόν, στό τραγελαφικό του Κοράνιο στήν σούρα «Τό στρωμένο Τραπέζι» (Ἀλ-Μάιντα) στό στῖχο 17 γράφει : «Ἄπιστοι εἶναι ὅσοι λένε πῶς ὁ Μεσσίας ὁ γιός τῆς Μαρίας εἶναι Θεός. Πές τους ποιός μπορεῖ νά σταματήσει τόν Θεό ἄν θέλει νά καταστρέψει τόν Μεσσία καί τήν μητέρα του καί ὅλα τά ὄντα στη γῆ;», θέση πού ἐπαναλαμβάνει καί στό στῖχο 72 καί στό στῖχο 75 ἰσχυρίζεται ὅτι: «Ὁ Μεσσίας ὁ γιός τῆς Μαρίας ἁπλῶς εἶναι ἀπόστολος». Στή σούρα «Οἱ γυναῖκες» (Ἀλ Νισσά) στό στῖχο 171 ἰσχυρίζεται : «Ὁπαδοί τῶν γραφῶν μή ξεπερνᾶτε τά ὅρια τῆς θρησκείας σας… Νά πιστεύετε λοιπόν στό Θεό καί στούς ἀποστόλους καί νά μή λέτε πώς ὑπάρχει ἁγία τριάδα. Σταματῆστε νά το λέτε αὐτό καί θά ὠφεληθεῖτε». Στήν προαναφερθεῖσα σούρα «Τό στρωμένο Τραπέζι» (Ἀλ Μάιντα) στόν στῖχο 116, παρουσιάζει τό Κύριο νά συνομιλεῖ μέ τόν «Θεό» μέ τά ἑξῆς : «Καί εἶπε ὁ Θεός στόν Ἰησοῦ τόν γιό τῆς Μαρίας : «Εἶπες ποτέ ἐσύ στούς ἀνθρώπους θεωρῆστε ἐμένα καί τήν μητέρα μου Θεό στή θέση τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ;» «Ὄχι, στό ὄνομα τῆς δόξας Σου», ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς».

Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω διερωτῶμαι ποιές διαθρησκειακές σχέσεις μπορεῖ νά ὑπάρχουν μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ὑβριστῶν καί ἀπομειωτῶν τοῦ Παναγίου Προσώπου Του, Ἑβραίων καί Μουσουλμάνων πού ἐμμένουν σατανικῶς σέ αὐτές;

Τό σύγχρονο στρατήγημα τοῦ βυθίου δράκοντος, μετά τήν οἰκτρή ἀποτυγχία τοῦ ἀμέσου πολέμου κατά τοῦ Παναχράντου Προσώπου τοῦ Κυρίου, μέ τούς διωγμούς, τίς αἱρέσεις, τήν δῆθεν ἐπιστημονική ἀθεΐα, τήν κρατική ἐπικράτησί της ἐπί ἑβδομήντα χρόνια, εἶναι ἡ διαμέσου τῆς λεγομένης συναφειακῆς καί μεταπατερικῆς «θεολογίας» καί τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ παρουσίασις ἑνός κίβδηλου καί ἀνυπάρκτου Χριστοῦ, μέσα στόν ὁποῖον χωροῦν τά πάντα, τό ψέμμα καί ἡ ἀλήθεια, ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ αἵρεσις, ἡ ἠθική καί ἡ ἀνηθικότης, ὥστε νά κατανοεῖ κανείς εὐχερῶς τόν λόγον τοῦ Σωτῆρος Κυρίου: «Πλήν ὁ Ὑιός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἄρα εὑρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;» (Λουκ.18,8), ἀλλά καί τόν τρομερότερο ἀφορισμό Του: «πολλοί ἐροῦσι μοι ἐν ἐκείνῃ τῆ ἡμέρᾳ‧ Κύριε Κύριε, οὖ τῷ σῷὀνόματι προεφητεύσαμεν καί τῷ σῷὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καί τῶ σῷὀνόματι δυνάμεις πολλάς ἐποιήσαμεν; καί τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς‧ ἀποχωρεῖτε ἀπ’ἐμοῦ οἱ ἐργασάμενοι τήν ἀνομίαν» (Ματθ. 7,22-23).

Διαφωνῶ ἀπολύτως καί μέ τό ψηφισθέν κείμενο «Τό Αὐτόνομο καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ» διότι ἡ αὐτονομία εἶναι μέγας πειρασμός καί μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ κατακερματισμό κρατῶν καί σέ διάσπαση Λαῶν καί στήν ἔξαρση τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει Συνοδικῶς καί Πανορθοδόξως καταδικασθεῖ ὡς αἵρεση. Θεωρῶ δέ ὡς Ἐθνικό ἔγκλημα τήν ὁποιαδήποτε Ἐκκλησιαστική αὐτονόμηση τῆς Βορείου Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀναπόδραστα θά ὁδηγήσει στήν «Κοσοβοποίηση» τῆς Δυτικῆς Θράκης καί σέ Ἐθνική Καταστροφή. Νομίζω ταπεινῶς ὅτι ἡ κανονική πρόβλεψι τοῦ 17ουΚανόνος τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι ἡ μόνη ὀρθή λύσι τοῦ συγκεκριμένου θέματος.
Ἐν κατακλείδι παραθέτω ἕνα μικρό Συναξάριο, ὄχι κάποιας Μονῆς «φονταμεταλιστῶν» ἀλλά ἑνός «φιλοπατριαρχικοῦ» Μοναστηριοῦ, τῆς Ἱ. Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἁγ. Ὄρους, ἀπό τό νέο Συναξαριστή τοῦ Ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου σελ. 62 – 64 (Τόμος Α΄ Σεπτέμβριος, Ἐκδ. Ἴνδικτος 2001), πού ἀναφέρεται στό Ἅγιο Ὁσιομάρτυρα Ἀθανάσιο Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Ὁσίου Συμεών τοῦ Στυλίτου εἰς Μπρέστ – Λιτόβσκ, ὁ ὁποίος μαρτύρησε στίς 5/9/1648: «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Βίλνα (σημερινὴ πρωτεύουσα τῆς Λιθουανίας) τῆς Μικρορωσίας τὸ 1596, τὸν ἴδιο χρόνο ποὺ ἔγινε στὸ Μπρὲστ – Λιτὸβσκ ἡ ψευδοένωσις μεταξὺ τῆς Ρώμης καὶ ὡρισμένων Ρώσων ἐπισκόπων. Υἱὸς εὐγενοῦς στὴν καταγωγὴ Λιθουανοῦ, ἀρκετὰ πτωχοῦ παρὰ ταῦτα, ἔλαβε εὐρεῖα καὶ σπάνια μόρφωσι γιὰ τὴν ἐποχή του.

Ἦταν κάτοχος πολλῶν ξένων καὶ ἀρχαίων γλωσσῶν καὶ βαθὺς γνώστης τόσο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τῶν φιλοσόφων καὶ θεολόγων τῆς Δύσεως.

Γιὰ λίγα χρόνια ὁ ἅγιος ἐργαζόταν ὡς οἰκοδιδάσκαλος, ὥσπου τὸ 1627 ἐκάρη μοναχὸς στὴν μονὴ τοῦ Χουτίν, κοντὰ στὴν Ὄρσα τῆς Μικρορωσίας (σημερ. Λευκορωσία). Τὸ προπύργιο αὐτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἔμεινε ἀπείρακτο ἀπὸ τὶς πολωνικὲς δυνάμεις κατοχῆς, διεδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στὸ νὰ ἀντισταθῇ ὁ ὀρθόδοξος λαὸς κατὰ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς προπαγάνδας. Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀθανάσιος συμπλήρωσε τὴν μοναχική του κατάρτισι καὶ σὲ ἄλλα ὀνομαστὰ μοναστήρια.

Ὅταν χειροτονήθηκε ἱε ρεύς, ὁ μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας (1596-1647) τοῦ ἀνέθεσε τὴν ἀνακαίνισι τῆς μονῆς τοῦ Κουπυάτιτσκ. Μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψι, ἔκανε ἕ να ἐπικίνδυνο ταξίδι στὴν Μόσχα, διασχίζοντας ἐδάφη κατεχόμενα ἀπὸ Πολωνούς, μὲ σκοπὸ νὰ ἐκθέσῃ στὸν τσάρο τὴν κακὴ στάσι τῶν τοπικῶν ἀρ χῶν ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων στὶς βορειοδυτικὲς περιοχὲς τῆς Ρωσίας καὶ νὰ ζητήσῃ συνδρο μὴ γιὰ τὴν ἀνακαίνησι τῆς μονῆς του. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας ἐπέτυχε στὴν ἀποστολή του καὶ ἄρχισε τὶς ἐργασίες. Δύο χρόνια ὅμως ἀργότερα ἀναγκάσθηκε νὰ τὶς ἐγκαταλείψῃ, διότι ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ ὁσίου Συμε ὼν τοῦ Στυλίτου στὸ Μπρὲστ-Λιτόβσκ.

Ἀπὸ τότε ἀποδύθηκε σὲ νέο καὶ ἀκαταπόνητο ἀγῶνα ἐναντίον τῆς Οὐνίας, τοῦ προσηλυτιστικοῦ αὐτοῦ τρόπου τῶν Λατίνων ποὺ εἶναι συγκεκαλυμμένος μὲ ὀρθόδοξα λειτουργικὰ τυπικὰ καὶ συνήθειες. Ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια ὁ ἅγιος μὲ τὴν προσευχή, τὸ κήρυγμα καὶ τὰ συγγράμματά του στηλίτευε καὶ ἀπέρριπτε τὴν ψευδοένωσι τῆς Μπρέστ, ἐπανέφερε δὲ τοὺς πλανηθέντας στὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Πολωνοὶ στρατιῶτες καὶ ἔποικοι βασάνιζαν τοὺς ὀρθοδόξους πληθυσμοὺς τῶν κατεχομένων περιοχῶν μὲ βαρβαρικὴ ὠμότητα, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἰησουῖτες ἱεραπόστολοι δὲν ἐδίσταζαν νὰ χρησιμοποιήσουν τὶς πιὸ ἀπάνθρωπες μεθόδους, προκει μένου νὰ στερεώσουν τὴν δική τους πίστι στὴν Μικρορωσία. Ὁ ἅγιος ἀποφάσισε νὰ μεταβῇ στὸν βασιλέα τῆς Πολωνίας Βλαδίσλαο Δ΄(1632-1648), γιὰ νὰ μεσολαβήσῃ, ὥστε οἱ ὀρθόδοξοι νὰ ἔχουν πιὸ ἀνθρώπινη μεταχείρισι. Ὁ βασιλεὺς κάμφθηκε ἀπὸ τὴν παράκλησί του καὶ μὲ διάταγμα ἔθετε τέρμα σὲ αὐτὲς τὶς καταχρήσεις τῆς ἐξου σίας, ἀλλὰ οἱ δημόσιοι λειτουργοί του δὲν τὸ ἐφήρμοσαν. Στὴν Βαρσοβία ἡ κατάστασις τῶν ὀρθοδόξων ἦταν ἀκόμα χειρότερη. Σὲ ἑορτάσιμες ἡμέρες οἱ Πο λωνοὶ καὶ οἱ οὐνῖτες ἔβαζαν φωτιὰ σὲ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες γεμᾶτες πιστούς, ὅπως καὶ ἄλ λοτε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν μεγάλων διωγμῶν.

Μόνος στὸν ἀγῶνα, μὲ μόνη παρηγοριὰ τὴν Παναγία, ὁ Ἀθανάσιος συνέχισε τὶς προσπάθειές του. Τὸ 1643, ὕστερα ἀπὸ μία νέα θεία ἀποκάλυψι, κατέφυγε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸ Συμβούλιο Ἐπικρατείας τῆς Πολωνίας. Ἐνῷ κέρδισε τὴν προστασία τοῦ κράτους ὑπὲρ τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου του, ὡρισμένοι ὀρθόδοξοι γαιοκτήμονες, φοβούμενοι μήπως ζημιωθοῦν τὰ συμφέροντά τους, διέδωσαν ὅτι ἦταν τρελλὸς καὶ κατόρθωσαν νὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ τὸ ἀξίωμα, νὰ καθαιρεθῇ ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη καὶ νὰ σταλῇ στὸ Κίεβο γιὰ ἐξέτασι.

Παρὰ τὶς κακόβουλες προσπάθειές τους ὁ ἅγιος δικαιώθηκε καὶ ἐπέστρεψε ὡς ἡγούμενος στὸ μοναστήρι του, ἀλλὰ δὲν ἔμεινε ἥσυχος γιὰ πολύ, σύντομα ξανάρχισαν οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν ὀρθοδόξων.

Ἐνῶ ἑτοίμαζε μία ἀναφορὰ πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Πολωνίας, συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε προτοῦ τὴν ὁλοκληρώση. Ἀφέθηκε ἐλεύθερος ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια, ἀλλὰ τὸ 1648 ὁ διωγμὸς συνεχίσθηκε σφοδρότερος. Ἦταν τόσο αἱματηρός, ὥστε ὁ λαὸς τῆς Μικρορωσίας ἐξεγέρθηκε καὶ ἀπαίτησε τὴν ἀποχώρησι τῶν πολωνολιθουανικῶν δυνάμεων καὶ τὴν ἀπόδοσι τῶν ρωσικῶν ἐδαφῶν στὸν τσάρο. Οἱ πολωνικὲς ἀρχὲς συνέλαβαν ἀμέσως τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ κινήματος καὶ τοὺς ἐπιφανεστέρους ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες. Ὁ Ἀθανάσιος φυλακίσθηκε καί, παρὰ τὶς παντὸς εἴδους σωματικὲς καὶ ἠθικὲς κακώσεις ποὺ ὑπέστη, τόσο ἐκ μέρους τῶν δεσμοφυλάκων, ὅσο καὶ τῶν καθολικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, συνέχισε νὰ ἐλέγχῃ τοὺς ἑνωτικοὺς καὶ νὰ ἀναθεματίζῃ τὴν ἕνωσι. Τὸν βασάνισαν βάζοντας στὸ σῶμα του ἀναμμένα κάρβουνα, τὸν ἔγδαραν καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανό. Ἐπειδὴ ἀκόμη ἀνέπνεε, τὸν τουφέκισαν, νεκρὸ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔρριξαν τὸ σῶμα του σὲ ἕνα βόθρο. Τὸ τίμιο λείψανό του βρέθηκε μετά 17 χρόνια ἄφθαρτο, εὐωδιάζον καὶ μέχρι σήμερα ἐπιτελεῖ θαύματα».

Ὡς ὁ ἁμαρτωλότερος λοιπόν πάντων, συντάσσομαι μέ τόν Θεό πού διετήρησε ἀδιάφθορο, ἀδιαλώβητο καί εὐωδιάζον τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Του μέσα στό βόθρο καί ὄχι μέ ἐκείνους πού τό ἔρριψαν μέσα.
Ἑπομένως δέν θά συμμετάσχω στό «ἀνόσιο παίγνιο» τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

πηγή: http://www.pentapostagma.gr/

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ο Σιμωνοπετρίτης7. Πνευματική Μελέτη(*)


Περί Θεού: Λόγος Αισθήσεως

© 2004, ΙΕΡΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΟΡΜΥΛΙΑΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2004.




Είναι πολύ μεγάλο το θέμα της πνευματικής ζωής που αρχίσαμε από την προπερασμένη Κυριακή. Είδαμε την πνευματική ζωή σαν έναν δρόμο, που αρχίζει από την ζωή αυτή με σκοπό να φθάση επάνω στον ουρανό. Είναι μια ζωή που έχει μεταφορικό μέσο τα φτερά του Αγίου Πνεύματος, διότι δεν είναι δυνατόν κανείς να φθάση πεζός στον ουρανό. Δεν είναι δυνατόν κανείς με τις δικές του δυνάμεις, με τον δικό του αγώνα, με την δική του αρετή να φθάση επάνω εις τον Θεόν. Πρέπει να βασισθή στα δυνατά και τα ταχύτατα φτερά του Αγίου Πνεύματος• πρέπει να στηριχθή αποκλειστικώς στην θεία χάρι και να καταβάλη μόχθο, αγώνα, κόπο, ιδρώτα, να θυσιάση τον εαυτό του.

Είδαμε εν συνεχεία ένα μέσον της πνευματικής ζωής, τον γάμο, που είναι μυστηριακό σημάδι της παρουσίας του Θεού, στον οποίον έρχεται το Πνεύμα το Άγιον, για να ενώση το παρόν με το μέλλον, την στιγμή εκείνη την κρίσιμη, αλλά και την κάθε στιγμή της ζωής μας, με την αιωνιότητα.

Ας δούμε σήμερα ένα δεύτερο σημάδι της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, ένα μυστικό σημάδι, την πνευματική μελέτη.

Όλοι οι άνθρωποι από τα μικρά τους χρόνια διαβάζουν πολύ. Σήμερα, μάλιστα, στην εποχή της επιστήμης, των γραμμάτων και της προόδου, πρέπει κανείς να διαβάζη πολύ• εάν δεν διαβάζης, είσαι σαν τυφλός. Διαβάζεις εσύ και προτρέπεις το παιδί σου από τα πρώτα του χρόνια να διαβάζη, για να μην αποτύχη στην ζωή του. Ο καθένας διαβάζει ανάλογα με την τέχνη του ή την επιστήμη του, με την μόρφωσί του, με τις δυνατότητες που έχει, με την κοινωνική θέσι• άλλος λιγώτερο, άλλος περισσότερο.

Το παιδί σου, εάν έχη παιδεία, διαβάζει φιλοσοφία, αρχαίους κλασσικούς συγγραφείς, για να μπόρεση να μορφώση το πνεύμα του. Φαντάζομαι ότι οπωσδήποτε το παροτρύνεις να διαβάζη και ξένες γλώσσες, διότι λένε ότι, αν ξέρης μια ξένη γλώσσα, είναι σαν να έχης δυο ακόμη μάτια. Το παιδί σου διαβάζει βιβλία κοινωνικά, εγκυκλοπαιδικά, επιστημονικά, δεν ξεύρω τι άλλο, για να μπορή να έχη μία επαφή με την σύγχρονη πραγματικότητα. Να μπορή να καταλαβαίνη τον άνθρωπο που είναι απέναντί του και να επικοινωνή, να είναι προσγειωμένο στις απαιτήσεις και συνθήκες της εποχής του, για να μην είναι ένας μετέωρος άνθρωπος.

Όλα αυτά είναι χρήσιμα. Δεν αρκούν όμως, ούτε μπορούμε να τα διαβάζωμε όλοι μας. Εμείς μιλάμε για την πνευματική ζωή και το θέμα μας είναι τα βιβλία που πρέπει να διαβάζωμε απαραιτήτως, διότι μας χρειάζονται στο ταξίδι μας για τον ουρανό. Τα βιβλία στα οποία, όταν τα διαβάζης, ξεύρεις ότι μιλάει ο ίδιος ο Θεός. Είναι εργαλεία της πνευματικής ζωής και χωρίς αυτά είναι αδύνατον να φθάση κανείς στον παράδεισο.

Ποια είναι τα βιβλία της χριστιανικής ζωής; Είναι πάρα πολλά. Είναι εκείνα που με μία λέξι περιεκτική τα ονομάζομε πνευματικά βιβλία. Αλλά όμως από όλα αυτά τα βιβλία, επιτρέψτε μου -σήμερα που το θέμα μας είναι η πνευματική μελέτη, το μυστικό αυτό σημάδι της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην ζωή μας- να αναφέρω ωρισμένες μόνον κατηγορίες. Δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν όλα παρά μόνον εκείνα που η Εκκλησία μας ξεχώρισε με την ιστορία της και με την ζωή της και με τα αίματά της και μας τα έδωσε, για να τα έχωμε καθημερινό εντρύφημα. Εκείνα στα οποία δεν διαβάζεις σκέψεις ανθρώπινες, κριτήρια ανθρώπινα, λογική ανθρώπινη, αλλά βρίσκεις την κρίσι και την λογική του Θεού, το Πνεύμα του Θεού• ομιλεί ο ίδιος ο Θεός. Οι συγγραφείς των είναι τα θεόπνευστα όργανα(1), τα οποία έγιναν υπηρέτες του Αγίου Πνεύματος.

Θα αναφερθώ στα βιβλία που σου δίνει η Εκκλησία. Τα ανοίγεις και βλέπεις να σου μιλά ο Θεός. Νοιώθεις αμέσως το φτερούγισμα του Πνεύματος. Νοιώθεις να απαντά ο Θεός στις απορίες σου. Βλέπεις να διαλύη τα σκοτάδια σου, να ανοίγη τους δρόμους σου, όταν υπάρχη μπροστά σου αδιέξοδο. Βλέπεις να μην αφήνη κανένα σημάδι σκοτεινό μέσα στο πέρασμά σου. Τότε γεμάτος χαρά φωνάζεις: «νυν ηρξάμην λαλήσαι προς τον Κύριόν μου. Εγώ δε ειμί γη και σποδός»(2). Άρχισα να κουβεντιάζω με τον Θεόν μου, με τον Χριστόν μου. Και τι είμαι εγώ που μιλάω μαζί του; Στάχτη είμαι, πηλός είμαι. Μου κάνει όμως αυτήν την χάρι ο Θεός.

Εάν δεν έχης τα βιβλία αυτά μαζί σου στο ταξίδι σου, δεν θα φθάσης ποτέ στο τέρμα. Μέσα από αυτά σε καλεί ο Θεός. Σου δείχνει με το χέρι του από πού να πας. Σου λέγει: Duc in altum, έλα, παιδί μου, επάνω στα ύψη. Το νοιώθεις. Όπως εκείνος ο άγιος άνθρωπος, ο οποίος άφηνε πολλές φορές την συντροφιά του με την δικαιολογία: κάποιος με περιμένει στο δωμάτιό μου. Δεν ήξευραν ποιος είναι. Πίστευαν ότι είναι κάποιος άνθρωπος, ενώ εκείνος πήγαινε και άνοιγε τα βιβλία του. Μέσα στο βιβλίο τον περίμενε ο ίδιος ο Θεός(3).

Ποια είναι λοιπόν τα βιβλία αυτά;

Πρώτον, εκείνα που ονομάζονται πατερικά. Συγγραφείς των ήσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, τα όργανα του Αγίου Πνεύματος, οι φλογεροί εκείνοι διδάσκαλοι που ήσαν πύρινοι όταν μιλούσαν και οξυγράφοι όταν έγραφαν. Μας άφησαν με την πνοή του Αγίου Πνεύματος τα αθάνατα αριστουργήματά τους. Αλήθεια, τι θησαυρό θα χάναμε, αν δεν υπήρχαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας! Έζησαν με προσευχές, με αγρυπνίες, με νηστείες. Αγάπησαν τον Θεόν ολότελα και τους αγάπησε ο Θεός αποκλειστικά αξιώνοντάς τους να μας αφήσουν τα αθάνατα αυτά έργα, που είναι πολυτιμότερα από το χρυσάφι όλου του κόσμου(4).

Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έζησαν περίπου καθ' όμοιον τρόπον. Μια ματιά θα ρίξωμε μόνον στον Βίο ενός Πατρός, του Μεγάλου Βασιλείου, και θα είναι σαν να έχωμε μπροστά μας όλη την χορεία των αγίων Πατέρων. Σπούδασε στις γνωστές και μεγάλες σχολές της εποχής του φιλοσοφία, ρητορική, αστρονομία, μαθηματικά, ιατρική. Έγινε ρήτωρ. Το μέλλον του χαμογελούσε και οι επιτυχίες ξεπερνούσαν η μία την άλλη. Τι έγινε όμως τότε; Αυτή η ωραία ψυχή, αυτή η αστραφτερή διάνοια, αυτή η ευαίσθητη και θεόπαθη καρδιά δεν υποδουλώθηκε σε χωμάτινες επιδιώξεις. Άφησε συγγενείς και φίλους και πήγε σε μια ερημιά του Πόντου. Εκεί, αν και ήταν από μικρό παιδάκι καχεκτικός και φιλάσθενος και συχνά κινδύνευσε να πεθάνη, έζησε πέντε χρόνια σκληρή ζωή μέσα στην μούχλα και στην υγρασία, κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες, μέσα σε ένα υπόγειο, μακριά από τις ζητωκραυγές των ανθρώπων(5).

Και μια νύκτα, περασμένα μεσάνυκτα, όπως μας λέγει ο αδελφός του ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, «έλλαμψις αυτώ φωτός γίνεται• άϋλον δε τι το φως εκείνο θεία δυνάμει καταφωτίζον το οίκημα, υπ' ουδενός πράγματος υλικού εξαπτόμενον»(6). Τον επισκέφθηκε μέσα στο ερημητήριό του ο Θεός. Άστραψε και το σκοτάδι έγινε ημέρα και εκείνος έγινε σαν ήλιος. Ένα φως, χωρίς να έρχεται από κάπου. Όπως μπήκε ο Χριστός στο υπερώο, χωρίς να υπάρχουν παράθυρα και πόρτες ανοιχτές(7), έτσι μπήκε και εκεί όπου ήταν ο Μέγας Βασίλειος . Είδε τον Θεόν με τα πνευματικά του μάτια ο Βασίλειος και είπε: «Τι του θείου κάλλους θαυμασιώτερον; Τι του θείου κάλλους ερασμιώτερον;»(8)• τι υπάρχει ωραιότερο και θαυμασιώτερο και ομορφότερο και πιο αξιαγάπητο από την πνευματική ομορφιά, την ομορφιά του Θεού; Με αυτήν την φώτισι που έλαβε, μπόρεσε και έγραψε τα αριστουργήματα, τα οποία άφησε για να μας φωτίζη.

Έτσι περίπου έγραψαν τα βιβλία τους οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, και με αυτά μας παίρνουν από το χέρι και μας οδηγούν από κορυφή σε κορυφή, από βουνό σε βουνό, μέχρι πάνω από τα αστέρια, εκεί όπου είναι ο θρόνος του Θεού και γύρω του οι φίλοι του, οι άγιοι. Κατά τον ίδιο τρόπο μας άφησαν τον λόγο τους ο άγιος Χρυσόστομος, ο άγιος που γιορτάζομε αύριο, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο αετός του Πνεύματος(9).

Μα, θα μου πήτε: Πάτερ, ωραία τα λες, αλλά πού θα βρούμε τα βιβλία αυτά; Μη στενοχωριέστε. Αν μέχρι τώρα δεν έχετε ψάξει, θα δήτε πόσο εύκολο είναι να τα βρήτε και να τα διαβάσετε, και αν ακόμη έχετε τελειώσει μόνον το δημοτικό σχολείο. Υπάρχουν τόσες μεταφράσεις σήμερα, ώστε σε όλους μας οι Πατέρες είναι προσιτοί. Ο αείμνηστος μητροπολίτης μας Διονύσιος δεν έχει γράψει προσφάτως δύο βιβλία, στα οποία μετέφρασε κείμενα Πατέρων της Εκκλησίας(10); Πόσα βιβλία και πόσοι λόγοι του αγίου Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου, του αγίου Νικοδήμου, Παύλου της Ευεργέτιδος και τόσων άλλων Πατέρων υπάρχουν και κυκλοφορούν! Απλά είναι τα γραφόμενά τους.

Θα διάβασης και θα ανοιχθούν τα μάτια σου(11). Όπως, όταν κάθεσαι μέσα στο σκοτάδι και ξαφνικά έρχωμαι και σου ρίχνω στο πρόσωπο έναν προβολέα, ανοίγεις τα μάτια σου καλά καλά, το ίδιο θα νοιώσης, όταν διάβασης τα βιβλία που έγραψαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Τα βιβλία αυτά γίνονται οι φακοί με τους οποίους βλέπομε τον ήλιο, τον Χριστόν.

Ας έλθωμε τώρα σε μια δεύτερη κατηγορία βιβλίων, τους Βίους των αγίων, των φίλων της Εκκλησίας μας, που σκύβουν στο στήθος του Χριστού και ζουν μέσα στους κόλπους του• αυτοί είναι η οικογένεια του Χριστού και πρέπει και εμείς να είμαστε εκεί. Τους ξεύρομε τους αγίους της Εκκλησίας μας; Είναι τα αδέλφια μας. Ανήκομε στην ίδια οικογένεια• έχομε τον ίδιο πατέρα, τον Θεόν, την ίδια μητέρα, την Εκκλησία. Τρώμε το ίδιο φαγητό, την θεία κοινωνία. Είμαστε ομογάλακτοι και ομοτράπεζοι. Βγήκαμε από την ίδια πνευματική γαστέρα. Ξεύρομε αυτά τα αδέλφια μας, τους αγίους της Εκκλησίας;

Διαβάζεις την ζωή των αγίων και βλέπεις μπροστά σου ζωντανές μεταφράσεις του Ευαγγελίου και εμπνέεσαι(12). Τους γνωρίζεις σιγά σιγά. Βλέπεις πώς γεννήθηκαν, ποια ήταν η κατά σάρκα μητέρα τους, πώς άρχισαν την ζωή τους, πώς έχυσαν τους ιδρώτες τους, τα αγιασμένα τους δάκρυα, πώς πότισαν την γη με το πολύτιμο, το ζεστό τους αίμα• το αίμα εκείνο που ήταν ενωμένο με το αίμα του Χριστού. Ενθουσιάζεσαι και σου έρχεται να πηδήσης για να φτάσης ψηλά. Τους διαβάζεις και τους νοιώθεις μαζί σου, σαν να ακούς την αναπνοή τους. Σαν να καθώμαστε όλοι μαζί και ύστερα από λίγο σας λέγω: Κουραστήκατε, αγαπητοί μου, ας κάνωμε έναν περίπατο. Κάνομε περίπατο και κουβεντιάζομε όλοι μαζί φιλικά σαν μία οικογένεια. Έτσι νοιώθεις τους αγίους μέσα στην ζωή σου, όταν τους διαβάζης. Σου γεννιέται αμέσως το ερώτημα: Αυτός ο άγιος δεν ήταν άνθρωπος σαν εμένα; Πώς έγινε άγιος; Μπορώ και εγώ να γίνω άγιος. Βλέπεις τον ηρωισμό του, την αγάπη του προς τον Θεόν και η καρδιά σου εξάπτεται, ενθουσιάζεται και θέλεις ακόμη και να τον ξεπεράσης. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού»(13). Τον δόξασαν τον Θεόν. Ολόκληρο νέφος από μυριάδες αγίους(14), οι οποίοι ακόμη δεν πήραν τα στεφάνια τους, διότι περιμένουν και εμάς. Όπως μαζεύεται η οικογένεια στο σπίτι για το δείπνο και όταν λείπη ένα παιδί το περιμένουν, έτσι και οι άγιοι στον ουρανό περιμένουν εμάς(15), εμένα, εσένα. Σκέπτεσαι τι σημαίνει να καθυστερής στον δρόμο της πνευματικής σου πορείας; Για σκέψου να σε περιμένουν όλες οι στρατιές των αγίων και συ να κάθεσαι να χρονοτριβής με ασήμαντα πράγματα. Άφησε τα• σήκωσε την καρδιά σου όπου και αν είσαι, μέσα στο σπίτι σου, στο μαγαζί σου, με τα παιδιά σου, με τον ή την σύζυγο σου• ακόμη, σε δύσκολο τόπο κράτησε την καρδιά σου εκεί ψηλά. Θα μπόρεσης, αν διαβάζης τους Βίους των αγίων και βαπτίζεσαι μέσα στον ενθουσιασμό τους.

Τρίτον, ας δούμε τα εκκλησιαστικά μας βιβλία. Κάθε φορά που ερχόμαστε στην Εκκλησία, σε εκείνο το Ψαλτήρι τι ωραία πράγματα διαβάζονται! Διαβάζεις την Παρακλητική και νοιώθεις βάλσαμο στην ψυχή σου. Διαβάζεις το Τριώδιο, που ψάλλεται την Μ. Τεσσαρακοστή, και άθελα σου νοιώθεις να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια σου• όχι δάκρυα συναισθηματικά, ψεύτικα, αλλά από τα βάθη της ψυχής σου. Διαβάζεις το Πεντηκοστάριο και χαμογελάει η ψυχή σου• νοιώθεις ότι ζης στον ουρανό. Μα, αν δεν τα έχης αυτά, τουλάχιστον δεν έχεις τον Συνέκδημο που είναι μια περίληψι όλων αυτών; Πάρε ένα Συνέκδημο και μάθε πώς χρησιμοποιείται. Θα δης πόσο έχεις να ωφεληθής.

Και μαζί με αυτά, αν έχης τελειώσει το γυμνάσιο, μάθε να διαβάζης βιβλία θεολογικά, που μιλούν για την πίστι του Χριστού την αγία• την πίστι που την κλωτσούν οι αιρετικοί, αλλά που πρέπει εσύ να την φωλιάσης μέσα στο μυαλό σου και στην καρδιά σου.

Και μια ακόμη κατηγορία βιβλίων που την άφησα στο τέλος, γιατί είναι για μας η σπουδαιότερη. Ποια είναι; Η Αγία Γραφή. Η Καινή Διαθήκη, η Παλαιά Διαθήκη. Την διαβάζομε; Φοβάμαι μήπως, ιδιαίτερα την Παλαιά Διαθήκη, δεν την διαβάζωμε. Εκεί πια είναι που μιλάει ολοκάθαρα ο Θεός. Εκεί διαβάζεις: «Τάδε λέγει Κύριος». Μιλάει ο Θεός. Και ο πιο αγράμματος μπορεί να διαβάση την Αγία Γραφή. Αν δεν την καταλάβη σήμερα, θα την καταλάβη αύριο.

Θυμάμαι, όταν ήμουν φοιτητής, ότι είχα πάει σε ένα σχολείο για να κάνω τον «δάσκαλο»• εγώ το νεαρούλι να μιλήσω στους μαθητές. Έξω από την πόρτα του σχολείου ήταν μια κυρούλα, που πωλούσε κουλούρια. Πόσα δεν μου δίδαξε και πόσο δεν με ταπείνωσε! Διάβαζε.
- Τι διαβάζεις, κυρούλα; της λέγω.
- Το Ευαγγέλιο, παιδί μου.
- Μα το καταλαβαίνεις;
- Αμέ, το δευτερώνω. Το διαβάζω για δεύτερη φορά και το καταλαβαίνω καλύτερα από την πρώτη. Και άμα το διαβάσω πάλι από την αρχή, θα καταλάβω ακόμη πιο πολλά.

Συγχώρεσέ με, Θεέ μου, είπα τότε για τον εαυτό μου.

- Δεν μου λες, κυρούλα, ξεύρεις ότι υπάρχει και μετάφρασις του Ευαγγελίου;
- Αλήθεια, παιδί μου, πόσο κάνει; Να δανειστώ και να σου τα δώσω, να μου την φέρης.

Δεν της χρειαζόταν. Της έστειλα όμως την ερμηνεία ως δώρο. Δεν την χρειαζόταν. Είχε φλόγα. Και αν έχης φλόγα, σου τα λέγει όλα ο Θεός.
Η Αγία Γραφή είναι το μεγαλύτερο δώρο που άφησε ο Θεός στον άνθρωπο. Να το καταλαβαίναμε! Όπως κάποιος συγγραφεύς ο οποίος, ενώ είχε τόσα βιβλία μπροστά του, έλεγε στην γυναίκα του:
- Φέρε μου το βιβλίο μου.
- Μα ποιο βιβλίο από όλα;
- Καημένη, ρωτάς ποιο βιβλίο; Ένα είναι το βιβλίο, η Αγία Γραφή, απαντούσε ο μεγάλος αυτός συγγραφεύς. Κάθε πρωί την διάβαζε για να ανάβη το λυχνάρι της ψυχής του, για να φωτίζεται από τον Θεόν.

Ας δούμε τώρα τι χρειάζεται να κάνωμε, για να έχη επιτυχία η πνευματική μας μελέτη και ποιοι είναι οι καρποί της.

Πρώτον, για να διάβασης τα πνευματικά βιβλία και για να έχουν απήχησι μέσα στην ψυχή σου, σου χρειάζεται κόπος και προσευχή. Ας το ομολογήσωμε, είμαστε ράθυμοι. Το ξεύρετε, φαντάζομαι, ότι υπάρχουν σε σπίτια βιβλιοθήκες που έχουν στα ράφια τους μόνον ζωγραφισμένες τις ράχες βιβλίων! Κοιτάζεις και λες: Τι αριστουργήματα περιέχει αυτή η βιβλιοθήκη! Ομήρου Ιλιάς, Θουκυδίδου Ιστορία, Δημοσθένους Λόγοι. Αλλά, εάν προσπαθήσης να τα ανοίξης, δεν ανοίγουν, διότι δεν είναι βιβλία παρά μόνον ζωγραφισμένες ράχες. Δεν διαβάζει ο άνθρωπος• θέλει μόνον να δείχνη πως είναι πολιτισμένος και πνευματικός.

Πρέπει όμως να πιστεύωμε ότι οι ψυχές μας δεν χρειάζονται τροφή αλλά το βιβλίο, διότι το βιβλίο είναι ο λόγος του Θεού(16). Να διαβάζης ημέρας και νυκτός, όπως λέγει η Αγία Γραφή(17), «ανιστάμενος, καθήμενος, κοιταζόμενος»(18). Σηκώνεσαι, κάθεσαι, ξαπλώνεις, να διαβάζης. Να αποτραβιέσαι οποιαδήποτε ώρα σε ένα ήσυχο μέρος του σπιτιού σου• να αφήνης τους θορύβους έξω, να κλείνεσαι εκεί και να ανοίγης το βιβλίο, για να μπορέσης να το απολαύσης. Αν μπορής να δοκιμάσης να διαβάζης τα πνευματικά βιβλία την νύκτα, έστω και μια φορά την εβδομάδα, τότε θα δης την ευλογία του Θεού(19). «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε, ο Θεός, διότι φως τα προστάγματά σου επί της γης»(20). Την νύκτα να ανάβης το θεϊκό φως που φωτίζει την γη.

Κοπίασε, επιδίωξε την ησυχία και θα δης ότι θα γνωρίσης τον Θεόν, θα διαλυθούν όλες οι αμφιβολίες σου, όλες οι δυσκολίες σου. Όταν ανατέλλη ο ήλιος, να σε βρίσκη με το βιβλίο στο χέρι(21), όπως έλεγαν οι παλαιοί. Προηγουμένως όμως προσευχήσου, για να σου ανοίξη ο Θεός τον νουν και την καρδίαν(22). Εκείνος μπορεί.

Να τα διαβάζης όλα. Έχεις παραδείγματος χάριν το Ευαγγέλιο. Και αυτά που σου φαίνονται περιττά και αυτά που σου φαίνονται δύσκολα, διάβασέ τα. Ίσως σε κάποια γωνιά του Ευαγγελίου ή της Παλαιάς Διαθήκης να βρης κάποιο μικρό μαργαριτάρι• αλλά το μαργαριτάρι, όσο μικρό και αν είναι, είναι πολυτιμότερο από τον μεγαλύτερο βράχο(23)• μη βαριέσαι.

Μη ζητάς να βρης στην Αγία Γραφή συνταγές ή κανόνες για την ζωή σου. Μη θέλης να βάλης δικές σου σκέψεις. Εσύ διάβαζε να μάθης τι λέει ο Θεός, και ο Θεός θα σε εμπνεύση. Ό,τι θα σου πη ο Θεός, να το δεχθής. Μα, θα μου πης: Δεν εφαρμόζονται, παππούλη μου, αυτά στις ημέρες μας. Πέρασαν τα ωραία εκείνα χρόνια. Αυτά είναι για σας, στα μοναστήρια. Εμείς έχομε δουλειές, έχομε φασαρίες. Ώστε λοιπόν η χριστιανική ζωή είναι μόνον για τα μοναστήρια; Μα τι λέγαμε; Το σπίτι μας το ανοίγομε για να υπάρχη μέσα ο Χριστός(24). Αυτή η σκέψις, ότι δεν εφαρμόζονται τα ιερά γράμματα σήμερα, είναι σαν το νιτρικό οξύ. Έχω ακούσει ότι άμα ρίξης λιγάκι νιτρικό οξύ σε ένα ωραίο λουλούδι, θα κιτρινίση, θα μαραθή. Έτσι επιδρά αυτή η ιδέα στην ζωή μας. Για μας είναι οι Άγιες Γραφές, για μας είναι τα βιβλία, όχι μόνον για τους μοναχούς. Αυτοί έχουν την ησυχία τους, έχουν το λιμάνι τους, τα έχουν όλα τακτοποιημένα. Εμείς είμαστε μέσα στον αγώνα, μέσα στην φουρτούνα, εμάς κυνηγάει μέσα στον κόσμο ο πονηρός. Σε μας, που έχομε τόσες δυσκολίες, έρχεται ο Χριστός να δώση τα πνευματικά όπλα, που λέγονται πνευματικά βιβλία(25). Για μας λέγει: «Ταύτα μελέτα, εν τούτοις ίσθι»(26).

Τα πάντα ξεύρομε• τους ηθοποιούς, απ' έξω και ανακατωτά, τους ποδοσφαιριστάς ομοίως. Να κάνωμε έναν πρόχειρο διαγωνισμό; Να ρωτήσω έναν από εσάς; Πόσοι είσθε εδώ; Εναν μόνον να ρωτήσω• ή καλύτερα ας κάνωμε κάτι άλλο. Όταν επιστρέψετε στο σπίτι σας, ανοίξτε το ημερολόγιο• έχει τριακόσιες εξήντα ημέρες, αλλά περισσότερους από τριακόσιους εξήντα αγίους, χιλιάδες αγίους. Για μετρήστε πόσων ξεύρετε την ζωή; Είχαμε πει ότι είναι αδέλφια μας, ότι είμαστε της αυτής οικογενείας. Ύστερα ανοίξτε τον Συνέκδημό σας στον Μέγαν Κανόνα που ψάλλομε την Μ. Τεσσαρακοστή. Έχει σχεδόν όλα τα ονόματα της Αγίας Γραφής. Δείτε πόσα από εκείνα γνωρίζετε. Φοβούμαι για τον βαθμό που θα πάρωμε όλοι μας.

Γιατί να μη διαβάζωμε; Μην πης πως δεν καταλαβαίνεις. Αυτό είναι υπόθεσις του Αγίου Πνεύματος. Εάν θέλης, αυτό θα σε φωτίση. Είναι αυτό που μυσταγωγεί την Εκκλησία. Σιγά σιγά θα σου μάθη τα κλειδιά που ανοίγουν τα μυστικά των βιβλίων, που ανοίγουν τον παράδεισο(27). Άλλωστε θα έχης και κάποιον δικό σου άνθρωπο, κάποιον πνευματικό, που θα είναι «τη πείρα μεμυημένος», όπως λέγουν οι Πατέρες, δηλαδή που θα έχη την πείρα για να μπορή να σου τα εξηγή(28). Θα αποκτήσης και δική σου πείρα και θα δης ότι θα σου διανοίγωνται όλα. Αλλά χρειάζεται κόπος, έρευνα, προσευχή.

Δεύτερον, χρειάζεται πόθος και ξενιτεία, ενδιαφέρον και αδιαφορία. Τι σημαίνει αυτό; Μπορείς να γέμισης ένα δοχείο, όταν είναι ήδη γεμάτο; Για να μπη το θεϊκό νόημα εντός σου, για να μπη η χάρις του Θεού, πρέπει να αδειάσης την καρδιά σου από τα πάθη, τον εγωισμό, τα μίση, τις ζήλειες, τα απωθημένα αισθήματα, τα ελατήρια ιδιοτέλειας, να την καθαρίσης και να την γεμίσης με αρετές. Τα πάθη είναι όπως τα παράσιτα. Ανοίγεις το ραδιόφωνο να ακούσης έναν σταθμό και ακούς συνεχώς παράσιτα• δεν καταλαβαίνεις τι λέει ο εκφωνητής. Πρέπει να σταματήσουν τα παράσιτα, για να ακούσης την φωνή. Πώς θα ακούσης την φωνή του Θεού, όταν μέσα σου βρυχώνται, όταν μέσα σου γρυλίζουν τα πάθη; Πρέπει να απελευθερωθής, διότι με αυτά παραμένεις σαρκικός άνθρωπος, ψυχικός άνθρωπος, και «ψυχικός άνθρωπος ου δέχεται», δεν καταλαβαίνει «τα του Πνεύματος του Θεού»(29).

Τα παράσιτα όμως μπορεί να είναι και εξωτερικά. Μπορεί να είναι μια φασαρία, δηλαδή, όταν διαβάζης μέσα σε φασαρία και δεν αναζητής μια ήσυχη στιγμή. Όταν θέλης να κολυμπήσης στην θάλασσα, αλλάζεις τα ρούχα σου• αλλοιώς θα βραχούν, θα βαρύνουν και θα βουλιάξης. Έτσι πρέπει να βγάλης όλα εκείνα που μπορούν να γεμίζουν την ζωή σου: ασχολίες, θελήματα, τα βουητά του κόσμου• να τα κλείσης έξω από την πόρτα σου. Να μείνης λίγες στιγμές μόνος σου με τον Θεόν. Φθάνουν οι υπόλοιπες ώρες που είναι τόσο γεμάτες από κόπο. Αυτές τις στιγμές ας είσαι μόνος μόνω τω Θεώ(30).

Στην θέσι αυτών που αφήρεσες, στην θέσι της αδιαφορίας, στην θέσι της ξενιτείας της καρδιάς, της απομακρύνσεως από όλα, θα βάλης τον πόθο του Χριστού. Μέσα μας ας υπάρχη η πεποίθηση, η απόφασις ότι πρέπει να τα καταλάβω, διότι πρέπει να γίνω άγιος. Όπως ο τυφλός φώναζε, Θεέ μου, θέλω να σε δω(31), έτσι να φωνάζης και συ. Όπως το νήπιο αρπάζει τον μαστό της μητέρας του και θηλάζει με πάθος, έτσι και συ να αρπάζης το βιβλίο.


Όπως ο Ζακχαίος, που ακούσατε το πρωί στο ευαγγελικό ανάγνωσμα, ανέβηκε επάνω στην συκομορέα για να δη τον Χριστόν(32), έτσι πρέπει να κάνης και συ. Όταν πιάσης το βιβλίο στο χέρι σου, να πης: Το βιβλίο αυτό έχει να πη κάτι για μένα. Πρέπει να ανακαλύψης εκείνο ακριβώς που έχει να σου πη και να το ρουφήξης με την καρδιά σου, όπως το διψασμένο χωράφι ρουφάει το νερό της βροχής.

Πόσοι άνθρωποι υπάρχουν σαν τον τυφλό, σαν τον Ζακχαίο! Διάβαζα ότι σε κράτη αθεϊστικά, όπου απαγορεύεται να διαβάζουν την Αγία Γραφή, έχομε στρατιώτες που διαβάζουν το Ευαγγέλιο κάτω από την κουβέρτα με τον φακό, για να μην τους δουν οι ανώτεροί τους. Τι πόθος, τι λαχτάρα! Κινδυνεύει η ζωή τους και όμως το κάνουν. Μα τι λέγω; Κάτω από την κουβέρτα σε κράτη αθεϊστικά; Φοβερό, αγαπητοί μου. Και στα Τρίκαλά μας υπάρχουν περιπτώσεις που αγόρια και κορίτσια αναγκάζονται να διαβάσουν το Ευαγγέλιο κάτω από την κουβέρτα. Ή ακόμη, έχομε περιπτώσεις -Θεέ μου, τι φρίκη! Πώς γινόμαστε έτσι εμείς οι χριστιανοί! -που αναγκάζονται τα παιδιά να διαβάσουν το Ευαγγέλιο μόνον εκεί... στο αποχωρητήριο! Τα κυνηγάει η μητέρα τους και ο πατέρας τους. Τους βλέπεις να σχίζουν το Ευαγγέλιο! Να παίρνουν βιβλία πνευματικά, βαπτισμένοι χριστιανοί, και να τα καίνε! Να πούμε κάτι περισσότερο; Όχι. Καλύτερα ας σιωπήσωμε, μήπως και το ξεχάση ο Θεός και δεν μας ρίξη κεραυνό.

Διαβάζομε λοιπόν το Ευαγγέλιο, «δόξα σοι ο Θεός». Διαβάζομε βιβλία πνευματικά. Τα διαβάζομε με ένα άφημα της καρδιάς μας, με μία εμπιστοσύνη, με ένα ηρωικό φρόνημα, σαν να λέμε: Χριστέ μου, διαβάζω το βιβλίο σου και ό,τι μου πης, θα το κάνω. «Κάθε πρωί μου ανοίγει το αυτί ο Θεός», λέγει ο προφήτης Ησαΐας, «και εγώ τον ακούω και δεν αντιλέγω, δεν απειθώ. Υψώνω το αυτί μου στον Θεόν να δεχθώ τα μηνύματά του και δεν λέγω όχι εις τον Θεόν»(33). Αυτό σημαίνει διαβάζω βιβλία πνευματικά.

Όταν τώρα έχωμε αυτές τις προϋποθέσεις, πρώτον, τον κόπο και την προσευχή και δεύτερον, τον πόθο και την ξενιτεία, τον ηρωισμό και την απόφασι, τότε ας έλθωμε στα αποτελέσματα.

Πριν αναφερθώ σε αυτά, θέλω να σας κάνω μια εξομολόγησι. Όταν είχα αρχίσει τα κηρύγματά μας, φοβόμουν ότι δεν θα καταλαβαίνατε και δίσταζα. Νόμιζα ότι θα σας κούραζα. Αλλά η συμμετοχή σας και η προσοχή σας δείχνει ότι τα καταλαβαίνετε, διότι διψάει η ψυχή σας. Άλλωστε ακούω ότι συζητάτε και έξω από τον ναό και ρωτάτε να αυξήσετε τις γνώσεις σας. Δείχνει πόσο ενδιαφέρεσθε. Αυτό μου δίνει ιδιαίτερη χαρά.

Ας δούμε λοιπόν τα αποτελέσματα της πνευματικής μελέτης, άνευ της οποίας δεν υπάρχει πνευματική ζωή, για να ξεύρετε τι θα ζητάτε, όταν θα ανοίγετε ένα πνευματικό βιβλίο. Και αν μπορέσω με το κήρυγμα αυτό ή με τα προηγούμενα να ανάψω έναν μικρό σπινθήρα μέσα στην καρδιά σας, θα νοιώσω ευτυχής.

Όταν αισθανθήτε τα αποτελέσματα της πνευματικής μελέτης, θα πήτε: «είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον»(34). Τι δώρα μας δίνει αλήθεια ο Θεός! Ξεύρετε τι δύναμι κρύβει ο λόγος του Θεού; Η πνευματική μελέτη, το πνευματικό βιβλίο είναι λόγος του Θεού. Σαν σπόρος πέφτει μέσα στην ψυχή μας και την σκάει όπως σκάει το χώμα και φυτρώνει ο σπόρος. Κρύβει ο λόγος του Θεού την δύναμι του ίδιου του Θεού, την δύναμι του Χριστού. Και όταν θα βουτάς το μυαλό σου και την καρδιά σου στο πνευματικό βιβλίο, θα τα βγάζης πάντα χορτασμένα. Δεν θα αδειάζη όμως το λαγήνι• θα βγάζη, θα βγάζη(35)... Η πνευματική μελέτη πάντοτε θα σου ανοίγη ορίζοντες μπροστά σου, γιατί είναι το καλύτερο καθημερινό εργαλείο που έχεις στο σπίτι σου, ένας εξοπλισμός πνευματικής ζωής.

Τι μας δίνει λοιπόν το πνευματικό βιβλίο; Μας δίνει πρώτα από όλα την θεία οικοδομή. Με την δύναμι που έχει ο λόγος του Θεού νικάει τις αμαρτίες μας και διώχνει τον διάβολο, όπως λέγει ο άγιος Χρυσόστομος(36). Ο λόγος του Θεού, η πνευματική μελέτη, μοιάζει με ένα κομπρεσέρ το οποίο τρυπά την σκληρότητα της καρδιάς μας. Μοιάζει με ένα φουρνέλο που πετάει δεξιά και αριστερά όλα μας τα πάθη. Καθαρίζει την καρδιά μας για να βάλη μέσα τις αρετές. Αυτό είναι η θεία οικοδομή. Οικοδομούμε το πνευματικό θεμέλιο της ζωής μας. Αποκτούμε την αγάπη προς τους ανθρώπους, την μετάνοια, την συντριβή, τον φωτισμό. Διαβάζοντας βιβλία πνευματικά, αισθανόμαστε όπως αισθάνεται ο Χριστός. Σκεπτόμαστε όπως σκέπτεται ο Χριστός. Ακούμε όπως ακούει ο Χριστός. Αποκτούμε «νουν Κυρίου»(37), τον νοιώθομε πολύ κοντά μας. Και αν έχωμε κάποια θλίψι, κάποια δυσκολία, κάποια ταραχή, κάποια ανεμοθύελλα στην ζωή μας, βλέπεις τον Χριστόν και σου λέγει: Στάσου, μη φοβάσαι, εγώ είμαι μαζί σου. Και έτσι, κάτω από τα φτερά του, όλο και προοδεύομε.

Κατόπιν μας δίνει την θεία γνώσι και τον θείο έρωτα. Με την χάρι του Θεού, διαβάζοντας τα βιβλία, μαθαίνεις, γνωρίζεις, αποκτάς θεία γνώσι. Μέσα σου εργάζεται ο ίδιος ο Θεός. Μαθαίνεις τα δόγματα της πίστεώς μας. Μαθαίνεις τι είναι ο Θεός, τι έκανε για σένα, τι πρέπει να κάνης εσύ κάθε στιγμή της ζωής σου.

Ο λόγος του Θεού είναι ένα κοφτερό μαχαίρι, μάχαιρα του Πνεύματος(38), που κόβει και βγάζει κάθε ψεύτικο και μάταιο από μέσα μας και θρονιάζει την αλήθεια. Η αλήθεια μας ελευθερώνει(39). Έτσι μπαίνομε μέσα στο φως της αλήθειας, στον δρόμο της αιώνιας ζωής. Να, γιατί λέγει η Αγία Γραφή ότι «αύτη η ζωή υμών»(40), ότι η αληθινή ζωή σας είναι η Αγία Γραφή, όπως και κάθε πνευματικό βιβλίο.

Η γνώσις αυτή είναι μία πηγή, μία δύναμις που μεταβάλλεται κατόπιν σε ενέργεια και μας δίνει την αγάπη του Χριστού, τον θείο έρωτα. Με τον χρόνο, σιγά σιγά, νοιώθεις αλλοίωσι μέσα σου και εντυπώνεται σαν μια σφραγίδα στην καρδιά σου ο πόθος του Χριστού.

Όπως οι μάρτυρες ποθούσαν τον Χριστόν και επιθυμούσαν να βρουν κάποια φωτιά για να πέσουν μέσα και να πάνε το συντομώτερο σε εκείνον, έτσι και συ νοιώθεις να ανάβη μέσα σου η αγάπη προς εκείνον. Όταν έχης λίγη θέλησι, θα σου δώση ακόμη περισσότερο ζήλο, διότι, όπως λέγει ο Κύριος, «τω έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται»(41). Γι' αυτό κάποιος άγιος, όταν τον αναζητούσαν, έλεγε: Δεν ευκαιρώ να έρθω(42). Γιατί; Ήθελε να μη χάση την μελέτη, διότι με αυτήν αποκτούσε την θεία γνώσι και τον θείο έρωτα.

Όλα τα προηγούμενα μας δίνουν το τρίτο στοιχείο, τα θεία βιώματα. Τι είναι τα θεία βιώματα; Εκείνα που ζούμε. Γίνεται παραδείγματος χάριν σεισμός, ζω το βίωμα της αγωνίας. Χτυπάει το τηλέφωνο και η σύζυγος μου που είναι μακριά μου λέγει: Έρχομαι. Χαίρομαι αμέσως, ζω το βίωμα της χαράς. Βιώματα μας δίνει και η μελέτη. Τι σημαίνει αυτό; Αγαπητοί μου, αυτά που σας είπα μέχρι τώρα, ξεχάστε τα, αν θέλετε. Σε αυτό, όμως, στυλώστε τα αυτιά σας. Αν μόνον αυτό θυμάστε, φθάνει. Τα βιβλία, και μάλιστα η Αγία Γραφή, μας δίνουν πνευματικά βιώματα. Πώς; Το πνευματικό βιβλίο που διαβάζεις είναι ο λόγος του Θεού, δηλαδή ό,τι είπε ο Θεός. Εκεί που κάθεσαι, εάν ακούσης φωνή γνώριμη, θα πης: Γνωστός μου άνθρωπος είναι. Η φωνή αποκαλύπτει τον άνθρωπο. Όπου είναι ο λόγος του Θεού, εκεί είναι ο Θεός, εκεί κρύβεται ο Θεός. Δηλαδή το πνευματικό βιβλίο είναι ένα μυστήριο, ένα σημάδι που κρύβει την παρουσία του ιδίου του Θεού.

Γι' αυτό ένας εκκλησιαστικός συγγραφεύς έλεγε ότι οι γραμμές και οι λέξεις του πνευματικού βιβλίου, και μάλιστα της Αγίας Γραφής, είναι τα ιμάτια του Χριστού. Όπως τα ενδύματά μου με καλύπτουν, έτσι και οι σελίδες του βιβλίου κρύβουν τον ίδιον τον Χριστόν(43).

Ανοίγω την Καινή Διαθήκη και διαβάζω: «Προς Ρωμαίους επιστολή του αποστόλου Παύλου». Μιλάει ο Παύλος; Όχι, μιλάει ο Χριστός. Πρώτη Καθολική Επιστολή του αποστόλου Πέτρου. Μιλάει ο Πέτρος; Όχι, εκεί υπάρχει ο Χριστός, μιλάει ο ίδιος ο Χριστός. Όπως στην θεία κοινωνία, στο θυσιαστήριο, έχομε ψωμί και κρασί, όταν όμως κοινωνάς, πιστεύεις ότι δια μέσου του άρτου και του οίνου παίρνεις τον Χριστόν, ότι μυστηριακώς υπάρχει ο Χριστός, έτσι και εδώ• δια μέσου των λέξεων, των παραγράφων και των σελίδων του βιβλίου παίρνεις μυστικά, μα αληθινά, τον Χριστόν. Μη μου πης πως δεν πιστεύεις. Μη μου πης πως είναι παράξενο. Μη θέλησης να το εξηγήσης. Εξηγούνται όλα τα πράγματα της θρησκείας μας; Αν εξηγούντο, δεν θα ήταν πνευματικά. Μην ξεχνάτε ότι η Εκκλησία μας είναι χώρος θαυμάτων. Γη και ουρανός, σώμα και ψυχή, άνθρωπος και άγγελοι και Θεός, παρόν και μέλλον, τα πάντα είναι μαζί. Ενώνονται σε μία πραγματικότητα που λέγεται Εκκλησία. Ο Χριστός και εμείς μαζί. Πώς λοιπόν σε αυτήν την πραγματικότητα να μη μπορή να γίνη και αυτό;

Επομένως, την ώρα που διαβάζεις το βιβλίο, πίσω από τις γραμμές είναι ο Χριστός. Όταν το ανοίγης, είναι σαν να λες: Ναι, Κύριε, πιστεύω ότι είσαι εδώ. Ζητώντας να καταλάβης το νόημα, είναι σαν να του λέγης: «ναι έρχου, Κύριε Ιησού»(44)• έλα, Χριστέ μου, μέσα στην καρδιά μου. Επομένως, μελετώ το πνευματικό βιβλίο, και μάλιστα την Αγία Γραφή, σημαίνει κοινωνώ τον Χριστόν.

Ο Χριστός που κάποτε δίδασκε σε μια γωνιά της γης, εκεί στην Παλαιστίνη, αυτός ο Χριστός υπάρχει εδώ μυστικά, μα -επαναλαμβάνω- αληθινά. Υπάρχει ο Χριστός και πίσω από κάθε γραμμή του βιβλίου είναι σαν να σε καλή: Έλα, παιδί μου. Και αν εσύ έχης τον πόθο να καταλάβης τι σου λέγει, απαντάς: Έρχομαι, Κύριε• έλα τώρα και συ μέσα μου. Γίνεται ένας διάλογος πρόσωπο με πρόσωπο• εγώ και ο Χριστός κουβεντιάζομε διά του βιβλίου. Δεν τον βλέπεις; Ούτε αυτόν που σου τηλεφωνεί τον βλέπεις και όμως του κουβεντιάζεις.

Η ανάγνωσις του πνευματικού βιβλίου είναι μία αποκάλυψις, μία θεοφάνεια• έρχεται ο Χριστός. Είναι μία συνάντησις με τον Χριστόν, μία μυστική ένωσις με τον Χριστόν. Εγώ και ο Χριστός ενούμεθα. Μόνον ο Χριστός; Ο Χριστός είναι πάντα μαζί με το πνευματικό ασκέρι του. Βλέπεις μπροστά τον στρατηγό με την σημαία και πίσω οι στρατιώτες του. Έτσι και ο Χριστός είναι πάντοτε μαζί με τους αγίους και με τους αγγέλους, μαζί με όλους τους ουρανούς. Ενώνεσαι την ώρα εκείνη μυστικά μαζί με όλους τους αγίους. Αρκεί να έχης μάτια πνευματικά, αισθήσεις πνευματικές, και θα νοιώσης τι σημαίνει ένωσις με τον Χριστόν. Θα νοιώσης εκείνο που έλεγε ένας άγιος, ότι «ζώντες επί γης εορτάζομεν εν ουρανώ»(45), όταν έχωμε τον λόγο του Θεού στην καρδιά μας και στο στόμα μας.

Τώρα, καταλαβαίνω εκείνον τον φίλο των παιδικών μου χρόνων, που όταν ήθελε να διαβάση την Αγία Γραφή, την διάβαζε μπροστά στα εικονίσματα γονατιστός. Και ένας άλλος την διάβαζε πάντοτε με δάκρυα στα μάτια, ψάλλοντας. Κάτι περισσότερο καταλάβαιναν.

Θέλω να ζήτε, όπως ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ που διάβαζε κάθε εβδομάδα ολόκληρο το Ευαγγέλιο(46). Έφθασε η τελευταία Πρωτοχρονιά του. Άλλαζε ο χρόνος και εβιάζετο να πάη εις τον Κύριον και Θεόν του. Ειδοποίησε τους μαθητές του να του ετοιμάσουν το ταξίδι. Περίμενε ο άγιος τον Χριστόν όπως οι πέντε παρθένες(47). Είχε τις λαμπάδες αναμμένες, για να δείχνη εις τον Χριστόν ότι τον περίμενε. Την νύκτα δεν κοιμήθηκε. Δεν κοιμόταν ποτέ τις νύκτες.

Τα χαράματα ένας μοναχός που περνούσε έξω από το κελλί του ένοιωσε καπνό. Χτυπάει την πόρτα. Ξαναχτυπάει. Δεν απαντάει. Την σπρώχνει, μπαίνει, κοιτάζει. Ο άγιος Σεραφείμ ήταν γονατιστός με τα μάτια κλειστά. Τον σπρώχνει. Δεν απαντάει. Η ψυχή του είχε φτερουγίσει. Κάποιος άλλος μοναχός είχε δει με τα μάτια της ψυχής του να μεταφέρουν οι άγγελοι την ψυχή του στους ουρανούς. Μπροστά του ο άγιος Σεραφείμ είχε το Ευαγγέλιο. Οι γωνίες του είχαν μισοκαή από τις λαμπάδες και κάπνιζαν. Κάτω, γύρω γύρω, είχε τα πνευματικά του βιβλία, τα οποία και αυτά κάπνιζαν. Είχαν μισοαρπάξει φωτιά, όταν κοιμήθηκε, όταν πέθανε(48). Πέθανε; Όχι, αφού γεννήθηκε στην άλλη ζωή. Έσβησαν οι φωτιές, αλλά όμως για μας παραμένει η εικόνα.

Έτσι, αγαπητοί μου, και εμείς να έχωμε στην καρδιά μας τον πόθο να ζούμε προσδοκώντας τον Χριστόν με τις λαμπάδες αναμμένες και τα βιβλία τα πνευματικά στα γόνατα μας ανοικτά.



Σημειώσεις

*. Κήρυγμα στον Ι. Ναόν Αγίου Νικολάου Τρικάλων, 24 Ιανουαρίου 1971.

1. Εσπερινός Τριών Ιεραρχών, α' κεκραγάριον.

2. Γεν. 18, 27.

3. Ανάλογο περιστατικό συναντούμε στον Βίο του Μ. Αρσενίου• βλ. «Αποφθέγματα Γερόντων, αββά Αρσενίου» 13, 2, PG 65, 92Α.

4. Πρβλ. Ψαλμ. 18, 11• 118,72.

5. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, «Εις τον μέγαν Βασίλειον επιτάφιος» 13, 14, 23, PG36, 512-513Α, 525C-528B• «Επιστολήΐ», PG37, 28C-29B.

6. «Επιτάφιος λόγος εις τον ίδιον αδελφόν τον μέγαν Βασίλειον», PG 46, 809C.

7. Ιω. 20, 26.

8. Όροι κατά πλάτος 2, 1, PG 31, 909C• πρβλ. «Ομιλία εις τον εικοστόν ένατον ψαλμόν 5, PG 29, 317Β.

9. «Βίος και πολιτεία του εν αγίοις πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» 5, 22, 23, PG 114, 1064, 1101C-1108B• ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, «Επιστολή» 5, PG37, 29CD.

10. Πρόκειται περί του Διονυσίου Χαραλάμπους, ο οποίος έγινε μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών το 1959 και φρόντισε ιδιαιτέρως για την ανασυγκρότησι των μονών της μητροπόλεώς του. Τα αναφερόμενα βιβλία είναι το «Πατερικόν Κυριακοδρόμιον», τ. 1-2, Αθήναι 1968, 1969.

11. Πρβλ. Ψαλμ. 18, 9• ΙΩΑΝΝΟΥ ΣίΝΑΪΤΟΥ, «Κλίιμαξ 27, Περί διαφοράς και διακρίσεως ησυχιών», PG 88, 1116C.

12. Πρβλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, «Επιστολή» 2, PG32, 228BC.

13. Ψαλμ. 67, 36.

14. Βλ. Εβρ. 12, 1.

15. Eβρ. 11,39-40.

16. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, «Εις την Γένεσιν ομιλία» 11, 8, PG 53, 90.

17. Ψαλμ.. 1,2.

18. Βλ. Δευτ. 6, 7.

19. Πρβλ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ, «Ασκητικά» 29, σσ. 122-123.

20. Ησ. 26, 9.

21. [Μ. ΑθΑΝΑΣΙΟΥ], «Περί παρθενίας» 12, PG 28, 265Α.

22. Πρβλ. Θεία Λειτουργία, ευχή Ευαγγελίου• Ψαλμ. 118, 18-19.

23. Πρβλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον», εκδ. Σωτ. Ν. Σχοινά, εν Βόλω 2Ί969, σσ. 147-148.

24. Βλ. στον παρόντα τόμο: «Ο γάμος, το μέγα μυστήριον».

25. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, «Εις τον άγιον Ματθαίον ομιλία» 2,5, PG 57, 30• «Εις τον Λάζαρον λόγος» 3, 1, PG 48, 992.

26. Α’ Τιμ. 4, 15.

27. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, «Εις την Γένεσιν ομιλία» 35, 1, PG53, 321-322.

28. Βλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥΓ ΝΥΣΣΗΣ, «Εις τον βίον Μωυσέως» 2, Jaeger, τ. VII, Ι, σελ. 121, στχ. 3 κ.ε.

29. Α’ Κορ. 2, 14.

30. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ, «Ασκητικά» 23, σελ. 96.

31. Μάρκ. 10, 51• Λουκ. 18,41.

32. Λουκ. 19, 1-4• η 24η Ιανουαρίου 1971 συνέπεσε με την Κυριακή του Ζακχαίου.

33. Βλ. Ησ. 50, 4-5.

34. Ψαλμ. 112,2• Ιώβ 1,21.

35. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, «Περί Άννης λόγος» 5, 2, PG 54, 670-671.

36. «Εις τον Λάζαρον λόγος» 3, 2, 3, PG 48, 993-994, 996.

37. Ρωμ. 11,34• Α’ Κορ. 2, 16.

38. Εφ. 6, 17.

39. Ιω. 8,32.

40. Δευτ. 32, 46-47.

41. Ματθ. 25, 29.

42. «Αποφθέγματα Γερόντων, αββά Σισώη» 27, PG 65, 401Α.

43. Πρβλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, «Εις τον Λάζαρον λόγος» 3, 2, PG 48,994.

44. Αποκ. 22, 20.

45. «Βίος (πρώτος) αγίου Παχωμίου» 131, Halkin, σελ. 83, στχ. 8.

46. Αρχιμ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, «Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, Βίος» (μετάφρ. Βασιλική Νικολακάκη), εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη: 31985, σελ. 42.

47. Ματθ. 25, 1-13.

48. Ένθ' άνωτ., σσ. 96-99.

Η Προσευχή του Αγίου Όρους





Α'

1. Εις την Πάλαιαν Διαθήκην o Θεός απαιτεί από τους Ισραηλίτας να αγιάζουν το όνομά του• π.χ. εις τον Ησαΐαν αναφέρεται ότι «δι' εμέ αγιάσουσι το όνομά μου»(5). Οκτακόσια χρόνια προ του Χριστού ο Θεός δια του προφήτου αυτού λέγει• θα μου αποδίδουν δόξαν και θα με ομολογούν ως τον μόνον άγιον, επικαλούμενοι το άστεκτον και υπερύμνητον όνομά μου. Η θεϊκή αυτή προσφώνησις είναι προσευχή, αγιασμός, δόξα και προσκύνησις του Θεού.

Ακόμη λέγει η Παλαιά Διαθήκη ότι εν ονόματι Αυτού καυχώμεθα(6), εξομολογούμεθα Αυτώ(7), δι' Αυτού λυτρούμεθα(8), δι' Αυτού σωζόμεθα(9), εν Αυτώ αγαλλιώμεθα(10), διότι όπου το όνομα του Κυρίου εκεί και η παρουσία του.

Και εις την Καινήν Διαθήκην ο Κύριος εζήτει να κάνωμεν τας αιτήσεις μας προς τον Θεόν εν τω ονόματι Αυτού, του Χριστού(11). Ο δε απόστολος Παύλος, όπως ενθυμείσθε, λέγει ότι ο Θεός εχάρισεν εις τον Υιόν του όνομα, το υπέρ παν όνομα, ώστε εν τω ονόματί του να τον προσκυνώμεν προσευχόμενοι(12). Την δε προσευχήν μας την θέλει αδιάλειπτον(13).

Ο αποστολικός Πατήρ Ερμάς, θέλων τόσον πολύ να είναι εις τον νουν και εις την καρδίαν μας το όνομα του Ιησού, λέγει ότι πρέπει να δεθώμεν με το όνομα του Χριστού, ωσάν να το έχωμε φορέσει επάνω μας και δεν το βγάζομε ποτέ(14).

Ο Μ. Βασίλειος εγνώριζε και ωμιλούσε δια την νοεράν προσευχήν, δια των αυτών λέξεων που την χρησιμοποιούμεν και σήμερα• και έλεγεν ότι είναι η καθολική προσευχή της Εκκλησίας. Και ο ιερός Χρυσόστομος φέρεται λέγων «Βοάτε από πρωί έως εσπέρας το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς»(15).

Ας μνημονεύσωμεν τώρα σποράδην μερικούς ασκητικούς Πατέρας, οι οποίοι δεν τονίζουν τίποτε άλλο τόσον, όσον συνιστούν μοναδικώς την ευχήν.

Πολύ γνωστή μας είναι η τριάς των αγίων Ιωάννου του της Κλίμακος του ισαγγέλου, Ισαάκ του Σύρου που σε συνεπαίρνει, και του Συμεών του Νέου Θεολόγου του πνευματοδύτου. Αναλύουν την προσευχήν, και δι' αυτούς που ζουν εις την έρημον, και δι' εκείνους που είναι εις μοναστήρια, και δι' αυτούς που είναι εις τον κόσμον.

Να ενθυμηθώμεν και τους άλλους αετούς, τον όσιον Νεϊλον τον υπερβάμονα, τους οσίους Βαρσανούφιον και Ιωάννην τους διακριτικωτάτους, τον Διάδοχον Φωτικής τον θαυμάσιον.

Τι να είπωμεν και δια τον Γρηγόριον τον Σιναΐτην, ο οποίος μετέφερεν από τα μέρη του Σινά την προσευχήν, την εζωοποίησε και την ανέπτυξεν εις το Άγιον Όρος τον ΙΔ’ αιώνα; Ασφαλώς δε η προσευχή του Ιησού υπήρχε και προηγουμένως εις το Όρος• αλλ' αυτός εγύρισε γην και ουρανόν, εις το Όρος και παντού δια να την διαδώση και την κατέστησε προσευχήν καθημερινήν. Βεβαίως, το Όρος και πριν ουδέποτε εστερείτο αθλητών της ευχής, κατά πρώτον ζώντων απομεμονωμένως, διότι ο ησυχασμός προεβλήθη ως η τελειότερα οδός πνευματικής ζωής.

Και ποιος δεν γνωρίζει ακόμη τον περίφημον Μάξιμον τον Καυσοκαλυβίτην, τον Γρηγόριον τον Παλαμάν τον παμμέγιστον, όστις συνέθεσεν άριστα την δογματικήν και την πρακτικήν περί προσευχής ορθόδοξον διδασκαλίαν, τον άγιον Κάλλιστον, τον Ισίδωρον και τον Φιλόθεον τους Πατριάρχας, και άλλους πολλούς, όπως οι Θεόληπτος Φιλαδελφείας, Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι, κ.ά., οι οποίοι και θεωρητικώς και πρακτικώς έζησαν, εφήρμοσαν και έγραψαν περί της προσευχής.

Ω, τι να ξεχωρίσωμεν από τα τόσα που έγραψε και έζησεν ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο νέος αυτός μυσταγωγός εις την προσευχήν και εις το πατερικόν φρόνημα των ανθρώπων και του κόσμου; Το «Εγχειρίδιόν» του και η «Φιλοκαλία» είναι πλέον κλασσικοί οδηγοί εις όλον τον κόσμον.

2. Ας υπάγωμεν και εις μίαν μονήν και ας ίδωμεν πώς η ευχή έχει σχέσιν με την ζωήν των μοναχών, δια να καταλάβωμεν ποίαν σχέσιν ημπορεί να έχη και δι' ημάς αυτούς. Γνωρίζομεν ότι το μοναστήρι είναι μία αδιάλειπτος σύναξις της αδελφότητας και ολοκλήρου της καθολικής Εκκλησίας. Δεν θα υπήρχε λόγος να υπήρχαν μοναστήρια, αν δεν ήσαν, όντως, μία καθ' ημέραν και κατά νύκτα σύναξις της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι ο Χριστός είναι παρών εν χρόνω και εν τόπω. Δι' αυτό και το κέντρον της μοναχικής ζωής είναι η καθημερινή λατρευτική ζωή, και μάλιστα η θεία λειτουργία. Εκεί ο μοναχός προσοικειούται και αφομοιώνει το μαρτυρικόν, ασκητικόν και λειτουργικόν φρόνημα της Εκκλησίας μας. Τα λειτουργικά κείμενα τον διαποτίζουν και γίνονται προσωπικά του βιώματα.

Συναθροίζονται οι μοναχοί εις τον ναόν γνωρίζοντες ότι δεν είναι μόνοι αλλά μεθ' όλων των αγγέλων και των αγίων, δοξάζοντες τον Θεόν και τιμώντες τον άγιον ή την εορτήν. Η θεία ευχαριστία και η όλη λατρευτική συναγωγή τους προσφέρει μίαν βαθείαν αίσθησιν ότι ο Θεός είναι παρών και αυτοί κοινωνοί Αυτού μυστηριακώς κατά θείαν ενέργειαν. Και όσον αόρατος είναι ο Θεός, κατ' αναλογίαν και τόσον αληθεστέρα είναι η μυστική κοινωνία και η εντρύφησις.

Η του Θεού αύτη κοινωνία εν τη λατρεία, που είναι πρωταρχική, συνεχίζεται εν τω κελλίω και όπου αλλαχού δια της ευχής. Διότι η ευχή δεν είναι απλώς μία προσευχή. Δεν θα υπήρχε λόγος να εκαθήμεθα όλην την ημέραν και να ομιλώμεν εις τον Θεόν, αν ήτο μόνον αυτό, αφού ακούει ο Θεός ακόμη και τα σπλάγχνα μας, όταν κινούνται.

Καλόν αυτό, αλλ' έτι πλέον είναι η ευχή βρώσις του Χριστού, του αμνού του Θεού του παρόντος εν τη μνήμη και επικλήσει του θείου και φρικτού και γλυκυτάτου ονόματός του. Είναι και πόσις μεθυστικού γλεύκους της χάριτος, που καθιστά τον άνθρωπον μετάρσιον. Όλος ο Χριστός προσλαμβάνεται και ευρισκόμεθα ημείς αντανακλώντες τας ιδιότητας του Θεού, θεοί εκ Θεού θεούμενοι, φωτιζόμενοι και μυστικώς ενεργούμενοι.

Ο μοναχός δια της νοεράς αυτής «λειτουργίας», ως λέγουν οι όσιοι Πατέρες, «αληθώς μάννα δια παντός εσθίει πνευματικόν»(16). Τούτο είναι πλήρωσις, «πλείον ώδε» από το «μάννα», που συμβολικώς και προτυπωτικώς έρριχνε ο Θεός εις τους Ισραηλίτας διά να ζήσουν με αυτό. Το ωνόμασαν «μάννα»(17), που σημαίνει• «δεν καταλαβαίνω, τι πράγμα είναι αυτό;» Και λέγει τους έδωσε όνομα ακατανόητον, δια να καταλάβουν ότι εκείνος ο άρτος, που κατέβαινε, ήτο συμβολικός. Έτσι και ημείς ημπορούμε να λέγωμεν «Τι μεγάλο γεγονός είναι αυτή η ευχή, η μνήμη του Ιησού, αυτή η μυστική μετάληψις του Χριστού μας ανά πάσαν στιγμήν, όπως τότε που έπιπτον εξ ουρανού αι νιφάδες του "μάννα" και ο λαός ήσθιε και ηυφραίνετο». Αυτό το μάννα, λοιπόν, είναι η ευχή του Ιησού, η οποία μας γεμίζει από τον ουρανόν, μας τρέφει και μας ποτίζει.

Επομένως, βασική προϋπόθεσις νοεράς προσευχής είναι η πίστις ότι δεν είναι απλώς μία προσευχή, αλλά ότι αυτή είναι αληθής Θεού κοινωνία και βάθρον θεώσεως δια των θείων ενεργημάτων του απροσλήπτου Κυρίου, όστις δι' αυτών κατέρχεται εφ' ημάς και ενούται μεθ' ημών των αμαρτωλών. Έχοντες δε τον Θεόν, έχομεν Πατέρα και Υιόν άμα δια του Αγίου Πνεύματος. Ο ίδιος ο σαρκωθείς Λόγος, ο βασιλεύς των ουρανών, Αυτός που εις το εν δακτυλάκι του ημπορεί να κρατάη όλον τον ντουνιά, Αυτός κρατείται από ημάς! Και εισέρχεται εν ημίν και συνδιατρίβει και εμπεριπατεί μέσα μας.

Όπως εις την θάλασσαν της Τιβεριάδος, όταν ήγρευσαν οι μαθηταί πλήθος ιχθύων, είπεν ο Ιωάννης εις τον Πέτρον «ο Κύριός εστιν»(18), ούτω και ημείς, όταν απλώνωμεν τα δίκτυα της προσευχής, ημπορούμεν να επαναλαμβάνωμεν «ο Κύριός εστι» μετά πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας το βεβαιοί η Εκκλησία μας, ότι εκεί υπάρχει Αυτός. Νά 'τος! Παρών, ο ίδιος ο Θεός!

Δια να φωταγωγήται όμως και να λαμπρύνεται διά της παρουσίας του Κυρίου ο πιστός με την ευχήν, πρέπει να προσέχη ο ίδιος να είναι ο βίος του ανάλογος με την ζωήν που αρμόζει εις τον Θεόν. Αφού θέλει τον Θεόν, πρέπει να ζη και θεοπρεπώς. Να επιδιώκη να ξεφεύγη από την ανθρωπίνην μιζέρια και την κακομοιριά, να ενδυναμώνη τον εαυτόν του δια της θείας δυνάμεως, να ασκήται, να γίνεται σκεύος χωρητικόν των θείων χαρισμάτων. Ακόμη, να επιθυμή την κάθαρσίν του από πάσης αμαρτίας, πληροφορούμενος από τον λόγον της αληθείας ότι αυτό είναι κατορθωτόν. Με την έμπρακτον θέλησίν του και την ευδοκίαν του Θεού να φέρεται προς την δυνατήν απάθειαν ο ίδιος, και μάλιστα γινόμενος ολονέν θεοειδέστερος.

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ο Σιμωνοπετρίτης Περί Θεού: Λόγος Αισθήσεως



© 2004, ΙΕΡΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΟΡΜΥΛΙΑΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2004.


1.Περί Προσευχής


Θα ομιλήσωμε σήμερα δι' ένα καίριο θέμα της πνευματικής ζωής, εις το οποίον μας εισάγει και το Τριώδιον ολόκληρο, ιδιαιτέρως όμως η αρχομένη αυτή περίοδος• το θέμα της προσευχής.

Άραγε, ξεύρομε τι είναι η προσευχή και ξεύρομε να προσευχώμαστε; Από μικρά παιδάκια που ήμαστε, μαθαίναμε να προσευχώμαστε, αλλά η προσευχή μας έχει την πορεία πού πρέπει; Η προσευχή είναι μία πορεία της ψυχής προς τον Θεόν, με σκοπό να φθάση σ' Αυτόν και να ενωθή μαζί του. Εάν η πορεία δεν είναι σωστή, το αυτοκίνητο ή το πλοίο δεν φθάνει ποτέ στον προορισμό του. Εάν η πορεία της προσευχομένης ψυχής μας δεν είναι ορθή, καταλαβαίνετε ότι ποτέ δεν θα φθάση στον Θεό. Σαν να έχωμε μία βάρκα, ας πούμε, που ο βαρκάρης κτυπάει τα κουπιά, αλλά τελικώς δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά στριφογυρίζει γύρω στο ίδιο σημείο. Το ίδιο μπορεί να παθαίνωμε και εμείς και να μη το ξεύρωμε καν. Πρέπει να δούμε, η προσευχή μας είναι επιτυχημένη προσευχή;

Αντιλαμβάνεσθε ότι ένας άνθρωπος που δεν ξεύρει να προσευχηθή, είναι εν τη πραγματικότητι ένας εξωφλημένος άνθρωπος. Δεν υπάρχει ενδεχόμενο να επιτύχη εις την ζωή του. Και μοναχός να είναι, θα μείνη πάλι ένας επίγειος άνθρωπος και δεν θα γίνη ποτέ ένας ουράνιος άνθρωπος• ακόμη περισσότερο, δεν θα γίνη ένας άγγελος, εφ' όσον δεν θα ξεύρη να χρησιμοποιή πολύ καλά αυτό το μέσο πορείας και πλεύσεως, την προσευχή.

Είναι ανυπολόγιστο το κακό που παθαίνομε, το νοιώθετε, αν δεν ξεύρωμε να προσευχηθούμε. Ανυπολόγιστο! Το μοναδικό κακό, το οποίον πάσχομε. Δεν είναι δυνατόν να γίνη σύγκρισις καταστροφής με καμιά καταστροφή. Και εάν υποθέσωμε ότι θα χτυπηθούν όλα τ' αστέρια και όλοι οι κόσμοι μεταξύ τους, και θα γίνουν τα άνω κάτω θρύψαλα, το κακό θα είναι πολύ μικρότερο από το κακό το οποίον υφιστάμεθα εμείς, εάν δεν ξεύρωμε να προσευχηθούμε. Και επομένως, ο κίνδυνός μας είναι άμεσος, κίνδυνος οριστικός, στην περίπτωσι αυτής της πνευματικής αγνοίας.

Τι είναι η προσευχή; Είναι το όχημα της ψυχής, είπαμε• ας το πούμε έτσι, είναι ακόμη και η ατμόσφαιρα μέσα εις την οποίαν ζη η ψυχή. Πώς οι πνεύμονές μας αναπνέουν τον αέρα; Έτσι και η ψυχή μας αναπνέει με την προσευχή. Και γιατί ήλθαμε στο μοναστήρι; Διότι ακριβώς το μοναστήρι πάλι είναι η ατμόσφαιρα της προσευχής. Τα πάντα διά μίαν προσευχή. Εάν, λοιπόν, η προσευχή αυτή δεν γίνεται ή εάν στραβά γίνεται, τότε πώς είναι δυνατόν τελικώς να γίνωμε επιτυχημένοι άνθρωποι και μάλιστα πνευματικοί άνθρωποι; Ενώ η προσευχή η ορθή, νοιώθετε ότι τακτοποιεί τα πάντα, αναχαιτίζει κάθε δυσκολία, τα προβλήματά μας, τις αγωνίες μας, τις αμαρτίες μας, όλα τα διευθετίζει• ακόμη, μπορεί και να τερατουργή, να κάνη θαύματα εις την πορεία μας δηλαδή, και εις τον αγώνα μας και εις την ζωή μας.

Εάν δεν έχωμε μέσα μας πλούτον Πνεύματος, αν δεν έχωμε πλούτον χαράς, πλούτον ειρήνης, αν δεν έχωμε καρπούς, οι οποίοι είναι αμέσως αντιληπτοί και εμφανείς και μεγάλοι, είναι, διότι δεν τους επιθυμούμε ή διότι δεν ξεύρομε να προσευχώμαστε• και αν επιθυμούμε —«επιθυμείτε, και ουκ έχετε», που λέγει πολύ ωραία ο αδελφόθεος Ιάκωβος— και δεν έχετε «δια το μη αιτείσθαι υμάς»(1), διότι δεν ζητάμε• και εάν ζητάμε, κακώς ζητάμε, όπως λέγαμε προηγουμένως• διότι «κακώς αιτείσθε»(2), όπως πάλι λέγει εκεί ο Απόστολος.

Για μας τους μοναχούς προσιδιάζει ιδιαιτέρως η προσευχή η νοερά, η προσευχή του Ιησού, η μονόλεκτος, όπως θα λέγαμε, προσευχή, με την οποία ιδιαιτέρως θα αρχίσωμε να ασχολούμεθα αυτό το διάστημα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η σημερινή μας αυτή κατήχησις θα έχη ένα σκοπό εισαγωγικό• προτού μπούμε στις λεπτομέρειες και στις αφετηρίες και στις βάσεις της νοεράς προσευχής, να πούμε μερικά πράγματα γενικώς περί προσευχής. Διότι η προσευχή είναι το πάν. Αλλά άμα δεν ξεύρω, όπως σας είπα, δεν κάνω τίποτα• και το πάν γίνεται μία καταστροφή τελεία. Μία αυτοκαταστροφή.

Τώρα, θα μου επιτρέψετε, προτού προχωρήσω, να πω κάτι. Μου φαίνεται, πατέρες μου και αδελφοί μου, ότι πράγματι δεν προσευχόμαστε ή, εάν προσευχώμαστε, δεν προσευχόμαστε αρκετά• αλλά και αυτό το λίγο που προσευχόμαστε, είναι χωρίς τέχνη, χωρίς δύναμι, χωρίς πνοή, προ πάντων είναι χωρίς Πνεύμα. Διότι μόνον το Πνεύμα, όταν προσεύχεται μέσα μας, είναι δυνατόν η προσευχή μας να ανεβαίνη επάνω στον ουρανό. Διότι εν Πνεύματι είναι η προσευχή, και το Πνεύμα κατανοεί το πνεύμα και ενούται με αυτό και όχι με σάρκα. Δεν έχει την δύναμι και την παρουσία του Πνεύματος η προσευχή μας. Συνήθως μας μαγνητίζουν ή τραβούν την ψυχή μας άλλα πράγματα, τα οποία έχουν σήμερα για μας σημασία, και τελικώς ξεχνάμε ότι μοναχός σημαίνει προσευχόμενος άνθρωπος.

Τι είναι, λοιπόν, αυτή η προσευχή; Πώς γίνεται η προσευχή θα πρέπη να πούμε σήμερα, για ν' αρχίσωμε ένα πιο συγκεκριμένο αγώνα. ιδιαίτερα για μας που ήλθαμε από τα Μετέωρα, έχει μια μεγάλη σημασία αυτό, διότι δεν φύγαμε από τον τόπο μας για κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνον διότι δεν είχαμε τις συνθήκες και τις δυνατότητες της πνευματικής αναπτύξεως της ψυχής μας, διότι δυσκολευόμασταν στην προσευχή. Και ενώ τόσο πολύ την ποθούσαμε, θυμάστε ότι τελικώς σταματούσαμε να μιλούμε, διότι είχαμε τόσες δυσκολίες για να μπορέσωμε να προσευχηθούμε.

Ήλθαμε όμως τώρα εις το Άγιον Όρος και κανείς λόγος δεν μπορεί να μας δικαιολογήση, εάν δεν προσευχώμαστε, και μάλιστα εάν δεν προσευχώμαστε δυνατά. Δεν έχει κανένα απολύτως νόημα η φυγή μας και η είσοδός μας εις το Άγιον Όρος, εάν δεν είμεθα προσωπικότητες πραγματικά προσευχόμενες εν Πνεύματι Αγίω. Ήταν μία απάτη του κόσμου και μία ψευδαίσθησις και μία εξαπάτησις του Θεού η έλευσίς μας εις το Άγιον Όρος, εάν δεν θα γίνωμε δυνατά προσευχόμενοι άνθρωποι. Γι' αυτό θα παρακαλέσω ιδιαιτέρως να προσέξωμε το θέμα, το οποίον μας απασχολεί.

Πρώτα απ' όλα, ομιλώντας περί προσευχής, πρέπει να πούμε ότι η προσευχή δεν είναι ποτέ μόνη της. Δεν μπορώ να πω ότι προσεύχομαι, όπως έχομε εξηγήσει δια πολλών πολλάκις, δεν μπορώ να πω ότι προσεύχομαι, αν αυτή η προσευχή μου δεν είναι συνδυασμένη με κάτι άλλο. Είναι μερικά πράγματα, τα οποία πηγαίνουν πάντα μαζί. Δεν μπορείς να ξεχωρίσης το ένα από το άλλο• επί παραδείγματι, όταν ομιλή ο απόστολος Παύλος περί πίστεως(3), ομιλεί μόνον περί πίστεως και όχι και περί έργων. Αλλά γιατί; Διότι, όταν λέγη «πίστις», εννοεί μία πίστι που υπάρχει και αποδεικνύεται από τα έργα. Όταν ο Ιάκωβος ομιλή περί έργων(4), λέγει ότι καμία σημασία δεν έχει η πίστις χωρίς αυτά. Ομιλεί περί έργων συνεχώς. Γιατί; Διότι τα έργα είναι η απόδειξις της πίστεως. Τα δύο αυτά, λοιπόν, είναι εντελώς αλληλένδετα.

Η ίδια συζυγία υπάρχει και σε πολλά άλλα. Και εν προκειμένω η προσευχή είναι συνδεδεμένη με κάτι άλλο• με την λατρεία μας και μάλιστα με την θεία κοινωνία. Εάν δεν υπάρχη λατρεία και δεν ύπάρχη θεία κοινωνία, ούτε προσευχή είναι δυνατόν να υπάρξη. Πάσα προσευχή θα είναι ψευδής. Εάν υπάρχη λατρεία και δεν υπάρχη έντονος πνευματική προσευχή, εσωτερική, δυνατή, κράζουσα προσευχή, να είσθε βέβαιοι ότι η λατρεία μας και η θεία μας κοινωνία είναι μάταια και είναι απλώς πέταμα λάσπης στα μάτια του Θεού, για να κάνωμε πως τον αγαπάμε, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχομε καμία σχέσι μαζί του και κάποτε θα μας πη «ουκ οίδα υμάς»(5).

Αυτά πηγαίνουν μαζί. Αποτελούν τα δύο σκέλη της πνευματικής ζωής. Το ένα είναι η μυστηριακή ζωή, που είναι προϋπόθεσις της μυστικής ζωής• και αυτό που αναλύομε σήμερα είναι η ρίζα, ο κορμός, το κεντρικό σημείο της μυστικής ζωής, η οποία αφορμάται από την μυστηριακή ζωή. Η θεία κοινωνία, λοιπόν, μέσα στην λατρεία είναι το πρώτο. Γιατί είναι αυτό απαραίτητη προϋπόθεσις; Διότι, προσεύχομαι όταν λέμε, εννοούμε ότι «εύχομαι προς τινα», όπως λέγει και η λέξις «προσευχή».

Όταν ομιλούμε περί προσευχής εσωτερικής, νοεράς, δεν λέμε προσευχή νοερά, αλλά λέμε «ευχή». Ενώ, όταν ομιλούμε περί προσευχής, βάζομε και αυτήν την πρόθεσι μπροστά «προς», γιατί δείχνει αμέσως ότι η προσευχή είναι η πορεία προς εν συγκεκριμένο πρόσωπο, με σκοπόν την ένωσι με το πρόσωπο αυτό. Ενώ η ευχή είναι στάσις, ας το πούμε έτσι, και απόλαυσις εν τινι σημείω, όπου υπάρχει και ο Θεός — υπάρχει μία αντιδιαστολή, βλέπετε.

Η προσευχή, λοιπόν, λέμε ότι είναι μία στροφή προς ένα πρόσωπο. Επομένως, για να υπάρχη προσευχή, πρέπει να υπάρχη το πρόσωπο αυτό. Και για να πω ότι προσεύχομαι εγώ, πρέπει να υπάρχη για μένα ενεργός η παρουσία του προσώπου αυτού. Εγώ να μπορώ να οικειοποιούμαι την παρουσία του και την ύπαρξί του. Ο Χριστός, ο ενυπάρχων, ο πανταχού παρών, γίνεται για μένα παρών μέσα εις την ζωή μου, δια της λατρευτικής μου συμμετοχής, δια της συμμετοχής μου μέσα εις την λατρεία και, ιδιαίτατα, δια της συμμετοχής μου εις την θεία κοινωνία.

Διά της συμμετοχής μου εις την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας, εγώ συνδέομαι με τον Χριστόν και γίνομαι μέλος του σώματος του Χριστού• και εφ' όσον είμαι μέλος, δια να είμαι ζωντανό μέλος του Χριστού, θα πρέπη να συμμετέχω εις τας ιδιότητας του Χριστού, ώστε να γίνεται η περιχώρησις και η αντίδοσις των ιδιωμάτων, όπως εγίνετο και εις τας δύο φύσεις του Χριστού. Αυτό πραγματοποιείται δια της θείας κοινωνίας πλέον, που με καθιστά μέτοχον των ιδιωμάτων της κεφαλής μου μετά της οποίας ενώθηκα.

Επομένως, η λατρεία και η θεία κοινωνία είναι αδιάσπαστα ηνωμένα. Και τι κάνουν; Καθιστούν παρόντα τον Θεόν και τον Θεόν ζωντανόν για μένα. Οπότε τώρα τι απομένει; Εγώ να ομιλήσω εις Αυτόν, να απευθυνθώ προς Αυτόν, ο οποίος έρχεται προς εμένα. Και έτσι Εκείνος, δια της λατρείας, τείνει προς εμέ και εγώ, δια της προσευχής, τείνω προς Αυτόν, μέχρις ότου γίνη η ολοκληρωτική μας ένωσις. Αυτή η δική μου τώρα πλέον η στροφή, γίνεται δια της μυστικής οδού που είναι αδιάλειπτος, και γίνεται αρχικώς και ουσιαστικώς, όπως σας είπα, δια της προσευχής. Αυτό που γίνεται έν τινι χρόνω μέσα εις την εκκλησία, κατά τον εσπερινό, ή μέσα εις την λειτουργία με την θεία κοινωνία, αυτό συνεχίζεται με την προσευχή• και δεν μπορώ να πω ότι θα πάω στην εκκλησία, άμα δεν προσευχόμουν. Είναι περιττό να πάω στην εκκλησία και δεν χρειάζεται να πηγαίνω στην λειτουργία και άχρηστο να κοινωνάω, όταν δεν είμαι ο διαρκώς προσευχόμενος • και είναι περιττό να προσεύχωμαι, όταν δεν έχω συμμετοχή εις αυτά που λέγαμε τώρα μόλις.

Υποτίθεται, όμως, ότι και η προσευχή έχει τον εντελώς ιδιάζοντα δικό της χώρο, τον μυστικό χώρο, μέσα εις τον οποίον καλλιεργείται. Πώς, για να φυτέψης ένα λουλούδι, σκάβεις εκεί το χώμα, βάζεις κοπριά, βάζεις ό,τι άλλο χρειάζεται, για να γίνη μία ακμή αυτής της ρίζης. Εάν δεν βάλης εκείνο το λίπασμα, αν δεν είναι κατάλληλο το χώμα, αν είναι π.χ. αμμουδιά, αδίκως βάζεις την ρίζα. Η προσευχή είναι άκαρπος και δεν ξεπερνάει πάνω από το κεφάλι μας τον χώρο —πολλώ μάλλον για να φθάση επάνω από τα σύννεφα και επάνω από τους ουρανούς—, εάν δεν έχη τον μυστικό της χώρο, το μυστικό της λίπασμα που, όπως έχομε πει, είναι ιδιαίτερα η αγρυπνία, η μελέτη και η νηστεία.

Επομένως, αδίκως προσεύχομαι, εάν δεν αγρυπνώ• όχι όταν το μοναστήρι μας έχη αγρυπνία —εκείνο είναι κάτι το ιδιάζον και έχει άλλους λόγους και όχι αυτούς για τους οποίους μιλάμε τώρα• εκείνη η αγρυπνία έχει σχέσι με την λατρεία και όχι με την προσευχή. Εάν δεν αγρυπνώ, εάν αδιαλείπτως δεν νηστεύω και εάν δεν μελετώ —αυτά αποτελούν τον εντελώς ιδιάζοντα χώρο της προσευχής—, αδίκως προσεύχομαι. Οπότε, αφού κάναμε το ξεκαθάρισμα αυτό, μπορούμε πλέον να ρίξωμε τον φακό μας εις την προσευχή, εις αυτό που μας απασχολεί, για να μπορέσωμε κατόπιν να προχωρήσωμε.

Τι είναι η προσευχή; Όταν λέμε τώρα τι είναι η προσευχή, δεν θα σας πω κανένα ορισμό της προσευχής. Άμα ανοίξωμε τον άγιον Ιωάννην της Κλίμακος, άμα ανοίξωμε τον Δαμασκηνόν, άμα ανοίξωμε όλους τους αγίους, θα δούμε ότι ο καθένας έχει υπέροχους ορισμούς, οι οποίοι θα μας είναι χρήσιμοι. Αλλά εγώ θα σας πω τώρα τι είναι η προσευχή, όπως
την βιούμε μέσα εις τον αγώνα της ψυχής μας, δηλαδή, όχι αντικειμενικά τι είναι η προσευχή αλλά υποκειμενικά πώς ζούμε εμείς την προσευχή• ένας που προσεύχεται, πώς νοιώθει και τι νοιώθει ότι είναι η προσευχή.

Κατ' αρχάς είπαμε ότι η προσευχή είναι μία πορεία προς τον Θεόν. Ο Θεός όμως είναι αόρατος. Ο Θεός είναι εις τους ουρανούς και εγώ είμαι κάτω εις την γη. Ο Θεός είναι το φως και εγώ είμαι σκοτάδι. Ξεύρεις τι φοβερό πράγμα είναι να μπορέση το σκοτάδι να διάλυση το φως; Αν είναι δυνατόν το σκοτάδι να διαλύση το φως, εφ' όσον το φως διαλύει το σκοτάδι. Και όμως, εμείς πάμε κάτι τέτοιο να κάνωμε μέσα στην προσευχή. Το σκοτάδι μας να το διαλύσωμε, οπωσδήποτε δια της εισελεύσεως του Θεού, για να μπούμε μέσα στον χώρο του φωτός και να γίνωμε εμείς οι ίδιοι φωτεινοί. Ξεύρεις τι θα πη η σάρκα να μπη μέσα εις τον χώρο του πνεύματος; Η σαρξ(6) η οποία δεν κληρονομεί ουράνιον βασιλείαν, να μπη μέσα εις τον Θεόν; Ξεύρεις τι θα πη ο αχώρητος παντί(7) Θεός να χωρέση μέσα στην δική μου την ψυχή; Την ψυχή μου που δεν φθάνει ότι είναι μικρά, αλλά είναι και κατακλυσμένη, είναι γεμάτη από τα πάθη της και από τα βουλήματά της και από τις επιθυμίες της;

Όταν, λοιπόν, προσεύχωμαι, αμέσως νοιώθω το ανυπέρβλητο αυτό εμπόδιο, που με χωρίζει από τον Θεόν. Το ότι εγώ είμαι σαρξ, τουτέστιν είμαι σάρκινος άνθρωπος (με την ευαγγελική έννοια παίρνω την λέξι «σαρξ» και όχι ότι δεν έχομε ψυχή), το ότι εγώ είμαι σαρξ και Εκείνος είναι πνεύμα. Με την υπερβατικότητα του Θεού και με την αγιότητα και την φαεινότητα του Θεού, νοιώθω αμέσως την αδυναμία μου. Νοιώθω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα και ότι αρχίζω έναν φοβερό αγώνα, μίαν μάχη που τόσον ωραία η Παλαιά Διαθήκη μας την παρουσιάζει με την μάχη εκείνη, με τον αγώνα, με την πάλη του Ιακώβ(8), εκεί στην γνωστή κλίμακά του. Θα πρέπη εγώ, ο μικρός άνθρωπος, να εκπορθήσω τους ουρανούς και να πολιορκήσω τον Θεόν και να τον νικήσω τον Θεόν και να τον κάνω υποχείριον της δικής μου επιθυμίας, της δικής μου εφέσεως, την οποίαν κρύβω μέσα στην ψυχή μου.

Επομένως, την προσευχή την βιούμε αρχικώς —όταν αρχίζωμε να προσευχώμεθα— ως μίαν πάλη, ως έναν αγώνα. Αλλά προσέξτε, όχι αγώνα με την έννοια ότι είναι δύσκολο να προσευχηθώ, όχι ότι κάνω αγώνα να μαζέψω τους λογισμούς μου ή να νικήσω τον ύπνο μου ή να νικήσω τον κόπο των γονάτων μου ή που μου έρχεται να ξυστώ και δεν ξεύρω τι να κάνω και κοπιάζω για να μη ξυστώ • όχι με τον αγώνα του ότι πεινάω και θέλω να πάω να φάω και λέγω• «Όχι, θα συνεχίσω να προσεύχωμαι». Δεν εννοώ τον αγώνα αυτόν• αυτό είναι η άσκησις, είναι κάτι το διαφορετικό• άλλο θέμα είναι αυτό. Ομιλώ για τον αγώνα που κάνομε, όχι με τον εαυτό μας -αυτά είναι με τον εαυτό μας-, αλλά τον αγώνα που κάνομε με τον Θεόν. Παλεύω με τον Θεόν. Ξεκάθαρα.

Αρχίζω μίαν μάχη, η οποία θα είναι επώδυνη, η οποία θα είναι ατελεύτητη —διότι δεν ξεύρω αν θα σταματήση στην άλλη ζωή—, μίαν μάχη με τον ίδιο τον Θεόν. Όταν έλεγε «συναγωνίσασθέ μοι εν ταις προσευχαίς»(9) ο Παύλος, κάτι τέτοιο εννοούσε. Ένοιωθε να αγωνίζεται αυτός με τον Θεόν, είτε για τον εαυτό του είτε για τις εκκλησίες, τις οποίες είχε αναλάβει, και έλεγε• «Παλέψτε και σεις με τον Θεόν, με τις προσευχές σας, ούτως ώστε να ενωθούν αυτοί οι αγώνες μας και έτσι, όλοι μαζί, να παλεύωμε μαζί του για να τον νικήσωμε». Όπως ακριβώς, όταν δεν μπορώ να σε νικήσω, φέρνω και άλλους και τους καλώ εις βοήθειαν, για να μπορέσω να προχωρήσω.

Το πρώτο, λοιπόν, βίωμα το οποίον έχω, είναι η αίσθησις του ανυπερβλήτου εμποδίου, που υπάρχει μπροστά μου, της μικρότητός μου, και επομένως η αίσθησις του υπερβατικού του Θεού και η βίωσις της δραματικής πάλης την οποίαν κάνω με τον Θεόν. Για σκεφθήτε, ένας άνθρωπος, ο οποίος γρονθοκοπάει τον αέρα, αυτός δεν έχει καμίαν αντίστασι και μπορεί πάρα πολύ εύκολα να κατευθύνη τα χέρια του όπου νομίζει• πυκτεύει αυτός εις αέρα. Δεν παθαίνει τίποτα. Δεν νοιώθει να αντιστέκεται κάτι στο χέρι του. Όταν όμως έχης έναν αντίπαλο, αμέσως σφίγγεσαι. Η γροθιά σου αμέσως δυναμώνει. Οι μυς σου, τους βλέπεις και τεντώνονται και αυτοί. Βρίσκεις μίαν αντίδρασι. Καταλαβαίνεις ότι χτυπάς ή ότι χτυπιέσαι. Νοιώθεις αμέσως ότι χτυπάς και ότι χτυπιέσαι. Όταν δεν έχω την αίσθησι του αγώνος αυτού με
τον Θεόν, καταλαβαίνετε ότι ακόμη δεν έχω αρχίσει καν να προσεύχωμαι.

Ας υποθέσωμε όμως ότι αρχίσαμε να προσευχώμεθα και νοιώθω ότι έχω να κάνω αυτήν την φοβεράν πάλην με τον Θεόν, ότι μπήκα πλέον, ότι έχω βάλει τα γάντια στα χέρια μου και αρχίζω να χτυπάω τον Θεόν. Αντιστέκεται Εκείνος, αντιστέκομαι και εγώ και είναι πλέον το θέμα ή θα νικήσω ή θα νικήση. Δεν είναι δυνατόν παρά ή να πέσω κάτω αιμόφυρτος ή να νικήσω Εκείνον και να μου πη «με νίκησες πλέον». Να μου παραδοθή, όπως έκανε και με όλους τους αγίους, οι οποίοι τον έκαναν ό,τι ήθελαν τον Θεόν.
Εάν θα σταματήσω, θα είμαι ένα συντριμμένον πλέον πλάσμα, θα είμαι ένας, για πάντα, αποτυχημένος άνθρωπος. Δεν μπορώ να πω ότι δουλεύω ή ότι ζω ή ότι προσεύχομαι, εάν δεν θα νικήσω εις αυτήν την πάλη. Πολλώ μάλλον, εάν δεν έχω αρχίσει την πάλη. Ας υποθέσωμε, λοιπόν, ότι έχω όλην την αίσθησι και όλην την βίωσι αυτήν. Μπήκα μέσα εις τον αγώνα. Αρχίζω να παλεύω με τον Θεόν. Παλεύοντας με τον Θεόν, νοιώθω ότι αυτή μου η πάλη δεν γίνεται με τους γρόνθους μου, δεν γίνεται με τα χέρια μου, με τα πόδια μου ή με ο,τιδήποτε άλλο, αλλά γίνεται με τον νου μου. Γίνεται με το πνεύμα μου, όπως λέμε, γίνεται με το νοερόν.

Αυτό που μπορεί να ενωθή με τον Θεόν είναι το πνεύμα μου. Το πνεύμα μας όμως -«δια το είναι αυτούς, λέγει, σάρκας»(10-, το πνεύμα μου σαρκούται εις την καθημερινή μας ζωή. Το πνεύμα μας, το οποίον έχει την ιδιότητα της αναβάσεως, ανατάσεως, της ανώσεώς του και της ενώσεως με το Άγιον Πνεύμα —οπότε πληρούται η υπόστασίς του—, το πνεύμα μου μαθαίνει να ζη μέσα στην φτώχεια, να ζη μέσα στην χθαμαλότητα, μέσα στην χοϊκότητα. Και τι το απασχολεί; Το απασχολεί το θέλημά μου και ζυμώνεται μαζί του• το απασχολεί το τι θα φάω, το τι θα γράψω εις το έγγραφο, το πώς θα ξεπεράσω το πρόβλημα που θέλουν να κάνουν δρόμους μέσα εις το Άγιον Όρος, πώς τούτο, πώς εκείνο... Και το πνεύμα μου γίνεται έγγραφο, το πνεύμα μου γίνεται δρόμος, το πνεύμα μου γίνεται θέλημα, το πνεύμα μου γίνεται ο,τιδήποτε άλλο. Γίνεται σαρξ! Γίνεται μία κατάποσίς του από τις ψυχικές μου δυνάμεις και δεν μπορώ πλέον να κάνω τίποτε με τον Θεόν! Για μένα είναι ανέγγιχτος, είναι αναφής ο Θεός.

Θα πρέπη να καλλιεργηθή, λοιπόν, η πνευματική δύναμις, η πνευματική φύσις του είναι μου, που μου χάρισε ο Θεός, θα πρέπη αυτό να ομιλήση, θα πρέπη να καλλιεργηθούν οι αισθήσεις οι πνευματικές, οι καλούμενες «νοεραί αισθήσεις»(11), διότι αυτές μπορούν να ψηλαφήσουν τον Θεόν και ιδιαίτερα αυτό που το λέμε «το νοερόν». Το νοερόν μπορεί να έχη την τάσι του προς τον Θεόν και, κατά κάποιον τρόπον, να απευθύνεται προς τον Θεόν — θα λέγαμε εμείς, να ομιλή προς τον Θεόν. Οπότε εδώ, θα πρέπη το νοερόν να ενωθή απόλυτα και με το λογιστικόν, με τον λόγον, όπως το λέμε, για να είναι όλο αυτό το πνευματικό «είναι» της υπάρξεώς μου εστραμμένο προς τον Θεόν, απευθυνόμενο προς τον Θεόν, κατευθυνόμενο προς τον Θεόν.

Έτσι, ευθύς αμέσως, έχω την αίσθησι του διαλόγου, και όχι ακόμη του διαλόγου, αλλά της κραυγής, διότι εφ' όσον παλεύω ακόμη και δεν έχω νικήσει, ο Θεός είναι μακράν. Εγώ είμαι εδώ και ο Θεός είναι επάνω στον ουρανό. Εγώ είμαι ο φθαρτός και Εκείνος είναι ο άφθαρτος. Εγώ είμαι γη και Εκείνος είναι αιθήρ. Εκείνος είναι ουράνιόν τι. Εκείνος είναι έτερον τι. Πώς, λοιπόν, θα μπορέσω να ενωθώ μαζί του ή να του μιλήσω; Δεν μπορώ να του φωνάξω, δεν μπορώ! Γι' αυτό κράζω. Όταν δεν σε βλέπω που είσαι, βγαίνω στο μπαλκόνι και φωνάζω• «Πάτερ Θεόκτιστεεε!» Και αν θα είναι κάπου εκείνος, θα μου απάντηση• και άμα θα τον ακούσω, τότε θα αρχίσω να διαλέγωμαι.

Εδώ είμαστε ακόμη εις τον χώρο τούτον, που δεν βλέπομε τον Θεό. Δεν ακούμε τον Θεόν. Δεν κατανοούμε τον Θεόν. Δεν γνωρίζομε τον Θεόν. Ζούμε μέσα εις μίαν τελεία άγνοια, εις μίαν τελεία, ουσιαστικώς, λήθη. Ούτε θυμάμαι τον Θεόν ούτε γνωρίζω τον Θεόν. Γι' αυτό και του κράζω συνεχώς, για να μπορέση να με λυπηθή, να μου απάντηση• και όταν θα μου απάντηση ο Θεός, τότε θα μπορέσω να αρχίσω να κάνω διάλογο. Ούτως άρχεται η προσευχή! Τώρα έχομε βιώματα, τα οποία, όπως είπαμε, ζούμε προκειμένου να προσευχηθούμε.

Αλλά ακόμη δεν έχομε αρχίσει, αντιλαμβάνεσθε, να προσευχώμεθα. Γι’αυτό βιούμε την προσευχή εις την πορεία της, όπως βλέπετε, εις την έναρξί της, ως μίαν εκ βάθους, εκ βαθέων της ψυχής κραυγή. Μπορεί να γίνεται η προσευχή και με τα χείλη. Μπορεί να γίνεται ακουομένης της φωνής. Μπορεί να γίνεται εδώ μέσα εις τον χώρο του στόματος, του φάρυγγος, του λαιμού. Μπορεί να γίνεται και μέσα από την καρδιά. Αντί να κινούνται οι χορδές οι φωνητικές, να κινούνται οι χορδές της καρδίας και να εξέρχεται από εκεί η κραυγή αυτή του πνεύματος. Δεν παίζει ρόλο. Αυτό που έχει σημασία είναι, ότι εκ βαθέων εκβάλλομε μίαν προσευχή. Ο αγωνιστής θα τα καταλάβη αυτά, θα τα ξεχωρίση, θα δη πότε μιλάει με το στόμα, πότε μιλάει με την καρδιά, πότε μιλάει το πνεύμα, διότι δεν είναι ακόμη να μιλήση η καρδιά• πρέπει το πνεύμα να μιλήση τελικώς εν τη καρδία. Σιγά-σιγά τα συνειδητοποιεί, τα ξεχωρίζει, τα μαθαίνει. Όπως, όταν σε δω πολλές φορές σε ξεχωρίζω, έτσι γίνεται και εδώ. Μπορεί, λοιπόν, να κινούνται τα χείλη, μπορεί και να μη κινούνται τα χείλη• εκείνο που έχει σημασία είναι, ότι θα πρέπη να βγή μία κραυγή εκ βάθους, η οποία σαν ένας βόμβος δυνατός, σαν ένας σεισμός, θα κατασείση τους ουρανούς και θα αναγκάση τελικώς τον Θεόν να απαντήση και να μας πη «τι βοάς προς με;»(12)

Μπορεί να είμαι όρθιος, για να δείξω μ' αυτό την τάσι μου, την φορά μου, την αγωνία μου, την ετοιμότητά μου. Μπορεί να είμαι γονατιστός, για να εκφράσω την ταπείνωσί μου και την αναξιότητά μου. Μπορεί να είμαι πρηνής, για να δείξω την ματαιότητά μου και την αποτυχία μου, την οποία είχα μέχρι τώρα, για να με λυπηθή πολύ περισσότερο και πολύ πιο σύντομα ο Θεός. Μπορεί να κάνω βόλτες με το κομποσχοίνι μου στο χέρι, φωνάζοντας ή μη φωνάζοντας, για να ξεπεράσω την αδυναμία μου, να ξεπεράσω τον ύπνο μου. Μπορεί να εργάζωμαι, για να διαλύσω την ακηδία μου. Μπορεί να ανεβοκατεβαίνω επάνω στο βουνό ή να κουβαλάω πέτρες, για να νικήσω την ασθένεια της σαρκός μου, διότι το πνεύμα μπορεί να γίνη πρόθυμο, αλλά η σαρξ συνεχίζει να έχη την ασθένειά της. Μπορεί να έχω οιανδήποτε στάσι και οιονδήποτε τρόπο• αυτό που θα πρέπη όμως να νοιώσω μέσα μου είναι, ότι βγαίνει αυτή η εκ βαθέων κραυγή, για να το ακούση κάποτε ο Θεός. Πολλές φορές φωνάζω «πάτερ Θεόκτιστεεε!... πάτερ Θεόκτιστεεε!...» και μετά από πέντε, δέκα, είκοσι φορές, μπορεί να με ακούση εκείνος, που είναι πίσω από κανένα βραχάκι ή που μπορεί να προσεύχεται την ώρα εκείνη ή να τραγουδάη ή να ψάλλη και να μην ακούη την δική μου την φωνή.

Θα πρέπη να τον ξυπνήσω, όπως έκανε ο Απόστολος, που πήγε εις τον Κύριον «Κύριε, καθεύδεις;»(13) του λέγει• «δεν βλέπεις τι τρικυμία έχει εδώ;» Και σηκώνεται —που δεν κοιμόταν ο Χριστός— και του λέγει• «Ησύχασε»• και μόλις είπε «σιώπα, πεφίμωσο»(14) στην θάλασσα, αμέσως σταμάτησε όλη εκείνη η λαίλαπα της θαλάσσης, θα πρέπη, λοιπόν -πώς σου φαίνεται ότι φεύγει η οροφή από τις φωνές τις πολλές ή πάει να σχισθή το στήθος σου, όταν από μέσα σου βγαίνη μία εναγώνια κραυγή- κάτι τέτοιο να γίνη στην προσευχή μας, για να μας ακούση ο Θεός. Το θέλει αυτό.

Μα δεν μας ακούει ο Θεός διαφορετικά ή δεν ξεύρει ο Θεός τι χρειαζόμαστε; Βεβαίως! Αλλά το κάνει αυτό ο Θεός, αφ' ενός μεν δια να του εκφράσωμε ημείς τον πόθο μας και να είναι κάτι το δικό μας• και δεύτερον, να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη μας και την γύμνια μας• και εκ τρίτου, για να μάθωμε να τον ζητάμε. Διότι, αν μας δοθή ο Θεός αμέσως, προτού εμείς κάνωμε όλα αυτά πού λέμε και τα βιώσωμε, όπως εύκολα τον κερδίζομε, έτσι εύκολα θα τον πετάξωμε, διότι δεν θα καταλάβωμε την αξία, την οποίαν έχει. Αν ο πατέρας σου σου δίδη εκατομμύρια, τα πετάς μέσα στους δρόμους. Αν χύσης τον ιδρώτα σου όμως, για να πάρης τελικώς πενήντα δραχμές την ημέρα με όλη σου την δουλειά, θα δης πώς θα κάνης τότε οικονομίες και θα νοιώθης τι σημαίνει χρήμα. Δεν το σκορπίζεις εύκολα. Έτσι ακριβώς, για να μη σκορπίσωμε μέσα στους ανέμους τον Θεόν, γι' αυτό ο Θεός θέλει να τον νοιώσωμε προηγουμένως, μ' αυτήν την δυνατή αγωνία της εκ βαθέων κραυγής, την οποίαν βγάζομε.

Ώστε, πρώτον: βιούμεν ως ένα αγώνα την προσευχή.

Δεύτερον: ως μίαν κραυγή εκ βαθέων, η οποία βγαίνει ποικιλοτρόπως, όπως λέγαμε προηγουμένως. Όταν όμως τώρα εμείς προχωρούμε και ζήσωμε την στροφή μας αυτή προς τον Θεόν, σαν μία κραυγή εκ βαθέων, τότε θα διαπιστώσωμε ότι η κραυγή μας δεν ακούγεται από τον Θεόν τελικώς. Πρέπει να μετατραπή, να μεταστραφή εις μίαν σιωπή μέσα εις ατμόσφαιρα σιωπής.

Ο Θεός είναι Θεός σχολαζόντων και σιωπώντων και αυτό θα το νοιώσωμε τότε, αφού κραυγάσωμε εις τον Θεόν. Όσο και να μιλούμε περί σιωπής, δεν θα καταλάβωμε την σημασία της και την έννοιά της, εάν δεν περάσωμε από τα σκαλοπάτια αυτά τα αλληλοδιάδοχα. Γιατί; Τι σημαίνει αυτό που λέμε τώρα πάλι «σιωπή»; Τι πράγμα είναι; Όταν φωνάζης, δεν ακούς τον άλλον πρέπει να σταματήσης για να τον ακούσης• ή όταν γίνεται θόρυβος γύρω σου, η δική σου φωνή μπερδεύεται και δεν ακούγεται και δεν ξεχωρίζεται. Θα πρέπη να σταματήσουν πάντες, να σταματήσης και συ, για να ακούσης τον άλλον. Και αν κουβεντιάζουν, θα τους πης πρώτα«σσς! σσς!» και μετά θα μιλήσης, για να ξεχωρίση η δική σου φωνή. Αυτό το βίωμα και αυτήν την πραγματικότητα θα την ζήσωμε και στην στροφή της ψυχής μας προς τον Θεόν.

Εν τη προόδω της, λοιπόν, η προσευχή μας —τι σημαίνει εν τη προόδω— εν τη εξόδω της, όταν πάη να βγή η προσευχή από μέσα μας, για να γίνη όντως μία κίνησις προς τον Θεόν, θα δούμε ότι είναι μία «σιωπή εν σιωπή», μέσα στην σιωπή. Τουτέστιν, απόλυτος σιωπή. Επομένως, ή θα πρέπη να ξεύρω και να μαθαίνω —και είναι απαραίτητο να μαθαίνω και να ξεύρω— να προσεύχωμαι μέσα εις τους θορύβους, διότι είναι αδύνατον να επιτύχωμε την ησυχία την απόλυτον, ή θα πρέπη να κυνηγάω, και οπωσδήποτε θα πρέπη να κυνηγάω την απόλυτον σιωπή δια την προσευχή, όσο είναι δυνατόν. Ακόμη και το κελάηδημα του πουλιού και το κελάρυσμα του ποταμού ή του ρύακος, ο οποίος διέρχεται από πλάϊ μας, ακόμη και το φύσημα του ανέμου, σου διακόπτει την προσευχή και ξεπερνάει την δική σου την λέξι που βγαίνει. Εάν δεν το ξεύρης δε αυτό, δεν κάνεις τίποτα. Θα πρέπη να μάθωμε και μέσα στην απόλυτον σιωπή να προσευχώμεθα• δι' αυτό και η μεγάλη σημασία της νυκτός — εις λόγος της μεγάλης σημασίας της νυκτός! Θα προσεύχωμαι μέσα στον θόρυβο, ιδίως όμως θα κυνηγάω την απόλυτον σιωπή, για να μπορέσω να μιλήσω εις τον Θεόν. Ο Θεός ιδιαιτέρως απαντάει σ' εκείνους, οι οποίοι σιωπούν εν χώρω σιωπηλώ. Εν ησυχία, λοιπόν, σιωπή.

Θα πρέπη, όταν εγώ κραυγάζω εις τον Θεόν, να σταματήσω. Δια της αναπνοής, εισπνέω και εκπνέω. Αλλά η ώρα, που μπορώ και προσέχω και παρακολουθώ —άμα θα την προσέξω— θα δω ότι είναι ακριβώς η στιγμή, η μεσάζουσα εκείνη στιγμή της ανακοπής, του σταματήματος, στο μεσοδιάστημα εκείνο μεταξύ εισπνοής και εκπνοής. Εάν δεν μάθω να αναπνέω καλά, θα είναι συγκεχυμένη και η ζωή μου και η αναπνοή μου και η προσευχή μου και τα πάντα. Θα πρέπη να ξεύρω να έχω αυτό το μεσοδιάστημα, αυτό το ακρόαμα, το στήσιμο του αυτιού μου, και θα δω ότι αυτό είναι το βασικό εις την προσευχή και όχι οι δικές μου οι φωνές. Εάν δεν φωνάξω, δεν θα μάθω αυτό το τόσον απλούν και εύκολο πράγμα. Εάν φωνάξω, τότε θα το διαπιστώσω, ότι έτσι γίνεται ακροατής η ψυχή μου και ακροώμενος ο Θεός.

Θα δω ότι αυτό είναι το σπουδαιότερο: το στήσιμο του αυτιού μου εν απολύτω ησυχία. Θα πρέπη να μάθω, λοιπόν, να σιωπώ, δηλαδή θα πρέπη να μάθω να ακούω, θα πρέπη να μάθω να περιμένω, να προσδοκώ την φωνή του Θεού. Μέσα εις την σιωπή αυτήν τότε θα ακούσω τον κτύπο της καρδιάς
μου, τον κτύπο, όχι της σαρκικής μου καρδιάς, αλλά θα νοιώσω το ζωογονούν το πνεύμα μου, την υπόστασί μου, και που δεν είναι άλλο παρά μόνον το Πνεύμα το Άγιον. Τα πάντα παρέχονται από το Άγιον Πνεύμα.

Εάν θα φθάσω εις την σιωπή, τότε θα μπορέσω να καταλάβω την πνεύσιν αυτήν και θα ακούσω το θρόισμα των πτερών του Αγίου Πνεύματος και θα συνειδητοποιήσω την εγγύτητα του Αγίου Πνεύματος και θα επιποθήσω την πρόσληψι του Πνεύματος και θα καταλάβω τι σημαίνει «ουδέ εί εστι Πνεύμα Άγιον οίδαμεν». Θα καταλάβω ότι πράγματι τόσα χρόνια και στον κόσμο που ήμουν και στο μοναστήρι που είμαι, δεν έμαθα τι σημαίνει Άγιον Πνεύμα• «ουδέ ει Πνεύμα Άγιόν εστιν ηκούσαμεν» και οίδαμεν(15).

Το λέμε ίσως εν τη ταπεινώσει μας, τουτέστιν εν τη ταπεινολογία μας, δεν το κατανοούμε όμως, αγαπητοί μου. Η Αγία Γραφή είναι κάτι που θέλει χώρησι, ενοίκησι. Δεν ενοικείται, δεν βιούται από μας, διότι ζούμε μίαν καθαρώς εξωτερική ζωή. Μιλάω τώρα δια την Αγίαν Τριάδα, ας πούμε, και λέγω• «Η Αγία Τριάς είναι τρία πρόσωπα, είναι μία φύσις, είναι τούτο, είναι εκείνο... Ο Χριστός ήταν δύο φύσεις, ήταν όμως μία υπόστασις, ήταν ένα πρόσωπο». Τι σημαίνει αυτό; Δεν καταλαβαίναμε πιο πολλά από ό,τι καταλαβαίνουν και οι υπόλοιποι κοσμικοί άνθρωποι. Γιατί; Διότι αυτά μπορεί μεν να τα λογιζώμεθα, αλλά τα κατανοούμε μόνον εν τω πνεύματι ημών, δια του Πνεύματος.

Χρειάζεται μία αποκάλυψις, όπως έγινε εις τον Ιωάννη• και τι ωραία που λέγει η παράδοσις ότι έσπασε ο βράχος εκεί, που ήταν μέσα στην σπηλιά, και αμέσως έγινε εκείνο το θρυμμάτισμα και οι τρεις εκείνοι κόμβοι, που τον ανανέωσαν και τον έκαναν να κατανοήση το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, και έγραψε αμέσως τα περί Αγίας Τριάδος και βεβαιώθηκε ο άγιος Ιωάννης. Ωραιοτάτη παράδοσις! θα πρέπη να σχισθή, αγαπητοί μου, η οροφή δια της πνεύσεως του Πνεύματος και να το δω, για να το καταλάβω. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος»(16). "Αντε να τα κατανοήσης, πολλώ μάλλον να τα ζήσης και να τα γράψης. Θα πρέπη να σου τα εμπνεύση ο Θεός. Αυτό σημαίνει ότι τα εμπνέει ο Θεός.

Έρχεται σιγά-σιγά το βίωμα και προχωράει μέσα στην ψυχή μας και καταλαμβάνει χώρο ο Θεός μέσα στην δική μας την ύπαρξι• και σμίγονται τα βήματα του και οι φωνές του με τα βήματά μας και με τις φωνές μας και τότε γινόμαστε ένα μαζί με τον Θεόν. Τότε αποκτούμε το βίωμα της υπάρξεως και νοιώθομε την έννοια της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος και αρχίζομε να επιθυμούμε να κατακτήσωμε το Πνεύμα το Άγιον, για να μπορέσωμε κάποτε να πούμε• «Ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, Πνεύμα Άγιον, και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος», διότι κηλίδες είναι γεμάτη μέσα η ψυχή μας, γεμίζουν την ψυχή μας και δεν μπορούμε εμείς να κάνωμε τίποτε.

Όταν θα γίνη, αγαπητοί μου πατέρες και αδελφοί, αυτό το πράγμα, δηλαδή όταν καταλάβωμε την εγγύτητα του Πνεύματος και την ανάγκη της παρουσίας του —ακόμη δεν φθάσαμε στην πρόσκτησι του Πνεύματος— τότε βλέπομε και κτυπάει η καρδιά μας πιο έντονα. Έχετε προσέξει, όταν χαρούμε, όταν μας πούνε «έρχεται ο τάδε», που τον περιμέναμε, «έρχεται ο τάδε» που τον φοβόμαστε, πώς κτυπάει γρηγορώτερα η καρδιά; Ένα τέτοιο εσωτερικό πνευματικό βίωμα έχομε. Νοιώθομε την μυστική, εναγώνια εκείνη πλέον προσδοκία, που εκφράζεται εξωτερικά, για να την καταλάβωμε, που την λέμε με την έννοια αυτή, του κτύπου της καρδιάς. Είναι πνευματικά βιώματα και δεν μπορούν να αποδοθούν, παρά μονάχα με σκιές σωματικών παραλληλισμών και παραβολών.

Έχομε, λοιπόν, την μυστική εναγώνια προσδοκία και αποκαραδοκία. Όταν θα λάβωμε το βίωμα αυτό της μυστικής εναγώνιας προσδοκίας, τότε θα προχωρήσωμε και θα έχωμε πλέον την σιωπηλή εντρύφησι, αυτό που λέμε: την πρόγευσι της ελεύσεως του Πνεύματος και της επιγνώσεως της παρουσίας του Θεού.

Προσέξτε να τα καταλάβετε. Να τα εξηγήσωμε χειροπιαστά, πατέρες μου, δεν είναι εύκολο. Πρέπει να τα ζητήσουν οι ψυχές μας και θα γίνη αυτό που λέγει ο Κύριος «ζητείτε, και δοθήσεται υμίν, κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν»(17). Άμα εσείς θα τον φωνάζετε, ευρεθήσεται. Αυτά που δεν καταλαβαίναμε, θα τα καταλάβωμε. θα μας τα πη το ίδιο το Πνεϋμα το Άγιον. Ουδείς μπορεί να γίνη διδάσκαλος, παρά μόνον ο Χριστός. «Δίδαξον ημάς πώς δει προσεύχεσθαι»(18). Πας διδάσκαλος είναι μια φτωχιά φωνή, που μπορεί να μας κάνη μονάχα να πούμε• «Α, δεν καταλαβαίνει τίποτε και δεν ξεύρει τίποτε• θα πάω απ' ευθείας στον Χριστό!» Μόνον αυτήν την έννοια μπορεί να έχη πας ο οποίος μας ομιλεί περί προσευχής. Πας έτερος είναι ένας δημαγωγός, ένας απατεών να μας κάνη να καταλάβωμε πως δεν μπορεί τίποτε να μας μάθη, για να πούμε• «Πνεύμα, πού είσαι επί τέλους, να μου μάθης εσύ!»