Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Ασκητές μέσα στον κόσμο – Αδολεσχία ευχής και Ψαλτηρίου


ΕΝΟΤΗΤΑ Β’ – ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Υπάρ­χουν πολ­λοί λα­ϊ­κοί ἀ­νε­βα­σμέ­νοι πνευ­μα­τι­κά καί πο­λύ προ­χω­ρη­μέ­νοι στή νο­ε­ρά προ­σευ­χή. Κά­ποι­ος εἶ­χε φθά­σει σέ κα­τά­στα­ση νά λέ­γη τήν εὐ­χή καί στόν ὕ­πνο του. Τόν ἄκουγαν οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ σπι­τιοῦ του, ἐ­νῶ κοι­μό­ταν, νά ψι­θυ­ρί­ζη καί τήν εὐ­χή.
*
Στό Ἡ­ρά­κλει­ο Κρή­της ζοῦ­σαν μέ­χρι τό 1979 δυό εὐ­λο­γη­μέ­νες ψυ­χές, ἕ­να ζεῦ­γος ἡ­λι­κι­ω­μέ­νων, ὁ Ἀντώ­νιος καί ἡ Μα­ρί­α. Δέν εἶ­χαν ἀ­πο­κτή­σει τέ­κνα, ἦ­ταν ὅ­μως πραγ­μα­τι­κοί χρι­στια­νοί, ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ. Τη­ροῦ­σαν μέ ἀ­κρί­βεια τίς ἐντο­λές τοῦ Θε­οῦ καί ἀ­σκοῦ­σαν μέ ἐ­πί­γνω­ση τή νο­ε­ρά προ­σευ­χή.
Τό κομ­πο­σχοί­νι εἶ­χε λει­ώ­σει στά χέ­ρια τους ἀ­πό τήν χρήση. Ἐ­πί τριά­ντα χρό­νια συ­νε­χῶς ἐ­πα­να­λάμ­βα­ναν τήν εὐ­χή, τό «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με». Εἶ­χαν ἀ­πο­κτή­σει καλή πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Ὅ­ταν μι­λοῦ­σαν ἔ­νιω­θες ὅ­τι ἡ εὐ­χή τους δέν στα­μα­τοῦ­σε, ἦ­ταν ἀ­πορ­ρο­φη­μέ­νοι ἀ­πό τή νο­ε­ρά τους ἐρ­γα­σί­α. Τά λό­για τους ἦ­ταν λί­γα καί μι­λοῦ­σαν σάν νά ἀ­φαι­ροῦνταν ἀ­πό τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δι­ό­τι ὁ νοῦς τους καί ἡ καρ­διά τους ἦ­ταν ἑ­νω­μέ­να μέ τόν Θε­ό. Ἐδό­ξα­ζαν τόν Θε­ό γιά ὅ­λα καί με­τέ­δι­δαν εἰ­ρή­νη, ἀ­νά­παυ­ση καί εὐ­λο­γί­α.

*
Ὁ Χρῆ­στος Πα­ρώ­νης, «ὁ Ἀ­να­γνώ­στης» ἀ­πό τήν Πεύ­κη Κα­λαμ­πά­κας ἦ­ταν πο­λύ εὐ­λα­βής, φι­λα­κό­λου­θος καί ἔ­ψαλ­λε στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς δε­ξιός ψάλ­της. Ἀ­κο­λου­θοῦ­σε κα­τά γράμ­μα τό Τυ­πι­κό τῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν, ἀ­πό τίς ὁ­ποῖ­ες δέν πα­ρέ­λει­πε τί­πο­τε. Κά­θε μέ­ρα συμ­με­τεῖ­χε στίς ἀ­κο­λου­θί­ες. Ἀ­κό­μη καί ὅ­ταν ἦ­ταν στό χω­ρά­φι, κάθε φορά πού ἄ­κου­γε τήν καμ­πά­να, στα­μα­τοῦ­σε τήν ἐρ­γα­σί­α καί πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ὅ­ταν δέν ὑ­πῆρ­χε ἱ­ε­ρέ­ας, δι­ά­βα­ζε μό­νος του ὅ­λες τίς ἀ­κο­λου­θί­ες στό σπί­τι του. Συ­χνά ἔ­βγαι­νε ἔ­ξω ἀ­πό τό χω­ριό σ᾽ ἕ­να ὕ­ψω­μα, ὅ­που ἔ­ψελ­νε, προ­σευ­χό­ταν καί κοι­μό­ταν ἐ­κεῖ. Δι­ά­βα­ζε βί­ους Ἁ­γί­ων, πα­τε­ρι­κά βι­βλί­α, κυ­ρί­ως τόν ἅ­γιο Συ­με­ών Θεσ­σα­λο­νί­κης, ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ᾽ ὅ­λα τόν ἀ­νέ­παυ­ε ἡ ἀ­νά­γνω­ση τοῦ Ψαλ­τη­ρί­ου[1]. Ἀ­πό τήν πολ­λή με­λέ­τη τό εἶ­χε ἀ­πο­στη­θί­σει ὁ­λό­κλη­ρο. Ὅ­ταν κά­ποι­ος πέ­θαι­νε στό χω­ριό ὁ Χρῆ­στος πή­γαι­νε καί σέ τρεῖς‒τέσ­σε­ρις ὧ­ρες τοῦ δι­ά­βα­ζε ὁ­λό­κλη­ρο τό Ψαλ­τή­ρι.
________________
[1]. Τό κα­τα­νυ­κτι­κώ­τα­το καί τερ­πνό­τα­το Ψαλ­τή­ριο εἶ­ναι τό πρῶ­το προ­σευ­χη­τά­ρι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Δέν ὑπάρ­χει ἀ­κο­λου­θί­α ἤ μυ­στή­ριο ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α νά λεί­πουν οἱ Ψαλ­μοί. Ἦ­ταν τό ἐντρύ­φη­μα καί ἡ ἀ­δο­λε­σχί­α τῶν ἁγί­ων καί τῶν μο­να­χῶν ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων μέ­χρι σή­με­ρα. Πολ­λοί τό ἀ­πε­στή­θι­ζαν, ἄλ­λοι τό δι­ά­βα­ζαν ὁ­λό­κλη­ρο κά­θε ἡ­με­ρο­νύ­κτιο. Ἀ­κό­μη καί οἱ χρι­στια­νοί στόν κό­σμο προ­σεύ­χο­νταν μέ τό Ψαλ­τή­ρι. Δυ­στυ­χῶς αὐ­τή ἡ πα­ρά­δο­ση, τήν ὁ­ποί­α ἀ­κο­λου­θοῦσε καί ὁ Χρῆ­στος Πα­ρώ­νης, σή­με­ρα τεί­νει νά ἐ­κλεί­ψη ἀ­πό τίς ἐ­νο­ρί­ες στόν κό­σμο. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἀρ­κοῦ­νται μό­νο στίς ἀ­σμα­τι­κές ἀ­κο­λου­θί­ες καί πα­ρα­λεί­πουν τήν στε­ρε­ά τρο­φή, τούς θε­ό­πνευ­στους Δαυϊ­τι­κούς Ψαλ­μούς. «Καί ταῦ­τα ἔδει ποι­ῆ­σαι (ἀκο­λου­θί­ες) κἀ­κεῖ­νο (Ψαλ­τή­ρι) μή ἀφι­έ­ναι». (Ματθ. κγ΄, 23).

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

Η συνήθεια του να αμαρτάνεις φέρνει θάνατο (Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως)


Απέναντι στην αμαρτία οφείλουμε να είμαστε ανένδοτοι, γιατί και μία φορά να υποκλέψει τη συγκατάθεσή μας, καθίσταται αληθινός κύριός μας. Πρόσφορο παράδειγμα που υποδεικνύει τον ύπουλο και τυραννικό χαρακτήρα της αμαρτίας είναι ο τρόπος της Σεμιράμιδος, με τον οποίο υφάρπαξε τη βασιλεία και έγινε αυτοκράτειρα.
Η Σεμιράμις κατόρθωσε με παντός είδους θωπείες να πείσει τον σύζυγό της Νίνο, βασιλιά της Ασσυρίας να παραιτηθεί για μία ημέρα από το αξίωμά του και να της παραδώσει το σκήπτρο της βασιλείας.
Αλλά ποιο υπήρξε το πρώτο έργο της νέας αυτοκράτειρας; Να διατάξει να φονευθεί ο Νίνος, ο βασιλιάς και σύζυγός της, ώστε να εξασφαλίσει την εξουσία ισοβίως προς όφελός της. Η παρομοίωση είναι πλήρης και ταιριάζει σε όλα.
Η αμαρτία, όπως η Σεμίραμις που αγωνίζεται με παντός είδους θωπείες να πετύχει τη συγκατάθεση του ανθρώπου, αμέσως μόλις κατορθώσει αυτό που ποθεί, κατακυριεύει, αιχμαλωτίζει και θανατώνει το λογικό.
Εγκαθιστά τον θρόνο της στην καρδιά και την κατευθύνει σε όλο τον βίο. Αυτή είναι η αμαρτία, αυτά τα χαρακτηριστικά της.
Όχι λοιπόν, ας μην υποχωρήσουμε ποτέ στις θωπείες της, ας μην παραδώσουμε σ’ αυτήν την εξουσία∙ ας μην πράξουμε ό,τι δεν θέλει η εσωτερική μας διάθεση∙ ας μην υποδουλώσουμε την ελεύθερη θέλησή μας στη θέληση της αμαρτίας∙ ας μη συγκατατεθούμε σε ό,τι είναι αντίθετο προς τον ηθικό νόμο.
Τίποτα ας μην καταστήσει την καρδιά μας μαλθακή. Ακόμη και τα πιο δελεαστικά λόγια, ας αναδείξουν την καρδιά μας σκληρότερη από τον χάλυβα. Να μη μας κάνουν καμία εντύπωση τα δάκρυα, οι στεναγμοί, οι υποσχέσεις, οι απειλές.
Να μείνουμε σταθεροί και ακλόνητοι στο φρόνημά μας, ώστε να μην μας συμβεί ύστερα από λίγο τα στεγνά μαγουλά μας να τα μουσκέψουν δάκρυα άκαρπης μετάνοιας. Η άνανδρη υποχώρηση θα μας προσκομίσει τα διπλά δεινά∙ πρώτα τη ντροπή και ύστερα τη δυστυχία.
Αντιθέτως, η ανδρεία θα προσκομίσει το θάρρος, τη δόξα και την ευτυχία. Τα πιο κατάλληλα παραδείγματα τα υποδεικνύει η Αγία Γραφή. Από μεν τους άνδρες, τον πάγκαλο Ιωσήφ, ο οποίος υπέμεινε κάθε κακοπάθεια, ακόμη και τον θάνατο, προκειμένου να τηρήσει τις ηθικές του αρχές, να τηρήσει την ηθική του ελευθερία, να τηρήσει τον νόμο του Θεού.
Από δε τις γυναίκες, την ενάρετη Σωσάννα, η οποία προτίμησε τον θάνατο από την αμαρτία. Εάν ο Νίνος έμενε ανυποχώρητος στις θωπείες της Σεμιράμιδος, αυτή θα έμενε υποταγμένη σ’ αυτόν για όλη της την ζωή.
Σταθερότητα λοιπόν και ανδρεία, γιατί μόνο με αυτά θα διατηρήσουμε την ηγεμονία του λογικού και την ηθική μας ελευθερία.
Το παράδειγμα του Νίνου μας διδάσκει ότι όχι μόνο η ισχυρή αμαρτωλή συνήθεια, αλλά και η αμαρτία που διαρπάχθηκε μια και μόνο φορά είναι κάτι επικίνδυνο και φοβερό. Ως εκ τούτου, είναι ανάγκη να αποφεύγουμε την αμαρτία με όλη μας τη δύναμη.
Ωστόσο, εάν αμαρτήσουμε, γρήγορα να μετανοήσουμε, ώστε να μην υποδουλωθούμε. «Εάν το να αμαρτήσει κανείς είναι βαρύ», λέει ο Μέγας Βασίλειος, «το να επιμείνει στην αμαρτία πόσο βαρύτερο είναι;»∙ και ο θείος Χρυσόστομος προσθέτει: «δεν είναι φοβερό το να πέσεις, αλλά το να πέσεις και να μην σηκώνεσαι, το να κακοπαθείς με τη θέλησή σου και να έχεις αποβλακωθεί από τους λογισμούς απογνώσεως, προσπαθώντας να κρύψεις την ασθενική σου προαίρεση»∙ και αμέσως: «το να αμαρτάνει κανείς είναι ίσως ανθρώπινο, το να επιμένει όμως στην αμαρτία δεν είναι ανθρώπινο, αλλά ολωσδιόλου σατανικό».

(Πηγή: «Περί επιμελείας ψυχής – ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ»)

(Πηγή ψηφ. κειμένου: enromiosini.gr)

Τα όπλα μας ενάντια στον φόβο (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)


«Και ποιήσετε πάντα τα δικαιώματά μου και πάσας τας κρίσεις μου και φυλάξεσθε και ποιήσετε αυτά και κατοικήσετε επί της γης πεποιθότες» (Λευϊτικόν ΚΕ΄25,18,26,5)
Γιά ποιό λόγο όλοι οι λαοί είναι φοβισμένοι; Τι φοβούνται οι λαοί στη γη; Τι φοβάται ο άνθρωπος στην γη; Ο ένας λαός φοβάται τον άλλο λαό, τρέμει ο ένας λαός τον άλλο λαό.
Ο άνθρωπος φοβάται τον άλλο άνθρωπο, τρέμει ο ένας άνθρωπος από τον άλλο άνθρωπο.
Και ο προπάτορας όλων των ανθρώπων ο Αδάμ φοβήθηκε στον παράδεισο.
Ο φόβος κυρίευσε τον Αδάμ μέσα στον παράδεισο. Πώς λοιπόν να μην κυριεύσει ο φόβος τους απογόνους του Αδάμ που είναι εξόριστοι από τον παράδεισο;
Όταν ο Αδάμ με την γυναίκα του παράκουσαν την εντολή του Θεού, παρέβησαν τον νόμο της υπακοής εκρύβησαν από προσώπου Κυρίου του Θεού (Μωυσής Γ΄, 8). Κρύφτηκαν ανάμεσα στα δέντρα του Παραδείσου, κρύφτηκαν στο δάσος, όπως η στρουθοκάμηλος κρύβει το κεφάλι της στην άμμο, όταν νιώθει κίνδυνο από τον κυνηγό.
Άκουσα την φωνή Σου και φοβήθηκα, είπε ο Αδάμ στον Θεό, όταν τον ρώτησε ο Θεός: Πού είσαι;
Και έτσι συμβαίνει μέχρι σήμερα με την γενιά του Αδάμ. Όταν το παιδί υπακούει στην εντολή του γονέα του, χαίρεται ακούγοντας τη φωνή του και χαρούμενο εμφανίζεται ενώπιόν του. Όταν όμως παραβιάζει την εντολή του γονέα του, φοβάται σαν ακούσει την φωνή του, φεύγει τρέχοντας μπροστά από το πρόσωπό του, κρύβεται στα έπιπλα του σπιτιού, είτε στο δάσος, και ψάχνει καταφύγιο σε κάτι πιό παράλογο από τον γονέα του. Και όταν η αγάπη του γονέα φανερωθεί με τη φωνή: Πού είσαι; Το παιδί, που έκανε αταξία, και σήμερα απαντάει το ίδιο που απάντησε ο Αδάμ στον Θεό: «Άκουσα την φωνή σου και φοβήθηκα»!
Σ’ αυτό το σημείο αγγίζουμε το θεμέλιο της ανθρώπινης φύσης και το θεμέλιο της σχέσης του ανθρώπου προς τον Θεό, τον Σωτήρα. Και τα δύο αυτά συναντιούνται. Και τα δύο αυτά συναντιούνται στην αγάπη: Όποιος αγαπάει δεν φοβάται.
Η τέλεια αγάπη διώχνει τον φόβο.
Απλώστε το βλέμμα σας σ’ όλες τις διαστάσεις της ζωής σας, εσάς που σας γέννησε η γη, και θα συνειδητοποιήσετε πόσο αληθινή είναι αυτή η φράση: η τελεία αγάπη διώχνει τον φόβο. Όταν είναι παρούσα η αγάπη, δεν υπάρχει φόβος! Όταν απουσιάζει η αγάπη κυβερνάει ο φόβος. Από που προέρχεται ο φόβος; Από την απώλεια αγάπης. Από τι αποτελείται η αγάπη; Ας μιλήσει ο Απόστολος: «Ο Ιησούς Χριστός θυσιάστηκε για να μας ελευθερώσει από τις αμαρτίες μας και μάλιστα θυσιάστηκε όχι μόνο για τις δικές μας αμαρτίες αλλά και όλου του κόσμου. Το βέβαιο κριτήριο πως τον έχουμε γνωρίσει είναι ότι τηρούμε τις εντολές του» (Α΄Ιωάν. 2, 3-3).
Μόλις η εντολή του Θεού καταπατείται, η αγάπη σαν πουλί φεύγει πετώντας από την καρδιά αυτού που καταπατά την εντολή και το μέρος της αγάπης κατακτά ο φόβος. Ο φόβος δεν διαφέρει από την ανυπακοή, από την αμαρτία και από την παρανομία.
Καταλάβατε τώρα αδερφοί, για ποιο λόγο ο Αδάμ φοβήθηκε και γρήγορα απομακρύνθηκε να μη δει το πρόσωπο του Θεού; Φοβήθηκε, επειδή παραβίασε την εντολή του Θεού. Καταλαβαίνετε τώρα, για ποιο λόγο ο άνθρωπος φοβάται από τον άνθρωπο, και ο λαός φοβάται από τον λαό;
Όπως ήταν τότε έτσι συμβαίνει και σήμερα. Όπου υπάρχει ανυπακοή στις εντολές του Θεού, εκεί υπάρχει φόβοςΚαι ο φόβος αποδυναμώνει και υποτιμά τον άνθρωπο. Υπάρχει κάποιο φάρμακο στους ανθρώπους και στους λαούς για τον φόβο; Υπάρχει στον ύψιστο Ιατρό. Ο ύψιστος Ιατρός έγραψε την συνταγή για το φάρμακο αυτό και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Αυτή είναι η συνταγή:
«Καί ποιήσετε πάντα τα δικαιώματά μου και πάσας τας κρίσεις μου και φυλάξεσθε και ποιήσετε αυτά και κατοικήσετε επί της γης πεποιθότες».
Έτσι μίλησε ο ύψιστος Θεός διά μέσου των προφητών στην Παλαιά Διαθήκη. Και στην Καινή Διαθήκη είπε δια μέσου των αποστόλων: «Όποιος αγαπάει δεν φοβάται. Το βέβαιο κριτήριο πως τον έχουμε γνωρίσει είναι ότι τηρούμε τις εντολές του»
Άνθρωποι και λαοί και φυλές της γης, αν θέλετε να ζείτε ήσυχα χωρίς φόβο στην χώρα σας, οπλιστείτε με το όπλο το οποίο ονομάζετε : αγάπη.

(Από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτσ: «ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΑ». Τόμος Β’ Εκδόσις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, Δεκέμβριος 2014. Η/Υ επιμέλεια Αικατερίνας Κατσούρη)
(Πηγή ψηφ. κειμένου: orp.gr)

Le monde το 1979: «Καλωσορίζουμε την χώρα της Φιλοκαλίας, την χώρα του Βασιλείου, του Γρηγορίου και του Χρυσοστόμου»



Του μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Η «Φιλοκαλία» και «Το αδιανόητο τίποτα»
Όταν η Ελλάδα εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση η εφημερίδα «Le Monde» έγραφε: «Σήμερα εισήλθε στην Ευρωπαϊκή κοινότητα η χώρα της Φιλοκαλίας». Η Φιλοκαλία είναι ένα βιβλίο που πρωτοεκδόθηκε στη Βενετία το 1782. Πρόκειται για συγκέντρωση εκλεκτών αγιοπατερικών κειμένων, για όσους αγαπούν την πνευματική ζωή, την ουσιαστική σχέση τους με τον ζώντα Θεό. Συγκεκριμένα κατά τον τίτλο του σημαντικού αυτού βιβλίου, που χαρακτήρισε μία εποχή και ένα τρόπο ζωής, αναφέρεται: «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών. Συνερανισθείσα παρά των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων ημών, εν η δια της κατά την πράξιν και θεωρίαν Ηθικής φιλοσοφίας, ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται…» Μιλάμε λοιπόν για φιλοκαλική εποχή, φιλοκαλικούς πατέρες και φιλοκαλισμό.

Οι συντάκτες του σπουδαίου βιβλίου και τότε κατηγορήθηκαν από ορισμένους ως σκοταδιστές και τους προσήψαν το σκωπτικό προσωνύμιον Κολλυβάδες, για άλλη όμως αιτία. Σήμερα, μετά από μελέτη, έκδοση κειμένων και εκτίμηση η επιστήμη αποφαίνεται ότι το έργο τους ήταν λίαν αξιόλογο κι έδωσε πνοή νέα στην ορθόδοξη πνευματική ζωή. Οι πρωτοστάτες του κολλυβαδικού-φιλοκαλικού κινήματος στέφθηκαν υπό αγιωνυμίας και αυτό λέει πολλά.
Μετά από διακόσια χρόνια και πλέον έρχεται ο συγγραφέας Στέλιος Ράμφος, που πέρασε από διάφορα ιδεολογικά ρεύματα, ν’ αμφισβητήσει τη φιλοκαλική προσφορά με το νέο του βιβλίο: «Το αδιανόητο τίποτα. Φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού». Ας σημειωθεί ότι κάποτε μας είχε συγκινήσει με γραφές του και είχαμε μακρές συζητήσεις στην ταπεινή μας Καλύβη, μαζί με τον Κώστα Ζουράρι. Νομίζω ότι ο κ. Ράμφος το παρατραβάει το σχοινί στις ερμηνείες, σχολιασμούς και αναλύσεις του σε κείμενα πού πλησιάζονται, μ’ ένα εντελώς άλλο τρόπο.
Εμμέσως πλην σαφώς μας λέει πώς το αντιδυτικό και γνήσια αναγεννητικό κίνημα των ιεροπρεπών Κολλυβάδων, κατά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, έφερε όλη την κακοδαιμονία στην Ελλάδα. Οι φιλοκαλικοι πατέρες, Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο φωστήρας της Θεσσαλονίκης, ο νηπτικός Αγιορείτης, ο μέγας Θεολόγος, ο ησυχαστής και διδάχος, όπως και ο σοφώτατος και πολυγραφότατος, ασκητής του Άθωνα, νεοησυχαστής Νικόδημος ο Αγιορείτης και οι συν αυτώ μακάριοι άνδρες περιόρισαν την Εκκλησία, την έκλεισαν στο καβούκι της, την έβγαλαν εκτός Ιστορίας, ώστε να ταλαιπωρούμεθα έως σήμερα. Το μόνο πού δεν λέει είναι ότι και η σημερινή οικονομική κρίση προέρχεται από την ακολούθηση του πνεύματος του ησυχασμού. Η προκλητική, βάναυση, αθεόφοβη, ωμή και υπερήφανη απαξίωση του ιερού ησυχασμού, του παλαμισμού, του κολλυβαδισμού και φιλοκαλισμού αγγίζει ή ξεπερνά τα όρια της αιρέσεως;
Μάλιστα βρέθηκε καθηγητής της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, ο κ. Πέτρος Βασιλειάδης, γνωστός για τις μοντέρνες ιδέες του, να χαρακτηρίσει «συγκλονιστικό» το βιβλίο του κ. Σ. Ράμφου κατά του ησυχασμού. Ότι ο ησυχασμός, λέει, βλέπει μόνο το χθες και όχι το αύριο και δημιουργεί διχασμό στην ψυχή. Ο κ. Π. Βασιλειάδης τονίζει τη ρήση του κ. Σ. Ράμφου ότι οι μελετητές της Φιλοκαλίας σήμερα μετεωρίζονται «ανάμεσα σε ουράνια προσδοκία και απογεμένη ιστορικότητα».
Είναι λυπηρό να γράφονται αυτά τόσο εύκολα και αυτές οι εντελώς προσωπικές ερμηνείες να επικροτούνται από Θεολόγους και να τις προσυπογράφουν’ ότι η Σύνοδος του 1351 έθεσε οριστικά την Εκκλησία στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η ιστορία όμως, πιστεύω, θα προσπεράσει τέτοιες ιδέες. Ο κύριος της ιστορίας είναι ο Χριστός και η Εκκλησία είναι το ζωντανό σώμα Του. Αυτός δίνει πνοή στην Εκκλησία και στον κόσμο. Οι ερμηνείες του βιβλίου είναι τόσο πρωτότυπες, όσο παράξενες και οι υψηλές πτήσεις του δημιουργούν ισχυρές πτώσεις και οδηγούν σ’ ένα αδιανόητο τίποτα…
Φιλοκαλία σημαίνει αγάπη του ωραίου. Ο ωραίος είναι ο Χριστός. Η σύνδεση με τον Χριστό ωραιοποιεί τη ζωή μας. Η Φιλοκαλία μας λέει πώς θα επιτευχθεί αυτό. Ο Ντοστογιέφσκι λέει΄ η ωραιότητα θα σώσει τον κόσμο. Η ωραιότητα είναι ο Χριστός. Ιδιαίτερα σήμερα σε μια εποχή εκκοσμικεύσεως και αποστασίας έχουμε μεγάλη την ανάγκη του ησυχασμού, της μελέτης της Φιλοκαλίας, της συνδέσεως με τον Χριστό και την Εκκλησία Του.

Κυριακή Ε’ Ματθαίου: Η κατάπαυση της τρικυμίας – Η θεραπεία των δαιμονιζομένων (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)


(Ματθ. η΄28, θ΄1)
Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστὴν ὁμιλία κη΄ α΄. Ὁ Λουκᾶς χωρὶς νὰ φροντίζη γιὰ τὴ σειρὰ τοῦ χρόνου γράφει· Ἔτυχε μιὰ μέρα καὶ μπῆκε σ’ ἕνα πλοῖο αὐτὸς κι οἱ μαθητές του. Ὅμοια κι ὁ Μᾶρκος. Δὲν κάνει τὸ ἴδιο ὁ Ματθαῖος ἀλλὰ κρατεῖ ἐδῶ τὴ σειρά. Δὲν ἔγραφαν ὅλοι ἴδια. Μίλησα γι’ αὐτὸ καὶ πρωτύτερα γιὰ νὰ μὴ νομίζη κανεὶς μὲ τὴν παράλειψη ὅτι ὑπάρχει κάποια διαφωνία. Τὸν κόσμο τὸν ἔστειλε στὰ σπίτια τους, πῆρε ὅμως μαζί του τοὺς μαθητές. Αὐτὸ βέβαια τὸ λένε καὶ οἱ ἄλλοι. Δὲν τοὺς πῆρε ἄδικα, οὔτε τυχαῖα ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς κάνη θεατὲς τοῦ θαύματος ποὺ θὰ γινόταν. Σὰν κάποιος ἐξαίρετος γυμναστὴς τοὺς ἀσκοῦσε καὶ στὰ δύο, καὶ νὰ μένουν ἀτρόμητοι στὰ δεινὰ καὶ νὰ μετριοφρονοῦν στὶς τιμές. Γιὰ νὰ μὴ σχηματίσουν μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔδιωξε τοὺς ἄλλους κι αὐτοὺς τοὺς κράτησε, τοὺς ἀφήνει νὰ ὑποστοῦν τὴν τρικυμία καὶ ἐκτὸς ποὺ πέτυχε τὸ σκοπό του, τοὺς γυμνάζει νὰ ὑπομένουν γενναῖα τοὺς πειρασμούς. Καὶ τὰ παλαιότερα θαύματα ἦταν μεγάλα, τοῦτο ὅμως εἶχε καὶ κάποια ὄχι μικρὴ ἄσκηση καὶ ἦταν σημεῖο παράλληλο μὲ τὸ παλαιό.
Γι αὐτὸ μόνο τοὺς μαθητὰς παίρνει μαζί του. Ὅπου ἤθελε νὰ δείξη τὰ θαύματά του, ἐκεῖ ἀφήνει καὶ τὸ λαὸ νὰ εἶναι κοντά· ὅπου ὅμως ὑπάρχει ἔνταση πειρασμῶν καὶ φόβων παίρνει μόνο μαζί τους τοὺς ἀθλητὰς τῆς οἰκουμένης ποὺ ἤθελε νὰ τοὺς ἀσκήση. Καὶ ὁ Ματθαῖος εἶπε μόνο ὅτι κοιμόταν, ὁ Λουκᾶς ὅτι κοιμόταν σὲ προσκέφαλο, δείχνοντας τὴ μετριοφροσύνη του καὶ ἀσκῶντας μας σὲ ὑψηλὴ πνευματικὴ ζωή. Εἶχε ἀρχίσει λοιπὸν ἡ τρικυμία κι ἡ θάλασσα μάνιαζε ὅταν τὸν ξυπνοῦν λέγοντάς του· Σῶσε μας, Κύριε, χανόμαστε. Τοὺς μάλλωσε, πρὶν ἐπιπλήξει τὴ θάλασσα. Δικαιολογοῦντα ὅλ’ αὐτὰ, ἀφοῦ γίνονται γιὰ ἄσκηση καὶ ἦσαν τύπος τῶν πειρασμῶν ποὺ θὰ τοὺς εὕρισκαν. Βέβαια κι ἔπειτ’ ἀπ’ αὐτὰ πολλὲς φορὲς τοὺς ἄφησε νὰ πέσουν σὲ βαρύτερες τρικυμίες τῆς ζωῆς καὶ ἔδειξε μακροθυμία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε· Δὲ θέλω, ἀδελφοὶ μου, ν’ ἀγνοῆτε ὅτι ὑπερβολικὸ βάρος δεχτήκαμε πάνω ἀπὸ τὴ δύναμή μας, ὥστε φτάσαμε σ’ ἀμηχανία γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωή. Κι ἔπειτα πάλι, αὐτὸς μᾶς ἔσωσε ἀπὸ τόσες περιπτώσεις θανάτου. Δείχνοντας λοιπόν ἀπὸ δῶ ὅτι πρέπει νἄχωμε θάρρος κι ἄν ὑψώνωνται τὰ κύματα σὰν βουνά, κι ὅτι ὅλα τὰ οἰκονομεῖ πρὸς τὸ συμφέρον μας, ἐπιτιμᾶ πρῶτα αὐτούς. Κι αὐτὴ ἡ ἀνησυχία τους ἔχει τὴν ὠφέλειά της, ὥστε νὰ φανῆ μεγαλύτερο τὸ θαῦμα καὶ νὰ μείνη παντοτινὰ ἡ θύμησή του. Ὅταν εἶναι νὰ γίνη κάτι παράδοξο, δημιουργεῖ ἀπὸ πιὸ μπροστὰ γεγονότα ποὺ συντελοῦν στὴ θύμηση, γιὰ νὰ μὴν ἔρθη ἡ λήθη, ὅταν τὸ θαῦμα συντελεσθῆ. Ἔτσι ὁ Μωυσῆς πρῶτα φοβᾶται τὸ φίδι (καὶ δὲ φοβᾶται ἁπλὰ ἀλλὰ μὲ πολλὴ ἀγωνία) καὶ τότε βλέπει νὰ γίνεται τὸ παράδοξο ἐκεῖνο. Ἔτσι κι αὐτοὶ πίστεψαν πρῶτα ὅτι θὰ χάνονταν καὶ τότε σώθηκαν. Γιὰ νὰ μάθουν τὸ μέγεθος τοῦ θαύματος, ἀφοῦ παραδεχθοῦν τὸν κίνδυνο. Γι’ αὐτὸ κοιμᾶται. Γιατὶ ἄν δὲν κοιμόταν ἤ δὲ θὰ φοβοῦνταν, ἤ δὲ θὰ παρακαλοῦσαν ἤ μήτε κἄν ἰδέα θὰ τοὺς περνοῦσε ὅτι μποροῦσε νὰ κάνη κάτι τέτοιο. Γι’ αὐτὸ κοιμᾶται. Δίνει καιρὸ στὴ δειλία τους καὶ τοὺς κάνει ἐντονώτερη τὴν ἐντύπωση τῶν ὅσων γίνονται. Γιατὶ δὲν βλέπει ὅμοια κανεὶς ὅσα γίνονται στὰ σώματα τῶν ἄλλων μὲ ὅσα γίνονται στὸ δικό του. Ἀφοῦ εἶδαν νὰ ἔχουν εὐεργετηθῆ ὅλοι ἐνῶ αὐτοὶ τίποτε δὲν εἶχαν ἀπολαύσει κι ἦσαν πλαγιασμένοι (οὔτε κουτσοὶ ἦσαν οὔτε καμμιὰ ἄλλη παρόμοια ἀσθένεια εἶχαν) ἔπρεπε κι αὐτοὶ μὲ τὴ δική τους αἴσθηση νὰ δοκιμάσουν τὶς εὐεργεσίες. Ἐπιτρέπει τὴν κακοκαιρία, γιὰ νὰ καταλάβουν καλύτερα τὴν εὐεργεσία γλυτώνοντας ἀπ’ αὐτή. Γι’ αὐτὸ δὲν κάνει τὸ θαῦμα ὅσο εἶναι ὁ κόσμος κοντά, γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθοῦν γιὰ ὀλιγοπιστία. Ἀλλὰ τοὺς παίρνει μόνους καὶ τοὺς διορθώνει καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν τρικυμία τῆς θάλασσας γαληνεύει τὴν τρικυμία τῶν ψυχῶν τους μὲ λόγους ἐπιτιμητικούς. Γιατὶ φοβᾶστε, ὀλιγόπιστοι; Συνάμα τοὺς ἐδίδαξε ὅτι τὸ φόβο δὲν τὸν προξενεῖ ἡ συρροὴ τῶν πειρασμῶν ἀλλὰ τὸ ἀδύνατο φρόνημα. Κι ἄν πῆ κανένας ὅτι δὲν ἦταν ἀπὸ δειλία οὔτε ἀπὸ ὀλιγοπιστία ποὺ πῆγαν καὶ τὸν ξύπνησαν, θὰ ἔλεγα ὅτι αὐτὸ ἀκριβῶς ἦταν σημεῖο ὅτι δὲν εἶχαν τὴ γνώμη ποὺ ἔπρεπε γι’ αὐτόν. Ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιτιμᾶ ἀφοῦ σηκωθῆ τὸ ἤξεραν. Ὄχι ὅμως ὅτι μποροῦσε νὰ κοιμόταν. Καὶ γιατὶ ν’ ἀποροῦμε, ἄν τώρα, ὕστερ’ ἀπὸ τόσα θαύματα, ἦταν σὲ κατάσταση σχετικῆς ἀτελείας; Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς δέχονται τὶς ἐπιτιμίσεις του, ὅπως ἐκεῖνο τὸ· ἀκόμα καὶ τώρα εἶστε ἀσύνετοι. Μὴ θαυμάσετε λοιπὸν ἄν ὁ κόσμος δὲν εἶχε ἰδέα γι’ αὐτὸν, ἀφοῦ οἱ μαθητές του δὲν εἶχαν φτάσει σὲ τελειότητα. Ἔλεγαν δηλαδὴ μὲ θαυμασμό: Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ τὸν ὑπακοῦν κι ἡ θάλασσα κι οἱ ἄνεμοι; Ὁ Χριστὸς δὲν τοὺς κατηγόρησε ποὺ τὸν ἔλεγαν ἄνθρωπο ἀλλὰ περίμενε καὶ τοὺς ἔδινε νὰ καταλάβουν μὲ τὰ θαύματα ὅτι ἡ γνώμη τους ἦταν πλανεμένη. Καὶ πῶς τὸν νόμιζαν ἄνθρωπο; Ἀπὸ τὴν ὄψη, τὸν ὕπνο, τὴ χρήση τοῦ πλοίου. Γι’ αὐτὸ ἔπεφταν σὲ ἀμηχανία καὶ ρωτοῦσαν ποιός εἶναι τοῦτος; Ὁ ὕπνος καὶ τὰ φαινόμενα ἔδειχναν ἄνθρωπο, ἡ θάλασσα ὅμως καὶ ἡ γαλήνη φανέρωναν τὸ Θεό.
β΄. Κι ὁ Μωυσῆς ἔκανε κάποτε κάτι ἀνάλογο ἀλλὰ κι ἐδῶ φαίνεται ἡ ὑπεροχὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅτι ὁ ἕνας θαυματουργεῖ σὰν δοῦλος ἐνῶ ὁ ἄλλος σὰν Κύριος. Οὔτε τὸ ραβδὶ του ἅπλωσε οὔτε τὰ χέρια του σήκωσε στὸν οὐρανό, οὔτε χρειάσθηκε προσευχή. Ἀλλὰ ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ γίνεται σὲ Κύριο ποὺ προστάζει τὴ θεραπαινίδα καὶ στὸ Δημιουργὸ ποὺ προστάζει τὸ πλάσμα του ἔτσι τὴν ἡσύχασε καὶ τὴ χαλιναγώγησε μὲ τὸ λόγο μόνο καὶ τὴν προσταγή. Κι ἀμέσως ἐκόπασε ἡ τρικυμία καὶ δὲν ἀπόμεινε ἴχνος ἀπὸ τὴν ταραχή. Αὐτὸ φανέρωσε ὁ Εὐαγγελιστὴς μὲ τοὺς λόγους: Κι ἔγινε τέλεια γαλήνη. Κι αὐτὸ ποὺ ἀναφορικὰ μὲ τὸν Πατέρα χαρακτηρίσθηκε μεγάλο, αὐτὸς τὸ ξαναπαρουσίασε μὲ τὰ ἔργα του. Τί εἶχε λεχθῆ ἀναφορικὰ γι’ αὐτόν; Εἶπε καὶ σταμάτησε ἡ ὁρμὴ τῆς καταιγίδας. Ἔτσι κι ἐδῶ. Εἶπε κι ἔγινε τέλεια γαλήνη. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν θαύμαζε ὑπερβολικὰ ὁ κόσμος, ποὺ δὲν θὰ τὸν ἐθαύμαζαν ἄν εἶχε κάμει ἔτσι ὅπως ἐκεῖνος. Κι ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἀκολουθεῖ ἄλλο φοβερώτερο θαῦμα. Ἄνθρωποι δαιμονισμένοι καθὼς δραπέτες πανοῦργοι ποὺ εἶδαν τὸν Κύριό τους τοῦ ἔλεγαν· Τί σχέση ἔχομε μαζί σου, Ἰησοῦ, Γιὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦρθες ἐδῶ πρὶν τὴν ὥρα σου γιὰ νὰ μᾶς βασανίσης; Ἐπειδὴ ὁ κόσμος τὸν ἔλεγε ἄνθρωπο, ἦρθαν οἱ δαίμονες ν’ ἀνακηρύξουν τὴ θεότητά του. Κι αὐτοὶ ποὺ τὴν τρικυμισμένη πρῶτα καὶ τώρα ἡσυχασμένη θάλασσα δὲν ἄκουγαν, ἄκουγαν τοὺς δαίμονες ποὺ ἐκραύγαζαν αὐτά, ποὺ ἐκείνη φώναζε μὲ τὴ γαλήνη της. Κι ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ νομιστῆ ὅτι εἶναι κολακεία ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἐντύπωση τῶν γεγονότων φωνάζουν δυνατά· Ἦρθες ἐδῶ πρὶν τῆς ὥρας σου γιὰ νὰ μᾶς βασανίσης; Γι’ αὐτὸ λοιπὸν φανερώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἡ ἐχθρότητα, γιὰ νὰ μὴ γίνη ὕποπτη, ἡ παράκλησή τους. Γιατὶ ἐδέχονταν ἀόρατα χτυπήματα καὶ τοὺς ἔδερνε χειρότερη ἀπὸ ὅσο τὴ θάλασσα τρικυμία κι ἔνιωθαν νὰ τρυπιοῦνται καὶ νὰ καίγωνται καὶ νὰ παθαίνουν ἀθεράπευτα κακὰ ἀπὸ τὴν παρουσία του μονάχα. Ἐπειδὴ κανένας δὲν τολμοῦσε νὰ τοὺς φέρη κοντά του, πηγαίνει σ’ αὐτοὺς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Κι ὁ Ματθαῖος γράφει ὅτι αὐτοὶ εἶχαν πεῖ· ἦρθες ἐδῶ πρὶν τῆς ὥρας σου νὰ μᾶς βασανίσης. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι πρόσθεσαν καὶ ὅτι τὸν παρακαλοῦσαν καὶ τὸν ἐξώρκιζαν, νὰ μὴ τοὺς ρίξη στὴν ἄβυσσο. Ἐνόμισαν πὼς ἄνοιγε μπροστά τους ἡ κόλαση, καὶ φοβήθηκαν ὅτι ἀπὸ τώρα θὰ πέσουν στὴν τιμωρία. Κι ἄν ὅσοι συμφωνοῦν μὲ τὸ Λουκᾶ λένε πὼς ἦταν ἕνας, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος δύο, οὔτε αὐτὸ δὲ φανερώνει διαφωνία. Ἄν ἔλεγαν πὼς ἦταν ἕνας μονάχος καὶ ἄλλοι δὲν ἦσαν, τότε θὰ ἔλεγαν ἀντίθετα μὲ τὸ Ματθαῖο. Ἄν ὅμως αὐτὸς μίλησε γιὰ τὸν ἕνα καὶ ὁ ἄλλος καὶ τοὺς δύο, αὐτὸ δὲν εἶναι δεῖγμα ἀντιθέσεως, ἀλλὰ διαφορετικῆς ἐκθέσεως μόνο. Κι ἐγὼ νομίζω πῶς ὁ Λουκᾶς διάλεξε καὶ μίλησε γιὰ τὸν χειρότερο ἀπ’ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ καὶ περιγράφει δραματικώτερα τὴ συμφορά ὅτι π.χ. σπάζοντας τὰ σχοινιὰ καὶ τὶς ἁλυσίδες πλανιόταν στὴν ἔρημο. Ὁ Μᾶρκος λέγει ὅτι ξέσχιζε τὸ σῶμα του μὲ τὶς πέτρες. Οἱ λόγοι τους ἔχουν τὴ δύναμη νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀγριότητα καὶ τὴν ἀναισχυντία του. Ἦρθες ἐδῶ πρὶν τῆς ὥρας σου γιὰ νὰ μᾶς βασανίσης, λέγει. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι δὲν εἶχαν ἁμαρτήσει. Εἶχαν ὅμως τὴν ἀξίωση νὰ μὴν τιμωρηθοῦν πρόωρα. Τοὺς εἶχε πιάσει νὰ προκαλοῦν τὰ ἀθεράπευτα καὶ παράνομα ἐκεῖνα δεινὰ καὶ μὲ κάθε τρόπο νὰ διαστρέφουν καὶ νὰ βασανίζουν τὸ πλάσμα του. Ἀπὸ τὴν ὑπεβολικὴ αὐτὴ κατάχρηση τῆς δυνάμεώς του νόμισαν ὅτι αὐτὸς δὲ θὰ περιμένη τὸν ὡρισμένο καιρὸ τῆς τιμωρίας καὶ γι’ αὐτὸ τὸν παρακαλοῦσαν καὶ τὸν ἱκέτευσαν. Κι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἐδέχονταν μήτε σιδερένια δεσμά, ἔρχονται δεμένοι. Αὐτοὶ ποὺ τριγύριζαν στὰ βουνά, βγῆκαν τώρα στὴν πεδιάδα. Αὐτοὶ ποὺ ἐμπόδιζαν τοὺς ἄλλους νὰ περνοῦν, σταματοῦν ὅταν εἶδαν αὐτὸν ποὺ τοὺς ἔφραξε τὸ δρόμο. Καὶ γιατὶ χαίρονται νὰ ζοῦνε στοὺς τάφους; Θέλουν νὰ βάλουν στὶς ψυχὲς τῶν πολλῶν ἕνα ὀλέθριο μάθημα, ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν νεκρῶν γίνονται δαίμονες, ποὺ νὰ μὴ φτάση οὔτε νὰ τὸ σκεφτοῦμε ποτέ. Καὶ τὶ θὰ λέγατε ὅταν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μάγους σφάζουν τὰ παιδιά, γιὰ νὰ ἔχουν ἔπειτα συνεργὸ τὴν ψυχή τους; Καὶ ἀπὸ ποῦ γίνεται φανερό; Ὅτι σφάζουν παιδιά, τὸ ἰσχυρίζονται πολλοί. Ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν σφαγμένων εἶναι μαζί τους τὸ φωνάζουν οἱ δαιμονισμένοι. Ἐγὼ εἶμαι τοῦ τάδε ἡ ψυχή. Ἀλλὰ ἀυτὸ εἶναι σκηνοθεσία καὶ διαβολικὴ ἀπάτη. Δὲν εἶναι βέβαια ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ ποὺ φωνάζει ἀλλὰ ὁ δαίμονας ποὺ τὴν ὑποδύεται, γιὰ νὰ ἐξαπατήση αὐτοὺς ποὺ ἀκοῦνε. Ἄν εἶναι δυνατὸ νὰ εἰσχωρήση ἡ ψυχὴ σὲ δαιμονικὴ ὕπαρξη, πολὺ πιὸ δυνατὸ εἶναι νὰ εἰσχωρήση στὸ δικό της σῶμα. Ἐξ ἄλλου δὲ θὰ ἦταν λογικὸ ἡ ψυχὴ ποὺ ἀδικήθηκε νὰ συνεργάζεται μὲ τὸν ἀδίκητή της κι ἀκόμα ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορῆ μιὰ ἀσώματη δύναμη νὰ τὴν μεταβάλλη σὲ κάτι ἄλλο. Ἄν αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο στὰ σώματα, καὶ δὲ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ μεταβάλη τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου σὲ σῶμα ὄνου, πολὺ περισσότερο εἶναι τοῦτο ἀδύνατο στὴν περίπτωση τῆς ἀόρατης ψυχῆς καὶ δὲν θὰ εἶχε κανένας τὴ δύναμη νὰ τὴ μεταβολὴ σὲ δαιμονικὴ ὕπαρξη.
γ΄. Ὥστε αὐτὰ τὰ λένε μεθυσμένες γρηοῦλες κι εἶναι φοβέρες γιὰ παιδιά. Οὔτε εἶναι δυνατὸ νὰ τριγυρίζη ἐδῶ ψυχὴ ποὺ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα. Οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Κι ἄν εἶναι τῶν δικαίων, εἶναι καὶ τῶν παιδιῶν γιατὶ οὔτε αὐτὲς δὲν εἶναι πονηρές. Ἀλλὰ καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν οἱ ψυχὲς ἀμέσως ἀπομακρύνονται ἀπὸ δῶ. Αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ πλουσίου. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ πλανιέται, ἐδῶ ψυχὴ ποὺ ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα, καὶ πολὺ φυσικά. Ὅταν, βαδίζοντας στὴ συνηθισμένη καὶ γνώριμη γῆ μας ντυμένοι μὲ τὸ σῶμα μας, δὲν ξαίρωμε ποιὸ δρόμο ν’ ἀκολουθήσωμε περπατῶντας σ’ ἄγνωστο μέρος χωρὶς ὁδηγό, πῶς ἡ ψυχὴ μας χωρισμένη ἀπὸ τὸ σῶμα κι ἔξω ἀπὸ κάθε συνήθειά της θὰ ξαίρη ποῦ πρέπει νὰ βαδίση χωρὶς τὸν ὁδηγό της; Καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλὰ θὰ μποροῦσε κανένας ν’ ἀντιληφθῆ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μείνη ἐδῶ μιὰ ψυχὴ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ σῶμα. Κι ὁ Στέφανος λέγει· Δέξου τὸ πνεῦμα μου. Καὶ ὁ Παῦλος· Ὁ θάνατος καὶ ἡ ζωὴ κοντὰ στὸ Χριστὸ εἶναι πολὺ πιὸ καλύτερο. Καὶ γιὰ τὸν πατριάρχη ἡ Γραφὴ λέγει· Καὶ πῆγε κοντὰ στοὺς πατέρες του ἀφοῦ πέρασε καλὰ γηρατειά. Ὅτι οὔτε τῶν ἁμαρτωλῶν οἱ ψυχὲς δὲν μποροῦν νὰ μείνουν ἐδῶ, ἀκοῦστε τὸν πλούσιο πόσο πολὺ παρακαλεῖ γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὸ ἐπιτυγχάνει· ἄν ἦταν δυνατό, θάρχονταν ὁ ἴδιος καὶ θὰ μᾶς πληροφοροῦσε γιὰ ὅσα γίνονται ἐκεῖ. Εἶναι ἀπ’ αὐτὰ φανερὸ ὅτι μετὰ τὴν ἀποδημία τους, ἀπὸ δῶ, ὁδηγοῦνται κάπου οἱ ψυχὲς ἀπ’ ὅπου δὲν ἔχουν πιὰ τὴν ἄδεια νὰ ξαναγυρίσουν ἀλλὰ περιμένουν τὴ φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα.
Κι ἄν κανένας ρωτήση: Γιὰ ποιὸ λόγο ἔκανε ὁ Χριστὸς ὅ,τι του ζήτησαν οἱ δαίμονες, δίνοντάς τους τὴν ἄδεια νὰ πᾶνε στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων; Θὰ λέγαμε ὅτι δὲν τὸ ἔκαμε ὑπακούοντας σ’ αὐτοὺς ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔτσι πέτυχε πολλά· ἕνα ποὺ δίδαξε αὐτοὺς ποὺ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τοὺς πονηροὺς τυράννους τους τὸ μέγεθος τῆς βλάβης ποὺ τοὺς εἶχαν κάμει. Δεύτερο, νὰ μάθουν ὅλοι ὅτι οὔτε στοὺς χοίρους δὲ φτάνει ἡ τόλμη τους, ἄν δὲν ἐπιτρέψη αὐτός. Τρίτο ὅτι θὰ ἔκανε σ’ αὐτοὺς, πολὺ χειρότερα ἀπὸ ὅ,τι στοὺς χοίρους, ἄν μέσα στὴ συμφορὰ τους δὲν τοὺς ἀφιέρωνε πολλὴ φροντίδα ὁ Θεός. Ὅτι μᾶς μισοῦν περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα εἶναι νομίζω φανερὸ στὸν καθένα. Ὥστε αὐτοὶ ποὺ δὲν λυποῦνται τοὺς χοίρους ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμὴ τοὺς ἔρριξαν στὸ γκρεμὸ πολὺ περισσότερο θὰ τὸ ἔκαναν στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰ εἶχαν στὴν κατοχή τους, πηγαίνοντας καὶ φέρνοντάς τους στὶς ἐρημιές, ἄν μέσα σ’ αὐτὴ τὴν τυραννικὴ καταπίεση δὲν ὑπῆρχε πολλὴ φροντίδα ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ, ποὺ χαλιναγωγοῦσε καὶ σταματοῦσε τὸν παραπέρα δρόμο τους. Ἀπ’ αὐτὰ φαίνεται πῶς δὲν ὑπάρχει κανένας ποὺ να μὴν ἀπολαμβάνει τὴ φροντίδα τοῦ Θεοῦ. Ἄν τώρα δὲν τὴν ἀπολαμβάνουν ὅλοι ἴδια καὶ κατὰ ἕνα τρόπο, εἶναι καὶ τοῦτο σπουδαῖο εἶδος φροντίδας. Γιατὶ ἀνάλογα μὲ τὸ ὠφέλιμο στὸν καθένα παρουσιάζει καὶ τὸ εἶδος τῆς φροντίδας. Ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα εἶπα μαθαίνομε καὶ κάτι ἄλλο ἀπ’ αὐτό, ὅτι δὲν φροντίζει κοινὰ μόνο γιὰ ὅλους, ἀλλὰ καὶ γιὰ καθένα χωριστά. Αὐτὸ τὸ ἐφανέρωσε μιλῶντας καὶ στοὺς μαθητάς του· Ἐσᾶς ἔχουν μετρηθῆ κι οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σας. Μὰ κι ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους τούτους μπορεῖ κανένας νὰ τὸ καταλάβη καθαρά. Ἀπὸ πολὺ θὰ εἶχαν πνιγῆ ἄν δὲν ἀπολάμβαιναν ἄφθονη τὴ φροντίδα τοῦ οὐρανοῦ. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἐπέτρεψε νὰ μποῦν στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων γιὰ νὰ μάθουν ἀκόμα καὶ ὅσοι κατοικοῦσαν στὰ μέρη ἐκεῖνα τὴν δύναμή του. Ὅπου ἦταν μεγάλη ἡ φήμη του, δὲν παρουσιαζόταν πολύ. Ὅπου ὅμως κανένας δὲν τὸν γνώριζε ἀλλὰ εἶχαν ἄγνοια γι’ αὐτὸν ἐκεῖ δημιουργοῦσε τὴν λάμψη τῶν θαυμάτων του, ὥστε νὰ τοὺς κάνει νὰ γνωρίσουν τὴν θεότητά του. Ὅτι εἶχαν ἄγνοια μερικοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως αὐτῆς φαίνεται ἀπὸ τὸ τέλος. Ἐνῶ ἔπρεπε νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ θαυμάσουν τὴ δύναμη του, αὐτοὶ ἤθελαν νὰ τὸν ἀπομακρύνουν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ φύγη ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο σκότωσαν οἱ δαίμονες τοὺς χοίρους; Παντοῦ προσπαθοῦν νὰ ρίχουν τοὺς ἀνθρώπους στὴ λύπη καὶ παντοῦ χαίρονται μὲ τὴν καταστροφή. Αὐτὸ ἔκαμε, ὁ διάβολος καὶ στὸν Ἰώβ. Καὶ βέβαια ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ἄδεια, χωρὶς βέβαια νὰ ὑπακούη στὸ διάβολο, ἀλλὰ θέλοντας νὰ δείξη τὸ δοῦλο του πιὸ λαμπρὸ καὶ ν’ ἀφαιρέση κάθε πρόφαση γι’ ἀναισχυντία ἀπὸ τὸ δαίμονα καὶ στρέφοντας κατὰ τῆς κεφαλῆς του ὅσα ἔκανε ἐναντίον τοῦ δικαίου. Γιατὶ καὶ τώρα τὸ ἀντίθετο, ἀπὸ ὅ,τι ἤθελαν αὐτοὶ ἔγινε. Γιατὶ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ἀνακηρυσσόταν κατὰ τρόπο λαμπρὸ καὶ παρουσιαζόταν πιὸ καθαρὰ ἡ κακία τῶν δαιμόνων, ἀπ’ τὴν ὁποία ἐλευθέρωσε αὐτοὺς ποὺ εἶχαν στὴν κατοχή τους κι ἀκόμα ὅτι μήτε τοὺς χοίρους δὲν μποροῦσαν ν’ ἀγγίζουν ἄν δὲν ἐπέτρεπε ὁ Θεός τῶν ὅλων.
δ΄. Ἄν τὰ ἐξετάση τώρα κανένας αὐτὰ καὶ μεταφορικά, καμμιὰ δυσκολία. Τὰ περιστατικὰ εἶναι αὐτά. Πρέπει νὰ γνωρίζωμε καλά, ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ παρομοιάζονται μὲ τοὺς χοίρους ἐπηρεάζονται εὔκολα ἀπὸ τὶς προσπάθειες τῶν δαιμόνων. Κι ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωποι αὐτοὶ ποὺ παθαίνουν αὐτὰ μποροῦν νὰ νικήσουν πολλές φορές· ἄν ὅμως καταντήσουν ὁλότελα σὲ κατάσταση χοίρων δὲ δαιμονίζονται μόνο ἀλλὰ καὶ κατακρημνίζονται. Γιὰ νὰ μὴ νομίση ὅμως κανένας ὅτι αὐτὰ εἶναι σκηνοθεσία ἀλλὰ νὰ πιστέψη καθαρὰ ὅτι βγῆκαν οἱ δαίμονες, γίνεται κι ἀλλοιῶς αὐτὸ φανερὸ ἀπὸ τὸ θάνατο τῶν χοίρων. Πρόσεξε τώρα κοντὰ στὴ δύναμη καὶ τὴ πραότητά του. Ὅταν, ὕστερ’ ἀπὸ τόσες εὐεργεσίες ποὺ εἶδαν ἀπ’ αὐτὸν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς, ἤθελαν νὰ τὸν διώξουν, δὲν ἀντιστάθηκε ἀλλὰ ἔφυγε, κι ἐγκατέλειψε αὐτοὺς ποὺ παρουσίασαν τὸν ἑαυτὸ τους ἀνάξιο γιὰ τὴ διδασκαλία του, δίνοντάς τους δασκάλους αὐτοὺς ποὺ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τοὺς δαίμονες καθώς καὶ τοὺς χοιροβοσκούς, ὥστε ἀπ’ αὐτοὺς νὰ μάθουν ὅλα ὅσα εἶχαν γίνει. Αὐτὸς ἔφυγε κι ἄφησε ζωηρὸ στὶς ψυχές τους τὸ φόβο. Τὴ φήμη τοῦ θαύματος τὴ σκορποῦσε παντοῦ τὸ μέγεθεος τῆς ζημίας καὶ τοὺς ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση. Ἀπὸ πολλοὺς ἀκούονταν φωνὲς ποὺ ἐπιβεβαίωναν τὸ παράξενο θαῦμα, κι ἀπὸ τοὺς θεραπευμένους κι ἀπὸ τοὺς χοίρους ποὺ καταποντίστηκαν κι ἀπὸ τοὺς κυρίους τῶν χοίρων κι ἀπὸ τοὺς χοιροβοσκούς. Αὐτὰ καὶ τώρα μπορεῖ νὰ τὰ δῆ κανένας. Βλέπομε πολλοὺς δαιμονισμένους στὰ μνήματα, ποὺ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς κρατήση μέσα στὴν τρέλλα τους, οὔτε τὸ σίδερο οὔτε οἱ ἁλυσίδες οὔτε πολλοὶ ἄνθρωποι μαζὶ οὔτε σύσταση οὔτε συμβουλὴ οὔτε ἀπειλὴ οὔτε τίποτ’ ἀπὸ τὰ παρόμοια. Γιατὶ ὅταν κάποιος εἶναι ἀκόλαστος κι ἐπιθυμεῖ σφοδρὰ ὅλα τὰ σώματα, σὲ τίποτα δὲν διαφέρει ἀπὸ δαιμονισμένο. Ἀλλὰ γυμνὸς σὰν κι αὐτὸν γυρίζει, ντυμένος βέβαια μὲ ροῦχα ἀλλὰ τοῦ λείπει τὸ ἀληθινὸ ντύσιμο καὶ εἶναι γυμνὸς ἀπὸ δόξα ποὺ τοῦ ταιριάζει. Δὲν καταξεσκίζεται μὲ πέτρες ἀλλὰ μὲ ἁμαρτήματα χειρότερα ἀπὸ πολλὲς πέτρες. Ποιός θὰ μπορέση νὰ τὸν δέση; Ποιός θὰ τὸν ἐμποδίση ν’ ἀσχημονῆ καὶ νὰ δαιμονίζεται καὶ ποτὲ νὰ μὴν ἔρχεται στὸν ἑαυτό του ἀλλὰ νὰ βρίσκεται πάντα στὰ μνήματα. Μνήματα εἶναι τὰ καταγώγια τῶν πορνῶν, γεμᾶτα ἀπὸ δυσωδία καὶ σαπίλα. Τέτοιος δὲν εἶναι κι ὁ φιλάργυρος; Ποιός θὰ μπορέση νὰ τὸν δέση ποτὲ; Κάθε μέρα ἀντιμετωπίζει τὸ φόβο καὶ τὴν ἀπειλή, ἀκούει συστάσεις κι ἀπειλές. Ὅλ’ αὐτὰ τὰ δεσμὰ τὰ σπάζει. Κι ἄν πάη κανένας νὰ τὸν ἀπαλλάξη ἀπ’ αὐτὰ, τὸν ἐξορκίζει ὥστε νὰ μὴν ἀπαλλαγῆ· θεωρεῖ μεγάλο βάσανο νὰ μὴ βρίσκεται μέσα στὸ βάσανο. Ἀπ’ αὐτὸ τί πιὸ ἄθλιο μπορεῖ νὰ γίνη; Ἐκεῖνος ὁ δαίμονας, μόλο ποὺ περιφρόνησε τοὺς ἀνθρώπους ὑποχώρησε στὴ προσταγὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ γρήγορα ξετινάχτηκε ἀπὸ τὸ σῶμα. Αὐτὸς δὲν ὑποχωρεῖ στὶς προσταγὲς. Καθημερινὰ τὸν ἀκούει νὰ τοῦ λέη· Δὲν μπορεῖτε νὰ ὑπηρετῆτε τὸ Θεὸ μαζὶ καὶ τὸ μαμωνᾶ καὶ νὰ ἀπειλῆ μὲ τὴ γέενα καὶ φοβερὰ βασανιστήρια. Κι ὅμως δὲν ὑπακούει. Ὄχι πὼς εἶναι δυνατώτερος ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς δὲ μᾶς δίνει φρόνημα, ἄν δὲ θέλωμε. Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι σὰν νὰ ζοῦν στὴν ἔρημο, κι ἄς μένουν στὸ κέντρο τῆς πόλης. Γιατὶ ποιὸς ἄνθρωπος μὲ μυαλὸ θὰ προτιμοῦσε τη συντροφιά τους; Ἐγὼ τουλάχιστο θὰ ἐδεχόμουν περισσότερο νὰ μείνω μὲ μύριους δαιμονισμένους παρὰ μὲ ἕνα ποὺ ἔχει αὐτὴν τὴν ἀσθένεια. Καὶ ὅτι δὲν κάνω λάθος στὴν προτίμησή του, φαίνεται ἀπ’ ὅ,τι αὐτοὶ κι ἐκεῖνοι παθαίνουν. Αὐτοὶ θεωροῦν ἐχθρὸ τους ἐκεῖνον ποὺ δὲν τοὺς ἔχει πειράξει καὶ θέλουν ἀκόμα καὶ δοῦλο νὰ τὸν κάνουν ἐνῶ εἶναι ἐλεύθερος καὶ μύρια κακὰ τοῦ προξενοῦν· οἱ δαιμονισμένοι ὅμως τίποτα τέτοιο δὲν κάνουν ἀλλὰ ἡ ἀρρώστεια τους στρέφεται ἐναντίον τους. Καὶ οἱ πρῶτοι καταστρέφουν πολλὰ σπίτια καὶ κάνουν νὰ βλασφημῆται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι τῆς πόλης καὶ τοῦ κόσμου ὅλου καταστροφή. Αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἐνοχλοῦν οἱ δαίμονες εἶναι περισσότερο ἄξιοι νὰ τοὺς συμπαθῆς καὶ νὰ τοὺς κλαῖς. Κι αὐτοὶ δὲν αἰσθάνονται τί κάνουν. Οἱ ἄλλοι ὅμως, ἄν καὶ μέ λογική, τρεκλίζουν μεθυσμένοι στὰ κέντρα τῆς πόλης, καινούργιας μανίας μανιακοί. Γιατὶ ὅλοι οἱ δαιμονισμένοι κάνουν σὰν αὐτό, ποὺ ἐτόλμησε ὁ Ἰούδας, τὴν ἐσχάτη παρανομία φανερώνοντας; Κι ὅλοι ἐκεῖνοι ζηλεύουν, σὰν ἄγρια θηρία ποὺ ξέφυγαν ἀπὸ τὰ κλουβιὰ τους ἀναστατώνουν τὶς πόλεις καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς πιάση. Κι αὐτοὶ εἶναι μὲ δεσμὰ ὁλόγυρα, ὅπως ὁ φόβος τῶν δικαστῶν, ἡ ἀπειλὴ τῶν νόμων, ἡ κατηγορία τῶν πολλῶν, κι ἄλλα περισσότερα. Ὅμως κι αὐτὰ τὰ καταπατοῦν καὶ τὰ κάνουν ὅλα ἄνω κάτω. Κι ἄν κάποιος ἀφαιροῦσε ὅλα αὐτὰ τὰ δεσμά, θὰ καταλάβαινε ὅτι ὁ δαίμονας ποὺ τοὺς βασανίζει εἶναι πολὺ πιὸ ἄγριος καὶ μανιασμένος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ βγῆκε τώρα.
ε΄. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸ, ἄς τὸ φανταστοῦμε κι ἄς ἀφαιρέσωμε ὅλες του τὶς ἁλυσίδες καὶ τότε θὰ δοῦμε ξεκάθαρα τὴν ὁλοφάνερη μανία του. Ἀλλὰ μὴ φοβηθῆτε τὸ θηρίο, ὅταν τὸ ξεσκεπάσωμε. Ἡ πράξη ἐκτυλίσσεται στὴ φαντασία, ὄχι στὴν πραγματικότητα. Ἄς φανταστοῦμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ βγάζει φωτιὲς ἀπὸ τὰ μάτια του, καὶ ἀπ’ τοὺς ὥμους του ποὺ ἔχουν φυτρώσει ἀντὶ γιὰ χέρια κεφάλια φιδιῶν. Ἄς φανταστοῦμε ὅτι στὸ στόμα του ἔχει μπηγμενα μυτερὰ ξίφη ἀντὶ γιὰ δόντια καὶ στὴ θέση τῆς γλώσσας πηγὴ ποὺ ἀναβλύζει δηλητήριο φαρμακερό. Ἡ κοιλιά του πὼς εἶναι καμίνι ποὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο κατατρώγει ὅ,τι πέφτει σ’ αὐτή. Τὰ πόδια του εἶναι καὶ πιὸ ὁρμητικὰ ἀπὸ τὶς γλῶσσες τῆς φωτιᾶς. Τὸ πρόσωπο εἶναι συνδυασμὸς σκύλου καὶ λύκου. Δὲν ἔχει μιλιὰ ἀνθρώπινη ἀλλὰ ἕνα ἦχο ὑπόκωφο καὶ δυσάρεστο καὶ φοβερό. Κι ἀκόμα ὅτι κι ἀπὸ τὰ χέρια του βγαίνει φωτιά. Σᾶς φαίνονται φοβερὰ ὅσα σᾶς εἶπα, ὡστόσο δὲ σχηματίσαμε ἀκόμα τὴν ἀντάξια εἰκόνα του. Πρέπει νὰ προσθέσωμε κι ἄλλα. Ὅσους συναντᾶ νὰ τοὺς σφάζη καὶ νὰ τοὺς κατατρώγη καὶ νὰ ξεσχίζη τὶς σάρκες του. Κι ὅμως ὁ φιλάργυρος εἶναι πολὺ χειρότερος ἀπὸ αὐτόν. Ὁρμᾶ πάνω σ’ ὅλους σὰν Ἅδης, τοὺς καταπίνει ὅλους, κοινὸς ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ποὺ τὸ πολιορκεῖ. Δὲ θέλει νὰ ὑπάρχη ἄνθρωπος, γιὰ νὰ εἶναι ὅλα δικά του. Καὶ δὲ σταματάει ἐδῶ. Ὅταν τοὺς ἀφανίση ὅλους κατὰ τὴν ἐπιθυμία του, ἐπιθυμεῖ νὰ καταστρέψη καὶ τὴ φύση τῆς γῆς καὶ νὰ τὴ δῆ νὰ γίνη ὅλη χρυσάφι. Κι ὄχι μονάχα τὴ γῆ ἀλλὰ καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὶς κοιλάδες καὶ τὶς πηγὲς κι ὅλα γενικὰ ποὺ βλέπομε. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβετε ὅτι ἀκόμα δὲν παραστήσαμε τὴν μανία του, ἄς μὴ βρεθῆ αὐτὸς ποὺ θὰ τὸν ἐγκαλέση καὶ θὰ τὸν ἀπειλήση ἀλλὰ ὑποθέστε ὅτι διώξαμε τὸ φόβο τῶν νόμων, θὰ τὸν δοῦνε τότε ν’ ἁρπάζη ξίφος κι ὅλους νὰ τοὺς σκοτώνει καὶ νὰ μὴ λυπᾶτε κανένα, οὔτε φίλο, οὔτε συγγενῆ, οὔτε ἀδελφό, οὔτε τὸν ἴδιο τὸν πατέρα του. Ἀλλὰ μᾶλλον ἐδῶ δὲν χρειάζεται ἡ δική μας φαντασία. Ἄς ρωτήσωμε τὸν ἴδιο μήπως πλάθει ἀδιάκοπα μέσα του τέτοιες εἰκόνες καὶ μήπως τοὺς σκοτώνει ὅλους μὲ τὴ φαντασία του καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς καὶ γονεῖς. Οὔτε καὶ ἐρώτηση δὲ χρειάζεται. Γιατὶ ὅλοι γνωρίζουν ὅτι ὅσοι κατέχονται ἀπ’ αὐτὸ τὸ πάθος βαριοῦνται καὶ τοῦ πατέρα τὰ γηρατειὰ κι ἐκεῖνο ποὺ ὅλοι ἀρέσουν κι ἀγαποῦν, νὰ ἔχουν παιδιὰ, τοὺς φαίνεται πὼς εἶναι δύσκολο κι ἐνοχλητικό. Πολλοὶ λοιπὸν ἐπέτυχαν τὴν ἀτεκνία, καὶ προκάλεσαν ἀναπηρία στὴ φύση· δὲ σκότωσαν τὰ παιδιὰ τους ἀλλα δὲν ἄφησαν μήτε νὰ γεννηθοῦν. Μὴ θαυμάσητε λοιπὸν ἄν τέτοια εἰκόνα κάναμε τοῦ φιλάργυρου (εἶναι χειρότερος ἀκόμα) ἀλλὰ ἄς ἐξετάσωμε πῶς νὰ τὸν ἀπαλλάξωμε ἀπὸ τὸ δαίμονα. Θὰ τὸν ἀπαλάξωμε ἄν μάθη καθαρὰ ὅτι ἡ φιλαργυρία εἶναι ἀντίθετη ἀκριβῶς στὴ ἀπόκτηση τῶν χρημάτων. Γιατὶ ὅποιοι θέλουν νὰ ἔχουν κέρδος στὰ λίγα, παθαίνουν μεγάλες ζημιές. Αὐτὸ ἔχει γίνει καὶ παροιμία. Πολλοὶ θέλοντας πολλὲς φορὲς νὰ δανείσουν μὲ μεγάλους τόκους δὲν ἐξετάζουν καλὰ ἐπειδὴ περιμένουν τὸ κέρδος καὶ χάνουν μαζὶ μὲ τὸν τόκο καὶ τὸ κεφάλαιό τους. Ἄλλοι που βρέθηκαν σὲ κινδύνους, δὲ θέλησαν νὰ θυσιάσουν λίγα κι ἔτσι ἔχασαν καὶ τὴ ζωή τους μαζὶ μὲ τὴν περιουσία. Ἄλλοι ποὺ εἶχαν τὴν εὐκαιρία ν’ ἀποκτήσουν ἀξιώματα προσοδοφόρα, ἤ κάτι παρόμοιο, ἔχασαν τὸ πᾶν ἐπειδὴ λογάριασαν καὶ τὸ παραμικρό, δὲν ξαίρουν νὰ σπέρνουν ἀλλὰ ἔχουν μελετήσει τρόπους νὰ θερίζουν γι’ αὐτὸ χάνουν ἀδιάκοπα τὴ σοδειά. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ θερίζη πάντα, οὔτε καὶ νὰ κερδίζη. Ἀφοῦ δὲ θέλουν νὰ ξοδεύουν, δὲν ξαίρουν μήτε νὰ κερδίζουν. Τὸ ἴδιο παθαίνουν καὶ στὸ γάμο τους· ἤ ξεγελιοῦνται καὶ παίρνουν κάποια φτωχὴ ἀντὶ πλούσια ἤ κι ἄν πάρουν κάποια πλούσια γεμάτη ἀπὸ ἐλαττώματα, παθαίνουν περισσότερη ζημιά. Γιατὶ τὸν πλοῦτο δὲν τὸ κάνει ἡ περιουσία ἀλλὰ ἡ ἀρετή. Τί ὠφελεῖ ὁ πλοῦτος, ὅταν ἡ γυναῖκα εἶναι πολυέξοδη ἤ ἄσωτη κι ὅλα τὰ παρασύρει ὁρμητικώτερα ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἄνεμος. Κι ἄν ρέπη στὴν ἀσέλγεια καὶ φέρνει κοντὰ της γραμμὴ τοὺς ἐραστές; Κι ἄν εἶναι μέθυσος δὲν θὰ καταντήση τὸν ἄνδρα της φτωχότερο ἀπὸ ὅλους; Δὲν κάνουν μόνο γάμο ἀλλὰ καὶ ἀγορὰ ἀβέβαιη, γιατὶ ἡ πολλὴ ἐπιθυμία, τοὺς κάνει νὰ ἐνδιαφέρονται ὄχι γιὰ τοὺς καλύτερους δούλους ἀλλὰ γιὰ τοὺς πιὸ φτηνούς. Τοὺς λόγους γιὰ τὴ γέενα καὶ τὴ βασιλεία δὲν μπορεῖτε ἀκομα νὰ τοὺς ἀκοῦτε. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἀναλογισθῆτε ὅλα αὐτά, καὶ ἀφοῦ σκεφθῆτε τὶς ζημίες ποὺ σᾶς ἔτυχαν ἐξ αἰτίας τῆς φιλοχρηματίας σας καὶ στοὺς δανεισμοὺς καὶ στὶς ἀγορὲς καὶ στοὺς γάμους καὶ στὶς ἀρχηγίες καὶ σ’ ὅλα τὰ ἄλλα ἀποφύγετε τὸ πάθος τῶν χρημάτων. Ἔτσι θὰ μπορέσετε καὶ στὴ ζωὴ αὐτὴ μὲ ἀσφάλεια νὰ ζήσετε καὶ ἀφοῦ προκόψετε λίγο ν’ ἀκούσετε καὶ τοὺς λόγους γιὰ πνευματικὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀτενίσετε καὶ νὰ δῆτε τὸν ἴδιο ἥλιο τῆς δικαιοσύνης καὶ νὰ ἐπιτύχετε τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχει ὑποσχεθῆ. Καὶ μακάρι νὰ τὰ ἐπιτύχωμε ὅλα μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

(Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, Τόμος Δεύτερος, Ἀθῆναι 1969, σελ.165-177)

(Πηγή ψηφ. κειμένου: kirigmata.blogspot.com)

Φώτης Κόντογλου: Αγαλλίαση της ψυχής και της καρδιάς



Το καλοκαίρι του 1954 είναι το πρώτο που περνά ο Κόντογλου ξανά μέσα στο σπίτι του στη συνοικία Κυπριάδου, που είχε αναγκαστεί να το πουλήσει στην Κατοχή και να περιπλανηθεί από εδώ κι από εκεί ώσπου να καταλήξει στην «φάτνη των αυτοκινήτων», στο γκαράζ της οδού Γαβριηλίδου. Αν και ποτέ του δεν παραπονέθηκε γι αυτό – ίσα ίσα που στα κείμενα του ευχαριστεί το Θεό που βρήκε μια στέγη για να βάλει την οικογένειά του- η επιστροφή στο σπίτι του τον γεμίζει με μια ρομαντική διάθεση, που φαίνεται στο κείμενο που ακολουθεί, μαζί όμως και με μια αδιόρατη πίκρα.

Από το fb του Γιώργου Κιούση

Του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Το φετινό καλοκαίρι είναι ακατάστατο. Μα και οι λίγες μέρες που είναι καλοκαιρινές γεμίζουνε την ψυχή μας από κάποια αγαλλίαση που δεν την δίνει ποτέ ο χειμώνας. Η πλάση ημερεύει, τ’ άγρια τα βουνά δε φοβερίζουνε πια τον άνθρωπο, ούτε τα θυμωμένα σύννεφα, που στοιβιάζονται βαρειά το χειμώνα και γεμίζουνε τα θόλο του ουρανού. Το φως είναι καθαρό. Το πρωί σηκώνεσαι από τον ύπνο και γελά ο κόσμος του Θεού. Η μέρα είναι έμορφη σαν τον καλόν τον άνθρωπο. Οι αγέρηδες είναι αλαφροί κα χαροποιοί, ακόμη κι ο γέρο Βοριάς είναι τώρα σα παλληκαρόπουλο. Αντί να βγάζει εκείνα τα φοβερά μουγκρίσματα, σφυρίζει γλυκά στα κλαδιά των δέντρων και στα ξάρτια των καραβιών.
Όλα είναι ειρηνεμένα κι αναπαυμένα. Τα ζώα κι οι άνθρωποι ξαπλώνονται στον ίσκιο από κάτω από τα δέντρα ξέγνοιαστοι και κοιμούνται. Άλλοι πάλι κουβεντιάζουνε ως να τους πάρει ο ύπνος. Τη νύχτα τα παράθυρα των σπιτιών είναι ανοιχτά κι ο κόσμος κάθεται ως τα μεσάνυχτα στις βεράντες, στις αυλές, στις ταράτσες. Ακούγονται από παντού φωνές χαρούμενες. Φωνάζουνε και τα ζώα που κοιμούνται έξω στον ανοιχτόν αγέρα, ενώ το χειμώνα δεν ακούγεται τίποτα, γιατί είναι κλεισμένα. Ακούς τα πετεινάρια την αυγή, το γάιδαρο τη νύχτα. Α! Πόσο τις αγαπώ αυτές τις φωνές. Τη μέρα με το λιοπύρι τα τζιτζίκια τραγουδάνε απάνω στα δέντρα, αχολογά ο αγέρας σα να βγαίνει μια πυρκαγιά από φωνές, ενώ φλογίζονται γη κι αγέρας λες και βράζει κανένα λεβέτι. Το βράδυ σα σκοτεινιάσει και συντεφίζει ακόμη ο ουρανός κατά το βασίλεμα και στέκεται σα δροσοσταλίδα ο αποσπερίτης απάνω στο χάος του ουρανού αρχίζει το τραγούδι του ένας μοναχικός μουσικός – ο γρύλος. Ενώ τα τζιτζίκια κάνουνε βουερή την καυτερή μέρα, ο γρύλος με το τρεμουλιαστό τρίξιμό του δεν κόβει την ησυχία της νύχτας, μα κάνει να τη νιώθεις πιο πολύ. Ω γρύλε, βλογημένο μαμούνι, που κρύβεσαι ντροπαλό, που ποτέ δε σε βλέπει μάτι σαν τραγουδάς. Θαρρεί κανείς πως ακούγει μιαν αγγελική φωνή από τον άλλο κόσμο. Μπροστά στο δικό σου το απλό, το λεπτό και μυστηριώδες τρίξιμο είναι, θαρρώ, χοντροειδείς βρόντοι και σαματάδες οι μουσικές που φτιάξανε οι άνθρωποι με την επιστήμη τους και με χίλιων λογιών όργανα.
Σ’ ακούω τη ώρα που κοιτάζω τ’ άστρα που κρέμονται από πάνω μου, τον Ιορδάνη Ποταμό (Γαλαξία), το πολυκάντηλο της Πούλιας, τις Πήχες και τα’ άλλα τα αμέτρητα τα άστρα. Η ματιά μου φτάνει κουρασμένα ως τα βάθη του ουρανού, ως τα φωταράκια που σβήνουνε πια μέσα στον άπατο ωκεανό του παντός και μου φαίνεται σα να φεύγω από τούτον τον κόσμο και να πηγαίνω στον άλλον. Σ’ όλο τούτο το ταξίδι ακούγω το τρεμουλιαστό τραγούδι σου και θαρρώ πως έρχεται από κείνες τις μυστηριώδεις άκρες της αιωνιότητας. Σε λίγο βγαίνει τι φεγγάρι και ρίχνει το υδραργυρένιο το φως απάνω στη γή. Κι εγώ ρίχνω απάνω του την ματιά μου και ταξιδεύω μαζί του. Κι εκεί που ταξιδεύω ακούγω το τραγούδι σου που είναι λεπτό σαν την κλωστή της αράχνης και θαρρώ πως βγαίνει από το μισάνοιχτο στόμα της Σελήνης. Το φεγγάρι που αργοταξιδεύει στον ουρανό κι εσύ που κάνεις τρι τρι χωρίς να κουραστείς, νομίζει κανένας πως μετράτε την αιωνιότητα. Καμιά φορά ακούγεται μαζί σου κι η ξαδέρφη σου η τριξαλίδα, που τραγουδά κι εκείνη σεμνά και ντροπαλά μέσα στην ησυχία της νύχτας. Μα το δικό σου τραγούδι είναι το πιο απαλό χάδι που ρίχνει σε ρεμβασμό την ψυχή μας. Όποιος δεν ξέρει πως είσαι ένα μαμούνι, μια ακρίδα θα ‘λεγε πως είσαι ένα πουλάκι με χρυσά φτερά, ή ένα αγγελάκι.
Σαν ξημερώσει ο Θεός τη μέρα και πυρώσει ο αγέρας από τον ήλιο, πλήθος ζούζουλα πετούμενα και περπατάμενα στο χώμα παρουσιάζονται. Μελίσσια, πεταλούδες λογιών λογιών, μύγες, μπούρμπουλοι, χρυσοβασιλιάδες, βουίζουν γύρω γύρω στα λουλουδισμένα αγιοκλήματα, στις αγριοτριανταφυλλιές, στις ακακίες, στις μουριές, όπου είναι πρασινάδα.
Κατά τα’ απόγεμα παίρνει ο μπάτης δροσερός από το πέλαγος και ζωογονεί την πλάση. Πέρα φαίνονται οι κάβοι γαλανοί. Η θάλασσα γλυκοκυματίζει και σιγοβουίζει. Τα πανιά της βάρκας φουσκώνουνε σαν τα μάγουλα τ’ αθώου του παιδιού κι ισκιώνουνε το βαρκάρη που κάθεται στην πρύμη κα βαστά το τιμόνι. Ίσκιος γλυκός κα μαυρογάλαζος, σα λουλάκι πέφτει μέσα στα δροσερά νερά από τα πανιά κι από τα άλμπουρα. Στις ακροθαλασσιές κολυμπά ο κόσμος. Βάρκες, καΐκια διασταυρώνουνται στ’ ανοιχτά. Τραγούδια ακούγονται σα να βγαίνουνε από τα κύματα. Γλάροι κι άλλα θαλασσοπούλια πετάνε σα να ‘ναι πλεούμενα που ταξιδεύουνε στη ατμόσφαιρα. Η μοσχοβολιά της άρμης φτάνει ως απάνω στα βουνά. Τ’ αγεράκι σφυρίζει γλυκά. Από πάνω από αυτή τη γιορτή της πλάσης ταξιδεύουνε αργά μέσα στον καταγάλανο ουρανό κάτι μικρά άσπρα σύννεφα σαν τουλούπες από μαλακό χνούδι. Περνάνε ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας και πάνε χαρούμενα σε καιρό που φανερώνονται άλλα, από πέρα μακριά. Σα μικρές φουσκαλίδες κι έρχονται αργά κατά δώθε.
Όλα αυτά τα βλέπω μεσ’ από το παράθυρο, ξαπλωμένος μακάριος. Δε θέλω ούτε φαγί, ούτε πιοτό. Ο αγέρας με μεθά. Φουσκώνει και ξεφουσκώνει τις ψιλές κουρτίνες, ώρες ώρες τις κλώθει με χάρη σα να χορεύει μαζί τους. Ανεμίζονται ψηλά, σπαρταρούνε με αγαλλίαση κι ύστερα ξαναπέφτουνε απαλά κι ολοένα παίζουνε, φτερουγίζουνε σαν άρμενα, σα σημαίες και πάλι μαζεύονται λες κι είναι ζωντανές. Ω! Οι κουρτίνες που παίζουνε στο παράθυρο είναι από τις πιο δροσερές αναμνήσεις που μας αφήνει το καλοκαίρι. Και στο πιο θλιβερό σπίτι δίνουνε χαρά, σαν το παιχνίδι ενός μικρού παιδιού.

Το έργο λέγεται “Αστέρι Υμηττού”, Υδατόχρωμα σε χαρτί, 18,5 Χ 24 εκ, 1948. Με ιδιόχειρη αφιέρωση στο γαμπρό του Γιάννη Μαρτίνο.

(Άρθρο στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – 27 Ιουνίου 1954)

Σημερινός άνθρωπος και Θεός



“Σήμερα… οι περισσότεροι άνθρωποι έχουνε γυρίσει πάλι στην κατάσταση που βρισκότανε η ανθρωπότητα σε κείνα τα φοβερά χρόνια που εξουσιάζανε την οικουμένη οι Ρωμαίοι.

Δηλαδή, σε πολλά ξαναπέσανε στο κτήνος κι ας μη το παραδέχουνται.

Οι σημερινοί άνθρωποι ζούνε όπως ζούσανε και κείνοι, δίχως τα λεπτά αισθήματα που φανερώνουνε πως ο άνθρωπος είναι τιμημένος και σφραγισμένος με μια θεϊκή σφραγίδα…

Τούτη η θεϊκή εικόνα παραμορφώθηκε, και νοιώθοντας την ασκήμια του κι ο ίδιος [ο άνθρωπος], σωστά είπε πως η καταγωγή του βαστά από τα ζώα…

Δεν πιστεύει σε τίποτα, ούτε καλά-καλά και σ’ αυτά που νοιώθει με τις αισθήσεις του.

Δεν αρνιέται μοναχά τον Θεό, αλλά τον εχθρεύεται κιόλας.

Ναι, εχθρεύεται εκείνον που δεν παραδέχεται πως υπάρχει.

Σε στιγμή που είναι αυτός πεθαμένος, φωνάζει με μια δαιμονική χαρά πως πέθανε ο Θεός!»

[Φ. Κόντογλου, Μυστικά Άνθη, Αστήρ 1977, σ. 152-4]