Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἡ τυρρανία τοῦ Πάπα ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ


«Τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ Θεός· ἱνατί σὺ ἐκδιηγῇ τὰ δικαιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου; ... Εἰ ἐθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αὐτῷ, καὶ μετὰ μοιχοῦ τὴν μερίδα σου ἐτίθεις.
Τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ γλῶσσά σου περιέπλεκε δολιότητας· ...
ταῦτα ἐποίησας, καὶ ἐσίγησα· ὑπέλαβες ἀνομίαν, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος
ἐλέγξω σε καὶ παραστήσω κατὰ πρόσωπόν σου τὰς ἁμαρτίας σου.» [1]
Τώρα ποὺ τελείωσε τὸ συνέδριο στὴν Κύπρο, γιὰ τὸ δῆθεν πρωτεῖο τοῦ Ποντίφηκος τῆς Ῥώμης, μπορεῖ κάποιος, στὸν ἀπόηχο, νὰ ἀσκήσει καλόπιστη κριτικὴ γιὰ τὶς ἀντιδράσεις καὶ τὰ σχόλια τῶν συνέδρων, ἐνάντια σὲ ἐκείνους ποὺ διαφώνησαν καὶ διαφωνοῦν ἕως τέλους, μὲ αὐτὲς τὶς ἄτακτες τακτικές τους. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ δισχιλιετὴς Ὀρθόδοξος Παράδοσις μᾶς διδάσκει ὅτι τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τοῦ Πάπα, ἀποτελοῦν Κλῆρος καὶ Λαὸς μὲ Κεφαλὴ τὸν Χριστόν[2].
Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνα. Τὸ Σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὴν Κεφαλή Του. Τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τρέφεται, ἁγιάζεται, ζεῖ μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ὁ Παντοδύναμος, ὁ Παντογνώστης, ὁ πανταχοῦ Παρὼν καὶ τὰ πάντα Πληρῶν, ὁ στηριγμός μας, ὁ φίλος μας, ὁ ἀδελφός μας. Χωρὶς Χριστὸ Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει. Νυμφίος ὁ Χριστός, Νύμφη ἡ καθεμία ψυχή. Ὁ Χριστὸς ἕνωσε τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Νέα Ζωὴ ἐν Χριστῷ. Στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει θάνατος. Γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει οὔτε θάνατος, οὔτε διάβολος, οὔτε κόλασις. Ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι μακρὰν τοῦ Χριστοῦ, ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικήν, Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν Του, ἡ ὁποία εἶναι ἄκτιστος καὶ αἰώνιος: «καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς.»[3]
Ἐν τούτοις οἱ σύνεδροι στὴν Κύπρο προσπάθησαν νὰ ἀπομονώσουν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, νὰ τοῦ στερήσουν τὴ δυνατότητα σκέψης καὶ καλῆς ἀνησυχίας. Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ οἱ ἴδιοι, ἀντιπαραδοσιακά, σκέπτονταν νὰ παραδώσουν τὴν Ἄμωμον καὶ Ἄσπιλον Ἐκκλησία σὲ μώμους καὶ σπίλους, δηλαδὴ στοὺς Λατίνους, φοβέριζαν, λοιδοροῦσαν, ἀπειλοῦσαν ὅλους αὐτοὺς τοὺς πιστούς, ποὺ μὲ πόνο καὶ ἀγάπη παραμένουν στὴν Ἱερὰ Παράδοση ἄχρι θανάτου, ἀποβλέποντες στὸν ἁγιασμὸ τοῦ κρυπτοῦ τῆς καρδίας ἀνθρώπου διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ ἐκτοπίζοντας ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς καρδιᾶς τους τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον (παλιάνθρωπον).
Ἀκόμη καί τώρα, μετά τή λήξη τοῦ συνεδρίου, ψιθυρίζουν , μὲ φθόνο, πὼς θὰ προχωρήσουν στὴν ἀποκοπὴ τῶν μισθῶν τῶν Κληρικῶν αὐτῶν. Ἐπίσης ὅτι θὰ ἐπιβάλουν ἀκοινωνησία στοὺς ἀγωνιζομένους πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας, Κληρικοὺς – Μοναχοὺς – Λαϊκούς, ποὺ δὲν συμφωνοῦν μαζί τους, ἀλλὰ μὲ φόβο Θεοῦ τηροῦν τὴν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν. Τοὺς συστήνουν, ἄκουσον, ἄκουσον, νὰ βγάλουν τὰ ῥάσα, καὶ νὰ δημιουργήσουν τὴ δική τους Ἐκκλησία. Ἰδοὺ ποῦ τοὺς ἔφθασε τὸ δηλητήριον τῆς Παπικῆς Ὀσφύος ἢ Ὀφρύος, ὥστε νὰ σπρώχνουν σὲ σχίσμα τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς καὶ ταυτόχρονα, αὐτοί, νὰ ἐναγκαλίζονται τὸν Ποντίφηκα. Οὔτε οι Ῥωμαῖοι στρατιῶτες δὲν συμπεριφέρθηκαν ἔτσι τὴν ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Σωτῆρος, διότι ἔρριξαν κλῆρο, ὥστε νὰ μὴν σχισθεῖ ὁ Χιτῶνάς Του. Ἀκολουθοῦν δυστυχῶς τὸν ὀλισθηρὸ δρόμο τῶν Λατίνων ἀπὸ τὸ σχίσμα ἕως σήμερον μὲ ἀποκορύφωμα τὶς δύο Βατικάνειες Συνόδους.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς μὲ τὸ προφητικό του Χάρισμα εἶχε δεῖ καὶ προειδοποιήσει, γιὰ αὐτὸ δίδασκε: «Τὸν Πάπα νὰ καταρᾶσθε», «τὸν Πάπα νὰ καταρᾶσθε, γιατὶ αὐτὸς θὰ εἶναι αἴτιος τοῦ χαλασμοῦ τοῦ τόπου». Τόπο ἐδῶ ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος τόσον τὸν θρησκευτικόν, ὅσον καὶ τὸν πολιτικόν. Ἡ συναλληλία, ἔστω καὶ μετ’ ἐμποδίων, ἰσχύει. Δηλαδὴ μισεῖ, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ, ὁ Ποντίφηκας καὶ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καὶ τὴ Ῥωμιοσύνη, τὸ γένος ἡμῶν. Νὰ γιατὶ ὁ Ἅγιος εἶναι τόσο ἀκάθεκτος ἐναντίον τοῦ Πάπα, ὥστε νὰ μᾶς δίνει ἐντολὴ νὰ τόν καταριώμαστε.
Καὶ δὲν ἔχουν ἄδικο ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅσον καὶ οἱ πρὸ αὐτοῦ καὶ οἱ μετ’ αὐτὸν Πατέρες μας, οἱ Ἅγιοί μας. Ἰδού, σὺν τοῖς ἄλλοις, τί ἀπεφάσισαν οἱ δύο Βατικάνειες σύνοδοι: «ὁ Πάπας ... εἶναι ἀνθρώπινος Θεός ... ἡ δὲ ἐξουσία του εἶναι ἀπεριόριστη ... (ἡ ὁποία) ἐκτείνεται στὰ Οὐράνια, τὰ γήινα καὶ τὰ καταχθόνια ... ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθητος, ὅπως ὁ Θεὸς καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ κάνει κάθετι ποὺ τοῦ εἶναι ἀρεστό ... Τοποτηρητὴς τοῦ Θεοῦ ... (ἄρα δὲν χρειάζεται ὁ Θεός, γιατὶ ἀντὶ Αὐτοῦ ὑπάρχει ὁ Πάπας). Νὰ ἔχει ἀντιρρήσεις ἔναντι τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἐντολῶν ποὺ οἱ Ἀπόστολοι μετέδωσαν. Ἔχει τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ἐξουσία νὰ διορθώνει καθετί, τὸ ὁποῖο θεωρεῖ ἀναγκαῖο μέσα στὴν καινὴ διαθήκη, καθώς ἐπίσης δύναται νὰ μεταβάλλει τὰ ἴδια τὰ μυστήρια ποὺ ἔχουν ὁριστεῖ καὶ θεσπιστεῖ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό·δηλαδὴ καταρρίπτει τὸ κῦρος τῶν Ἀποστόλων, τὴν Καινὴν Διαθήκην ἀλλά καί  τὸ κῦρος τῆς αὐθεντίας τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸν καθιστᾷ ὑποδεέστερό του. Ὁ Πάπας εἶναι πιὸ ψηλὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς νόμους (ἑπομένως εἶναι ἄνομος. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἀντίχριστος). Ἂν ὁ Πάπας ἀποφασίσει ἐνάντια στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ διορθωθεῖ καὶ νὰ μεταβληθεῖ (πλήρης ὑποσκελισμὸς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ). Ὁ Πάπας εἶναι τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ ἀνταύγειά της. Ὁ Πάπας εἶναι τὸ πᾶν ἐπὶ πάντων καὶ πάντα δύναται ...».
Ῥίχνοντας μία ματιὰ στὸ κείμενο τῆς Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ στὸ κείμενο τῶν δύο Βατικανείων βλέπουμε κοινὰ χαρακτηριστικὰ Ἀντιχρίστου – Πάπα:
Αὐτοθεοποίηση: Ἀντὶ Χριστοῦ, ἀποδοχὴ τοῦ Ἀντιχρίστου ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ προσκύνησίς του. Οἰκειοποίηση ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Θεότητός Του ἀπὸ τὸν Ἀντίχριστο ... τὸ ἴδιο κάνει καὶ ὁ Πάπας. Ἀντικείμενος ὁ Ἀντίχριστος πρὸς τὸν Χριστό, ἀντικείμενος καὶ ὁ Πάπας. Ὑπεραιρόμενος ὁ Ἀντίχριστος, ὑπεραιρόμενος ὁ Πάπας. Ἀδιαφορεῖ γιὰ τήν κρίση τοῦ Θεοῦ ὁ Ἀντίχριστος, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Πάπας. Πρέπει ὁ Θεὸς νὰ διορθώσει τὴν κρίση Του, ἂν εἶναι ἀντίθετη ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Πάπα!
Καὶ ἂν ἐπιμείνουμε, θὰ δοῦμε πλεῖστες ἄλλες ὁμοιότητες τῶν δύο, δηλαδὴ Ἀντιχρίστου – Πάπα.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔζησε πολύ πρὶν τὴν Α’ Βατικάνειο σύνοδο, ἡ ὁποία ἐψήφισε τὶς πιὸ μεγάλες πλάνες καὶ αἱρέσεις τοῦ παπισμοῦ.
Πλὴν τῆς ἱστορίας τοῦ μέχρι τότε παπισμοῦ, ποὺ γνώριζε καλὰ ὁ Ἅγιος, τὸ προφητικό του μάτι μὲ πόνο ἀτένισε καὶ τὶς χειρότερες πλάνες. Τελειώνει τὴν Προφητεία του μὲ τὴν ἀπώλεια τοῦ Πάπα, καθὼς καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τελειώνει τὴ δική Του Προφητεία γιὰ τὸν Ἀντίχριστο μὲ τὴν ἀπώλεια τοῦ Ἀντιχρίστου: «ὃν ὁ Κύρος ἀναλώσει ... τῇ παρουσίᾳ Αὐτοῦ»[4].
Εἶναι χαρακτηριστικὴ μία σχετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος καὶ Ἐθνομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ βρίσκεται στὴ Γ΄ Διδαχή του: «Ὁ Θεὸς ... ἔφερε τὸν Τοῦρκον ... διὰ τὸ ἰδικόν μας καλόν ... καὶ διατί ἔφερεν ὁ Θεὸς τὸν Τοῦρκο καὶ δὲν ἔφερε ἄλλο γένος; Διότι ... θὰ μᾶς ἔβλαπταν εἰς πίστην.»
Ὁ λόγος αὐτὸς ποὺ εἶπε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς εἶναι παράλληλος πρὸς τοὺς λόγους ποὺ εἶπε ὁ Μέγας Δοὺξ Λουκᾶς Νοταρᾶς τὶς παραμονὲς τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως: «Κρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσει πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν λατινικήν». Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Νέος ἀσκητὴς ὁ ἐν Κεφαλληνίᾳ συγγενὴς ἐξ αἵματος τοῦ τελευταίου πρωθυπουργοῦ του Βυζαντίου Λουκᾶ Νοταρᾶ, ἔκρυψε βαθειὰ μέσα στὴν καρδιά του αὐτὰ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ θείου Του. Ἔτσι, σὲ νεαρὴ ἡλικία ἐγκατέλειψε δόξα, οἰκία, γονεῖς, καὶ ἀνέτρεξε ὡς ἡ διψασμένη ἔλαφος ὅπου γῆς εὑρίσκοντο Ὀρθόδοξοι ἀσκητές, Ὀρθόδοξος αὐθεντικὴ Παράδοσις. Γεύτηκε τὰ νάματα τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Βεβαιώθηκε γιατὶ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ ἁλωθεῖ ἡ Πόλις. Ἔκρινε καὶ ἀπεφάσισε νὰ καταστήσει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό Του Ὀρθόδοξη καιομένη λαμπάδα, ἐσαεί, ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἕως ἀπελευθέρωσης τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δίνοντας τὴν ἐλπίδα στὴν Ὀρθόδοξη Ῥωμιοσύνη ὅτι πάλι μὲ χρόνια καί  καιρούς,  στὸ Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ἐντός   ἀπολύτως Ὀρθοδόξου Λειτουργίας θὰ τελεστεῖ καὶ τὸ Ἱερὸ Μνημόσυνον τῶν συγγενῶν Του Λουκᾶ καὶ Κωνσταντίνου.
Ἡ προσδοκία αὐτὴ δὲν εἶναι οὐτοπία, οὔτε ἁπλῶς μόνον εὐχή, ἀλλὰ πραγματικότης ἀπόλυτη καὶ θεία. Ἀψευδὴς μάρτυρας ὁ αἰώνιος Βασιλεὺς καὶ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ κρατᾷ στὰ χέρια Του τὴν Οἰκουμένη, ὅπως ἐπίσης κρατᾷ τὸ ἀσκητικὸ Ἁγιασμένο Σῶμα τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, ἄφθαρτο, θαυματουργὸν καὶ μυροβλῦζον, ὡς ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων.
Ὁ Ἱερὸς ὑμνογράφος ἐν πνεύματι Ἁγίῳ συνέθεσε τὸ Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου ὡς ἑξῆς: «Τῶν Ὀρθοδόξων προστάτην καὶ ἐν σώματι ἄγγελον, καί θαυματουργὸν θεοφόρον Νεοφανέντα ἡμῖν, ἐπαινέσωμεν πιστοὶ θεῖον Γεράσιμον ...» Ἔπαινος Ἁγίου σημαίνει μίμησις Ἁγίου. Ἔμμονὴ ἄχρι θανάτου στὴν Ὀρθοδοξία Του καὶ τὴν Ὀρθοπραξία Του.
Αὐτὸ τήρησε στὴ ζωή του ἀπαρασάλευτα καὶ ὁ Ἅγιος, ταπεινὸς καὶ πρᾶος Νεκτάριος Πενταπόλεως. Ἐργάστηκε συστηματικὰ 17 χρόνια, ὥστε νὰ ξεσκεπάσει τὸν τῦφο καὶ τὴν πλάνη τοῦ παπισμοῦ, διότι μὲ τὸ προφητικὸ μάτι του, ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς διέκρινε τὸν ἐπερχόμενο θανάσιμο κίνδυνο, ποὺ εἶναι ἐπὶ θύραις γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸ γένος τῶν Ῥωμιῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ Πάπα.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Μητροπολίτης Κορίνθου, συγγενὴς τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, παρέδωσε και προέτρεψε τὸν Ἅγιον Νικόδημον τὸν Ἁγιορείτην νὰ γράψει τοὺς Κανόνες στὸ Ἱερὸν Πηδάλιον, φύλακα ἀκοίμητον τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως.
Δὲν θὰ μὲ ἔφθανε ὁ χρόνος, τὸ χαρτὶ καὶ ἡ μελάνη, ἐὰν ἐμνημόνευα ἔστω καὶ ἀκροθιγῶς τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς διωγμοὺς ὅλων τῶν νηπτικῶν ὀρθοδόξων Πατέρων πρό, κατὰ καὶ μετὰ τὴν Ἅλωσι τῆς Πόλης ἕως σήμερον, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μόνο μία φροντίδα. Νὰ προφυλάξουν τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν Παναίρεση τοῦ Παπισμοῦ. «Τὸν Πάπα νὰ καταρᾶσθε», «ἀπ’ αὐτὸν ὁ χαλασμός». Τὸ καταρᾶσθε ἔχει ἰσοδύναμη ἔννοια μὲ τὸ «ἀναθεματίζετε», δηλαδὴ μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ πρὸ αὐτοῦ καὶ μετ’ αὐτὸν Ἅγιοι, τὰ ἑξῆς: μὴ σκέπτεσθε νὰ ἄρετε τὰ ἀναθέματα ἐναντίον τοῦ Πάπα, γιατὶ δὲν θὰ ἀλλάξει, ὥστε νὰ τὸν δεχθεῖτε στὴν Ἐκκλησία ὡς Ὀρθόδοξο, γιατὶ δὲν θέλει, εἶναι ψευδῆ ὅσα σᾶς παρουσιάζει, προσέχετε, γιατὶ αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ «χαλασμοῦ» σας.
Χρειάζεται λοιπὸν νὰ εἴμαστε σὲ διαρκῆ ἐπαγρύπνηση, διότι αὐτὴ ἡ Προφητεία τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ μόνον διὰ μετανοίας Κλήρου καὶ Λαοῦ μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ, νὰ ἀντιμετωπιστεῖ ἀποτελεσματικῶς.
«Χαλασμὸς» τοῦ τόπου, ξαναλέμε, ἔχει ἀναφορὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στὸ γένος τῶν Ῥωμιῶν, ποὺ θὰ προέλθει ἀπὸ τὸν Πάπα. Προσοχὴ λοιπόν. Ἐπιφυλακή, ἐπί σκοπόν. Ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, Κλῆρος καὶ Λαός.
Ἡ Κρήτη μας, τὰ Ἑπτάνησά μας, ἔχουν πικρὰν ἐμπειρίαν, ὅταν ἦσαν Λατινοκρατούμενα. Ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρα ἔθνη καὶ λαοὶ ὑπέφεραν καὶ ὑποφέρουν ἀπὸ τοὺς Πάπες, π. χ. οἱ Ὀρθόδοξοι Σέρβοι.
Ἐξ ἄλλου ἡ Οὐνία ἀποτελεῖ τὴν ἀψευδῆ ἀπόδειξη γιὰ τὶς δόλιες προθέσεις τῶν Λατίνων.
Τώρα, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, χρειάζεται νὰ ἔχουμε Χάριν Χριστοῦ, Ἀγάπη Θεοῦ Πατρός, Φωτισμὸ Ἁγίου Πνεύματος· γένοιτο, Κύριε, ἀμήν.


[1] Ψαλμ.μθ΄, 16· 18 - 19· 21.
[2] «καὶ αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας», Κολ.α΄, 18.
[3] Ματθ. ιστ΄, 18.
[4] Β΄ Θεσσ. β΄, 8.

ΖΗ ΚΥΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ: Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση ξεσκεπάζεται.


Σκληραίνει ὁ Κύριος τὴν καρδιά αὐτοῦ, ποὺ ἐξαιτίας τῆς προαίρεσης ὁδηγεῖται στὴν ἀπώλεια. Συμβαίνει, ὅταν βλέπει, ὡς Παντογνώστης, ὅτι ἡ σκληροκαρδία παγιώθηκε καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίδα μετανοίας. Ἂν αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε ἀμετανόητο καὶ ἀσεβῆ ἄνθρωπο διαχρονικά, πολλῷ μᾶλλον ἰσχύει γιὰ τὴ σκληρόκαρδη καὶ ἀσεβεστάτη Ἐ. Ἑ., τὴν ὁποία Ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας χαρακτήρισε καὶ παρομοίασε μὲ συνοθύλευμα πολλῶν κουρελούδων ραμμένων πρόχειρα καὶ προεφήτευσε ὅτι πολὺ γρήγορα θὰ ξηλωθοῦν οἱ κουρελοῦδες καὶ θὰ διαλυθοῦν εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθησαν.
Καὶ ἐξηγοῦμαι: Πολλὰ χρόνια πρίν, δεκαετίες, μὲ δόλιο τρόπο διέδιδαν ψευδῆ καὶ ἀνυπόστατα μαντᾶτα. Ὅτι δηλαδὴ ἀρχικὰ ἡ Ε. Ο. Κ. καὶ στὴ συνέχεια ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀπάντηση, ἡ μόνη ἐλπίδα στὰ δῆθεν προβλήματα ποὺ ἀντιμετώπιζε ἡ χώρα μας, ὁ λαός μας, τὰ σύνορά μας. Θὰ μᾶς ἔβγαζαν, ἔλεγαν, ἀπὸ τὴ φτώχεια, τὴν ἀπομόνωση, τὴν ἀνεργία. Θὰ τρώγαμε, τόνιζαν, μὲ χρυσᾶ κουτάλια. Τοὺς ἦταν δὲ ἀρκετὸ ἐμεῖς ὡς ἀντίδωρο νὰ μὴν ἤμασταν τόσο «φανατικοί», Ὀρθόδοξοι, πατριῶτες, ρωμιοί, οἰκογενειάρχες, μὲ προσήλωση δηλαδὴ στὴν ἁγία μας δισχιλιετῆ Παράδοση, στὴν Ὀρθοδοξία μας. Δυστυχῶς πέσαμε στὴν παγίδα τους. Ἀλοίμονον!!! Πουλήσαμε τὴν ἐλευθερία μας, τὴν ψυχή μας, τὸ σῶμα μας, τὰ ἱερὰ καὶ ὅσιά μας, ἀφοῦ δυστυχῶς πρῶτα τοὺς πιστέψαμε, τρώγωντας παράλληλα τὰ ληγμένα τοξικὰ καὶ μὲ ὁρμόνες τρόφιμά τους, ἂν καὶ μυστικὰ ἢ φανερὰ πολλῶν οἱ καρδιὲς δὲν τοὺς ἔχουν ἀποδεχτεῖ καὶ ἀντιστέκονται. Καὶ τώρα πονᾶμε χωρὶς νὰ μποροῦμε, μᾶς ψιθυρίζουν, νὰ ἀντιδράσουμε. Ἔτσι δείχνουν δῆθεν πὼς εἶναι τὰ πράγματα, ὅμως τελικὰ δὲν εἶναι. Καὶ αὐτὸ γιατὶ ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς καὶ τὸ Ὀρθόδοξο ποίμνιο ἐλπίζει καὶ περιμένει τὴν ἐπέμβαση Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, ὁ Παράκλητος, στὸ Ψαλτῆρι, μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ ἑξῆς: «Ἐπὶ τῷ Κυρίῳ πέποιθα· πῶς ἐρεῖτε τῇ ψυχῇ μου· μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον; ὅτι ἰδοὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐνέτειναν τόξον, ἡτοίμασαν βέλη εἰς φαρέτραν τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ. ὅτι ἃ σὺ κατηρτίσω, αὐτοὶ καθεῖλον· ὁ δὲ δίκαιος τί ἐποίησε; Κύριος ἐν ναῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· Κύριος ἐν οὐρανῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ. οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πένητα ἐπιβλέπουσι, τὰ βλέφαρα αὐτοῦ ἐξετάζει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων. Κύριος ἐξετάζει τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ, ὁ δὲ ἀγαπῶν τὴν ἀδικίαν μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν. ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας, πῦρ καὶ θεῖον καὶ πνεῦμα καταιγίδος ἡ μερὶς τοῦ ποτηρίου αὐτῶν. ὅτι δίκαιος Κύριος καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησεν, εὐθύτητας εἶδε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ.»[1] Μετάφρασις Π. Τρεμπέλα: «Ἐπὶ τοῦ παντοδυνάμου Κυρίου ἔχω στηρίξει τὴν πεποίθησιν καὶ ἐλπίδα μου. Καὶ πῶς σεῖς λέγετε εἰς ἐμέ: φεῦγε καὶ γίνε μετανάστης, πέταξε σὰν στρουθίον τρομαγμένον εἰς τὰ ὄρη, ζητῶν ἐκεῖ τὴν σωτηρίαν σου; Φεῦγε τὸ γρηγορώτερον, διότι ἰδοὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐτέντωσαν τὰ τόξα των, ἑτοίμασαν εἰς τὴν φαρέτραν βέλη ἀκονισμένα καὶ φαρμακερὰ διὰ νὰ τοξεύσουν μὲ λύσσαν καιροφυλακτοῦντες εἰς ἀπόκρυφα καὶ ἀθέατα καρτέρια τοὺς ἐναρέτους καὶ ἀπονηρεύτους ἀνθρώπους. Οἱ κόποι σου ἀποβαίνουν ἄσκοποι, διότι ὅσα σὺ ὁ δίκαιος μὲ κόπους πολλοὺς ἐπεμελήθης ἀρτίως καὶ τελείως νὰ οἰκοδομήσῃς, αὐτοὶ ἐν τῇ κακίᾳ καὶ τῷ φθόνῳ των τὰ κατεκρήμνισαν. Τί κατώρθωσε λοιπὸν μὲ τοὺς μόχθους αὐτοῦ ὁ δίκαιος; Αὐτὰ σεῖς, ὦ ὀλιγόπιστοι, μοῦ λέγετε. Ἀλλ’ ὁ Κύριος ζῇ καὶ ὑπάρχει εἰς τὸν ἐν οὐρανοῖς ἅγιον καὶ ὑπερκόσμιον ναόν του. Ἔχει ὁ Κύριος τὸν θρόνον του εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου κανὲνα βέλος δὲν δύναται νὰ φθάσῃ. Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ τὰ μάτια του βλέπουν μὲ προστατευτικὴν εὐμένειαν τὸν πτωχόν, ποὺ ἐλπίζει εἰς αὐτὸν καὶ τὰ βλέφαρά του ἐξετάζουν καὶ διακρίνουν τοὺς ἀπογόνους τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Κύριος ἐξετάζει καὶ διαχωρίζει μὲ ἀκρίβειαν καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὰν πλάνην τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ. Ὅποιος δὲ ἀγαπᾷ τὴν ἀδικίαν καὶ οὐχὶ ἐξ ἀδυναμίας, ἀλλ’ ἀπὸ ἔρωτα πρὸς αὐτὴν ἐνεργεῖ τὸ κακόν, αὐτὸς μισεῖ καὶ βλάπτει μόνον τὸν ἑαυτόν του. Ὁ Κύριος θὰ ἐξαπολύσῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν σὰν βροχὴν ὀλεθρίους παγίδας ἐπὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Θὰ ρίψῃ κατ’ αὐτῶν φωτιὰ καὶ θειάφι, ποὺ δὲν σβήνει εὔκολα, καὶ ἄνεμον βίαιον καὶ σφοδρόν, διὰ νὰ τὰ ἀναφυσᾷ καὶ νά τὰ ἀναρριπίζῃ. Αὐτὰ θ’ ἀποτελοῦν τὸ καταστρεπτικὸν μερίδιον ποὺ θὰ γεμίζῃ τὸ ποτήριον, τὸ ὁποῖον οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ ἀναγκασθοῦν νὰ πίουν. Διότι ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος καὶ δικαιοσύνας ἀγαπᾶ, στρέφει τὸ πρόσωπόν του ἱλαρὸν καὶ εὐμενὲς εἰς τοὺς εὐθεῖς καὶ ἀγαθούς.»
Τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν φανερώνουν ὅτι πλησιάζει ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλα ὅσα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα προφητικὰ προκαταγγέλλει.
Τὸ λοιπόν, ὑπομονή, ἀδελφοί μου Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Χρειάζεται ὡστόσο προσοχὴ καὶ προσευχή, νὰ ἐπιμείνουμε καὶ νὰ παραμείνουμε καὶ τώρα καὶ πάντοτε πιστοὶ στὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ μας. Γνωρίζουμε ὅτι οἱ ἐντολὲς δὲν εἶναι βαρειὲς καὶ ἰσχύουν γιὰ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς[2]. Οἱ ἅγιοι θεοφόροι Πατέρες μας μαρτυροῦν καὶ ἐμπειρικὰ διδάσκουν ὅτι τηρώντας τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀποκτοῦμε συνείδησιν ἀκαταίσχυντον καὶ παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ[3]. Ἐπίσης ὁ ἔχων τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μὲ ταπεινὸ φρόνημα εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ προφητεύει καὶ ἐπιτελεῖ θαύματα ἐν τῷ ὀνόματι Κυρίου, διότι ὁ μένων στὶς ἅγιες ἐντολές, ποτὲ δὲν ἐκπίπτει. Ὁ Χριστός, ποὺ κρύπτεται μέσα στὶς ἐντολές ἀλλά καὶ ὅλος ὁ Τριαδικὸς Θεὸς κατοικοῦν μέσα στὴν ψυχή του, στὴν καρδιά του[4].
Ἔτσι προσφυέστατα εἶπε καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «ὁ μὲν τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ λόγος, ἑκάστῃ μυστικῶς ἐνυπάρχει τῶν οἰκείων ἐντολῶν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ Πατὴρ ὅλος ἐστιν ἀχώριστος ἐν ὅλῳ τῷ οἰκείῳ λόγῳ φυσικῶς· ὁ τοίνυν δεχόμενος τὴν θείαν ἐντολὴν καὶ φυλάσσων αὐτήν, τὸν ἐν αὐτῇ τοῦ Θεοῦ δέχεται λόγον, ὃν διὰ τῶν ἐντολῶν δεξάμενος δι’ Αὐτοῦ καὶ τὸν ἐν Αὐτῷ φυσικῶς ὄντα ἐδέξατο. Ἀμὴν γάρ φησι, λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων ἐάν τινα πέμψω, ἐμὲ λαμβάνει· ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων, λαμβάνει τὸν πέμψαντά με· ὁ γοῦν ἐντολὴν δεξάμενος καὶ ποιήσας αὐτὴν λαβὼν ἔχει μυστικῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα.»[5]
Ἐν τούτοις ἐνδεχομένως μοῦ ἀπαντήσετε μὲ πόνο καὶ πικρία τὰ ἑξῆς: «Πάτερ μου, ποῦ βλέπετε σήμερα ἐλπίδα, αἰσιοδοξία; Μᾶς ἀφῄρεσαν τὸ θρήσκευμα ἀπὸ τὶς ταυτότητες, ἐξεδίωξαν τοὺς πνευματικοὺς πατέρες ἀπὸ τὰ σχολεῖα τῶν παιδιῶν μας, ἄνοιξαν ἀνεξέλεγκτα τὰ σύνορα τῆς Πατρίδας μας καὶ ὅλοι, ξένοι ἀλλόθρησκοι, ἀλλόδοξοι, ἔχουν δικαιώματα ἐκτὸς ἀπὸ ἐμᾶς. Μᾶς κλέπτουν, μᾶς ληστεύουν, μᾶς βιάζουν, μᾶς σκοτώνουν. Εἴμαστε ἀπροστάτευτοι. Μᾶς ἀρνοῦνται τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα τῆς ἐργασίας, τῆς ἀσφάλειας, τῆς ἀπαραίτητης ἀξιοπρεποῦς σύνταξης στοὺς γέρους μας. Καταντήσαμε νὰ τοὺς ἐκλιπαροῦμε γιὰ λίγα ψίχουλα καὶ μᾶς ἀπαντοῦν μὲ περαιτέρω λιτότητα, ἐνῷ αὐτοὶ ζοῦνε σὲ χλιδὴ καὶ μὲ σπατάλη ἑτοιμάζοντας τὴν παγκόσμια δικτατορία τους. Ὄντως θηρία ἀδίστακτα οἱ Εὐρωπαῖοι ἑταῖροι μας!»
Σᾶς ἀπαντῶ: Νοῦν Χριστοῦ ἔχουμε; Διαθέτουμε πατερικὸ νοῦν; Ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ καὶ οἱ θλίψεις εἶναι μέρος τοῦ πνευματικοῦ μας κανόνα. Βλέπετε λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι. Δὲν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐπιπόλαια τοὺς πιστέψαμε; Ἀλήθεια εἶναι, χαλαρώσαμε λίγο, καὶ στὰ ἤθη καὶ στὰ ἔθιμα τὰ Ὀρθόδοξα. Ξεχαστήκαμε καὶ ἀπομακρυνθήκαμε λίγο ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν Πατέρων μας, τῶν ἁγίων μας, κυρίως τῶν Νεομαρτύρων. Μάλιστα εἴχαμε ἀρχίσει δειλὰ δειλὰ στὴν ἀρχή, καὶ μὲ περίσσεια ἀναίδεια στὸ τέλος, νὰ τοὺς πιστεύουμε καί νὰ τοὺς δεχόμαστε σὰ σωτῆρες. Ἐν τούτοις τώρα εἶναι ἡ ὥρα, νὰ δοξάσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὸ Σωτῆρα μας Χριστό, ποὺ τοὺς ξεσκεπάζει κάθε μέρα καὶ πιὸ φανερά. Ἂς εἴμαστε λοιπὸν χαρούμενοι καὶ μὲ ὑπομονὴ ἂς περιμένουμε, διότι πλησιάζει ἡ ἀπολύτρωσις ἡμῶν. Εἶναι ἐγγὺς ὁ καιρὸς ποὺ οἱ ἅγιες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μας θὰ γεμίζουν καὶ πάλι ἀπὸ φιλότιμους νέους, γέρους καὶ παιδιά. Ἔρχεται ὁ χρόνος ποὺ στὰ σχολεῖα μας θὰ διδάσκονται οἱ βίοι καὶ τὸ ἦθος τῶν προστατῶν τῆς παιδείας μας, ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν, καθὼς καὶ τοῦ Μεγάλου ἁγίου παιδαγωγοῦ τοῦ αἰῶνος μας, Νεκταρίου, Ἐπισκόπου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ἁγία Παράδοσή μας. Σᾶς παρακαλῶ, διαβάστε ξανὰ καὶ ξανὰ τὰ ψαλμικὰ χωρία ποὺ σᾶς παραθέτω πιὸ πάνω σὲ κείμενο καὶ μετάφραση, ἀκόμη διαβᾶστε τὸν ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο, Β΄ Κορ. κεφ. ι΄, στ. 3 – 5: «Ἐν σαρκὶ γὰρ περιπατοῦντες οὐ κατὰ σάρκα στρατευόμεθα· τὰ γὰρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά, ἀλλὰ δυνατὰ τῷ Θεῷ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων·  - λογισμοὺς καθαιροῦντες καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ». Μετάφρασις Π. Τρεμπέλα: «Ἀλλ’ ὅσα λέγουν καθ’ ἡμῶν δὲν εἶναι ἀληθῆ. Διότι ἡμεῖς, μολονότι ἔχομεν σῶμα καὶ περιβαλλόμεθα ἀπὸ σάρκα, δὲν διεξάγομεν τὸν πνευματικὸν πόλεμον καὶ ἀγῶνα μας μὲ σαρκικὰ ἐλατήρια καὶ ὅπλα. Διότι τὰ ὅπλα τῆς ἐκστρατείας μας δὲν εἶναι ἀσθενῆ ἀνθρώπινα ὅπλα, ἀλλ’ εἶναι δυνατὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ κρημνίζουν ὀχυρώματα. Καὶ ὅταν λέγω ὀχυρώματα, δὲν ἐννοῶ πύργους ἢ φρούρια ὑλικά, ἀλλὰ πνευματικά. Δηλαδὴ ἀνατρέπομεν συλλογισμοὺς πονηροὺς καὶ κάθε ὑψηλοφροσύνην, ποὺ ὑψώνεται σὰν ἄλλος πύργος καὶ ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Ἀκόμη μὲ τὰ ὅπλα μας κατανικῶμεν σὰν ἄλλον ἄοπλον καὶ παραδομένον αἰχμάλωτον κάθε ἀνθρωπίνην ἐπινόησιν καὶ σοφιστείαν καὶ ὁδηγοῦμεν τοὺς παραπλανωμένους ἀπὸ αὐτὰς εἰς τὸ νὰ ὑπακούσουν εἰς τὸν Χριστόν.»
Συμπέρασμα: Οἱ ἀντίχριστοι αὐτοὶ νεοεποχῖτες τῆς Ἐ. Ἑ., ποὺ ἀφηνιάζουν στὸ ἄκουσμα τῶν λέξεων Χριστός, βασιλεύς, Σωτῆρας, μὲ περισσὸ μῖσος ἔχουν βάλει στόχο τὴν Πατρίδα μας, τὴν Ἑλλάδα μας, τὴν Ὀρθοδοξία μας[6]. Τοὺς ξαναλέμε λοιπόν: Ζῇ Κύριος ὁ Θεός! Ὄχι μόνο θὰ ἀποτύχουν παταγωδῶς, ἀλλὰ καὶ σύντομα θὰ θερίσουν τοὺς καρποὺς τῆς ἀφροσύνης τους. Γένοιτο Κύριε, ἀμήν!


[1] Ψαλμ. ι΄, 1 – 7.
[2] «ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.» Ματθ. ια΄ 30. «ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω», Μάρ. ιγ΄ 37.
[3] «τότε οὐ μὴ αἰσχυνθῶ ἐν τῷ με ἐπιβλέπειν ἐπὶ πάσας τὰς ἐντολάς σου», Ψαλμ. ριη΄ 6· «ἐὰν ἡ καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν, παρρησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν», Α΄ Ἰω. γ΄ 21.
[4] Βλ. Ἰω. ιδ΄ 23.
[5] Παράθεση ἀπό: ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Ρηγοπούλου 1984, σ. 345.
[6] Περισσότερα γιὰ τὶς μεθοδεύσεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τοῦ δυτικοῦ κόσμου μὲ ἐπίκεντρο τὴν Ἀμερικὴ, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν καταδολίευση ποὺ συντελεῖται γιὰ τὸ πέρασμα στὴ μετα – αμερικανικὴ ἐποχή, βλ. Λ. Ἀποσκίτη, «Ἡ κατάρρευση τῆς Δύσης καὶ ἡ μετα - ἀμερικανικὴ ἐποχή», Παρακαταθήκη 62 (Σεπτέμβριος - Ὀκτώβριος 2008), σσ. 9 – 13, 63 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2008), σσ. 12 – 15.

Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ἱεροί Κανόνες ἐφ. τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγ. Παρασκευῆς Ἀττικῆς.


Ὁ Εὐαγγελιστής  Ἰωάννης γράφει ἐκ μέρους τῶν Ἀποστόλων: «Ὅ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἐωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· καί ἡ ζωή ἐφανερώθη, καί ἑωράκαμεν καί μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλομεν ὐμῖν τήν ζωήν τήν αἰώνιον...ἵνα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν˙ καί ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ...» (Α΄ Ἰωαν. 1, 1-3). 
Παραδίδει ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής στούς  χριστιανούς τήν πίστη εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ὡς ζωήν αἰώνιον. Τούς καλεῖ ὄχι νά πιστεύσουν ἀφηρημένα στον Χριστό. Τούς καλεῖ στήν Ἐκκλησία, στήν κοινωνία τῶν Ἀποστόλων πού ἐγνώρισαν τῇ ἀληθείᾳ καί ἐμπειρίᾳ τόν Χριστό, τή διδασκαλία Του, τά θαύματά Του, τό πάθος καί τήν ἀνάστασή Του πού ἦσαν, ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, «αὐτόπται καί ὑπηρέται τοῦ Λόγου» (Λουκ. 1, 1-2).
Ἡ παράδοσις τῆς πίστεως γίνεται ἀπό γενεά σέ γενεά κατά τήν ἀποστολική διαδοχή.  Πρόκειται γιά τήν πολύτιμη παρακαταθήκη, ἡ ὁποία παραδίδεται ἀπό τούς Ἀποστόλους στούς μαθητές τους: «Τήν καλήν παραθήκην φύλαξον διά Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν» ( Β΄ Τιμ. 1, 14).  Κι αὐτοί μέ τή σειρά τους τήν παραδίδουν στούς χριστιανούς ἀλλά καί στούς διαδόχους τους ἐπισκόπους κατά τή χειροτονία.
Ἡ παράδοσις τῆς πίστεως ὅμως δέν εἶναι μιά ἁπλῆ μετάδοσις διδασκαλίας καί ἀρχῶν περί τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.  Συνδέεται κατ’ ἀπόλυτο τρόπο μέ τήν παράδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχα ριστίας.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός «παρεδόθη διά τά παραπτώματα ἡμῶν» (Ρωμ. 4, 25).  Παρεδόθη εἰς θάνατον καί ταυτόχρονα παρέδωσε σέ μᾶς διά τῶν Ἀποστόλων τόν Ἑαυτό του, τό Σῶμα του καί τό Αἷμα Του, κατά τήν παράδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας.
Γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή ἐκφρά ζοντας τήν πίστη καί ἐμπειρία τῶν λοιπῶν παρόντων στό Μυστικό Δεῖπνο Ἀποστόλων: «Ἐγώ γάρ παρέλαβον ἀπό τοῦ Κυρίου , ὅ καί πα ρέδωκα ὑμῖν, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο ἔλαβεν ἄρτον καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον˙....ὡσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι λέγων ˙ τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινή διαθήκη ἐστίν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι» ( Α΄Κορ. 11).
Πιστεύει κανείς στό Χριστό κοινωνώντας τό Σῶμα καί τό Αἷ μα Του καί κοινωνεῖ ἀληθινά εἰς ζωήν αἰώνιον πιστεύοντας καί ὁμο λογώντας τή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη, τή Δευτέρα Του Παρουσία.  Γι’ αὐτό γράφει ὁ ἀπ. Παῦλος: «ὁσάκις γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ» (Α΄ Κορ. 11, 26).  Ὅμως ἡ θεία Εὐχαριστία δέν τελεῖται κατά τυχαῖο τρόπο.  Ἀκόμη καί πρό τῆς διαμορφώσεως τῆς τάξεως τῆς Θ.  Λειτουργίας  ὑπάρχουν στοιχεῖα τῆς τελέσεώς της τά ὁποῖα εἶναι παραδεδομένα  ἀ γ ρ ά φ ω ς  ἀπό τούς Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους.  Καί ὄχι μόνο τά σχετικά μέ τή Θ. Λειτουργία, ἀλλά καί ὅσα εἶναι συνημμένα μέ τή Θ. Εὐχαριστία, μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα, μέ τήν προσευχή καί ἐν γένει τήν ὀρθόδοξη Λατρεία.  Αὐτό τό βεβαιώνει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅταν γράφει πρός τόν Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου :
«Ποιός δίδαξε ἐγγράφως νά σφραγίζονται μέ τόν τύπο τοῦ Σταυροῦ ὅσοι ἐλπίζουν στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ; Τό νά στρεφόμαστε πρός ἀνατολάς κατά τήν προσευχή, ποῦ εἶναι γραμμένο; Τούς λόγους πού λέγομε κατά τήν ἁγία αναφορά ποιός ἅγιος μᾶς τά κατέλιπε ἐγγράφως; ..... Εὐλογοῦμε τό νερό τοῦ βαπτί σματος καί τό ἔλαιο τῆς χρίσεως καί αὐτόν πού βαπτίζουμε.  Ἀπό ποιά ἔγγραφα τά μάθαμε αὐτά; δέν τά ἔχουμε ἀπό τή σιωπηρή καί μυστική παράδοση; Τό πῶς νά χρίουμε τόν βαπτιζόμενο, τό νά τόν βαπτίζουμε τρεῖς φορές στό νερό, τό νά ἀποτάσσεται τόν Σατανᾶ καί τούς ἀγγέ λους του καί ὅσα ἄλλα περιλαμβάνει τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ἀπό ποῦ τά ἔχουμε;  Δέν τά ἔχουμε ἀπό τήν ἀδημοσίευτη καί ἀπόρ ρητη διδα σκα λία, τήν ὁποία οἱ Πατέρες μας φύλαξαν μέσα σέ σιγή χω ρίς πολυ πρα γ μοσύνη καί χωρίς νά τήν περιεργάζονται»;
Αὐτά λέγει ὁ Μ. Βασίλειος καί καταλήγει:  «Δέ θά μοῦ φθάσει ἡ ἡμέρα γιά νά διη γηθῶ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας».
Ἔτσι ὅλη ἡ λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἔχοντας τήν ἀρχή της στήν Ἁγία Γραφή, ὁλοκληρώνεται μέ τήν παραδεδομένη ὑπό τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων Παράδοση.  Κατά τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας δίδεται καί ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως.  Ἐκεῖ βρίσκεται ἑπομένως καί ἡ ρίζα τῆς Θεολογίας.  Καί αὐτή ἡ ὁμολογία ὑπάρχει ἐξ ἀγράφου παραδόσεως.  Λέει πάλι ὁ Μ. Βασίλειος :
«Τήν ὁμολογία τῆς πίστεως, δηλ. τό νά πιστεύουμε στόν Πατέ ρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπό ποιά συγγράμματα τήν ἔχουμε; ἄν ἐπί τῆ βάσει τῆς παραδόσεως τοῦ βαπτίσματος ... ὅπως βαπτιζόμε θα, ἔτσι ὀφείλουμε καί νά πιστεύουμε, τότε ἄς μᾶς ἐπιτρέψουν ἀπό συ νέπεια στήν εὐσέβεια νά προσφέρουμε τήν δοξολογία κατά ὅμοιο μέ τήν πίστη τρόπο». Τά τρία αὐτά, Βάπτισμα, Ὁμολογία Πίστεως καί Δοξολογία, κύρια συστατικά τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας βασίζονται στήν ἄγραφη παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί τῶν διαδόχων τους.  Κι ἔχει τόση δύναμη  ὥστε, ἄν ἐπιχειρήσουμε, κατά τόν Μ. Βασίλειο νά ἐγκα ταλείψουμε τά ἄγραφα ἔθη θά ζημιώσουμε στά καίρια σημεῖα τό Εὐαγγέλιο μᾶλλον θά καταντήσει ἡ πίστη κενή περιεχομένου.  Ἔτσι καί ἡ ἔγγραφη διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί ἡ ἄγραφη παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, «ἀμφότερα τήν αὐτήν ἰσχύν ἔχει πρός τήν εὐσέβειαν».
Πέραν τῆς λατρείας, μᾶλλον σάν προέκτασή της καί συνέπειά της καί προβολή της, ὅλη ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ διοίκησή της, τό ἦθος τῶν κληρικῶν,  λαϊκῶν καί μοναχῶν ἡ ἄσκησή τους ἡ μετοχή τους στά Μυστήρια, τό Βάπτισμα, ὁ Γάμος, ἡ στάσις ἔναντι τῶν αἱρε τικῶν, ὁ Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἄλλα πολλά ζητήματα ἔχουν ὡς ὁδηγό καί ρυθμιστή τους τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.  Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Παῦλος ζητεῖ ἀπό τούς χριστιανούς: «στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις , ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ὑμῶν»  (Β΄ Θεσ.). Τούς ἐπαινεῖ διότι ὅπως γράφει «καθώς παρέδωκα ὑμῖν τάς παραδόσεις,  οὕτω κατέχετε». Καί ψέγει αὐτούς οἱ ὁποῖοι παρά τήν παράδοση τῶν ἀποστόλων δέν ἐργάζονται (Β΄ Θεσ 3, 6). Αὐτή ἡ Παράδοση εἶναι ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως παρεδόθη ἀπό τούς Ἀποστόλους, ὅπως βιώθηκε ὑπό τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί καταγράφηκε ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων, ἰδίᾳ τῶν ἁγί ων ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι ἦσαν «ἐκεῖνοι, πού μέ τήν ἐπισκοπικήν διαδοχήν ἔχουν δεχθεῖ τό βέβαιον χάρισμα τῆς ἀληθείας» qui cum episcopatus successione charisma veritatis certum acceperunt, κατά τόν Ἅγιο Εἰρηναῖο.

Ὁρισμός τῆς Παραδόσεως.  Ἡ θέση της καί ἡ λειτουργία της μέσα στήν Ἐκκλησία

Στό σημεῖο αὐτό χρειάζεται νά ὁρίσουμε καλλίτερα καί ἐπιστη μονικότερα τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.  Πολλά ἔχουν εἰπωθεῖ ὡς ὁρισμός τῆς Παραδόσεως στήν προσπάθεια τῶν θεολόγων νά ἐμβαθύ νουν  στό νόημά της (ἤ καί στήν προσπάθειά τους νά τήν καταστήσουν ἕνα ἐργαλεῖο κατάλληλο γιά «ἀνανέωση» τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἤ ὑπονομεύσεως τοῦ περιεχομένου της), ὅπως βιώνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία.   Ἔτσι γιά τόν Λόσκυ Παράδοσις εἶναι «ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, μεταδίδοντος εἰς πᾶν μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ νά ἐννοήσῃ, δεχθῃ καί γνωρίση τήν Ἀλήθειαν ἐν τῷ ἰδίῳ Αὐτῆς Φωτί ... καί οὐχί κατά τό φυσικόν φῶς τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς».  Γιά τόν π. Γ. Φλωρόφσκυ Παράδοσις εἶναι:  «ἡ σταθερή παραμονή, ἡ συνεχής ἐνοίκηση τοῦ Πνεύματος καί ὄχι ἡ μνήμη τῶν λέξεων, δέν εἶναι ἱστορική ἀλλά «χαρισματική» ἀρχή.  ...δέν εἶναι ἡ συνέ χεια τῆς ἀνθρώπινης μνήμης ἤ ἡ διατήρηση ἠθῶν καί ἐθίμων, εἶναι ἡ συνέχεια τῆς θείας συμπαραστάσεως, ἡ διαρκής παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κινεῖ τήν Ἐκκλησία σέ ὁλοένα καί πληρέστερη κατανόηση τῆς θείας ἀλήθειας «ἀπό δόξης εἰς δόξαν» ... Γιά τόν π. Δημ. Στανιλοάε «Παράδοση εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ὅρος διά τοῦ ὁποίου αὕτη διατηρεῖται ζῶσα καί ἀναλλοίωτος». Ἀπ’ ὅλες αὐτές τίς γνῶμες περί τῆς παραδόσεως κι ἄλλες περισσότερες προτιμοῦμε αὐτήν τοῦ ἁγίου Γέροντος Ἰουστίνου Ποποβιτς. Γράφει:
«Τί εἶναι «αἱ παραδόσεις ἡμῶν»; Πάντα ὅσα ὁ Θεάνθρωπος Χρι στός, ὁ Ἴδιος καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔδωσε ἐντολήν νά κρατῶμεν καί κατ’ αὐτά νά ζῶμεν˙ πᾶν ὅ,τι παρέδωκεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, ἐν τῇ ὁποίᾳ κατοικεῖ διαρκῶς ὁ ἴδιος μετά τοῦ Ἁγίου Πνεύματός Του ... «Αἱ παραδόσεις» μας εἶναι ἡ νέα ζωή τῆς Χάριτος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ... Πάντα ὅσα παρεδόθησαν εἰς τούς Ἀποστόλους ὑπό τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποτελοῦν ἀκριβῶς «τήν Παράδοσιν», τήν Ἁγίαν Παράδοσιν, δηλ. ὅλην τήν διδασκαλίαν τοῦ Σωτῆρος καί ὅλας τάς ζωοποιούσας ἐνεργείας διά τήν πραγμάτωσιν τῆς διδασκαλίας ταύτης εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων.  Ταῦτα πάντα παρέδωσαν εἰς ἡμᾶς «εἴτε διά λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς».  Ἡ παράδοσις εἶναι ἐν μέρει γεγραμμένη, ἐνῶ κατά τό πλεῖστον παρεδόθη προφο ρι κῶς, ἀλλ’ ὅμως ὅλα μαζί ἀποτελοῦν τήν Θείαν Ἀποκάλυψιν, δηλ. τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, τό Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας, τό παραδοθέν ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Ἐκκλησίαν διά τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους «ἀπό τοῦ νῦν ἕως τοῦ αἰῶνος» ... Τό γραπτόν Εὐαγγέλιον συμπληρώνεται μέ τό ἄγραφον Εὐ αγγέλιον τῆς Ἐκκλησίας καί ὑπ’ αὐτοῦ ἑρμηνεύεται διά τῆς ἐνεργείας τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ κατοικοῦντος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.  Ὄντως ὅλα αὐτά ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀποτελοῦν μίαν ὁλότητα, ἕν ζῶν πνευματικόν σῶμα, ἡ γραπτή δηλαδή καί ἄγραφος παράδοσις.  Διό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Παράδοσις ἐστί, μηδέν πλέον ζήτει» (P.G. 62, 488), διότι ἐν αὐτῇ εὑρίσκεται πᾶν ὅ, τι εἶναι ἀναγκαῖον διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων καί διά τήν αἰώνιόν των ζωήν, ἐν τῷ παρόντι καί ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι ... Μέ μίαν λέξιν, ἡ θεία, ἡ θεανθρωπίνη Παράδοσις εἶναι τό παραδίδειν διά μέσου τῶν αἰώνων καί τῶν γενεῶν αὐτόν τοῦτον τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, μετά πασῶν τῶν θείων ἀ ληθειῶν καί τῶν ἐντολῶν, τῶν χαρίτων (τῶν μυστηρίων) καί τῶν ἀρετῶν Αὐτοῦ, ὡς ζῶντα Θεόν καί Σωτῆρα, ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ καί ὡς Ἐκκλησίαν...» ( Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος σ. 201-202).
Αὐτή ἡ «ὁλότητα ... ἡ γραπτή καί ἄγραφος παράδοσις» φυλάσσεται ἀπό τήν  Ἐκκλησία ὡς θησαυρός πολυτίμητος καί καθοδηγεῖ τήν Ἐκκλησία, τό Σῶμα τῶν πιστῶν καί ὡς πρός τήν πίστη καί ὡς πρός τό ἦθος καί τήν καθόλου ζωή.   Ὅμως ἐξ ἀρχῆς, ἡ Ἐκκλησία ὡς θεανθρώπινος ὀργανισμός ἀντιμετώπισε προβλήματα ὡς πρός τήν πίστη, τή λατρεία, τό ἦθος καί τήν ἐν γένει ποιμαντική της ἐξ αἰτίας ἀμφισβητήσεως ἀπό μέρους κάποιων χριστιανῶν καί ἐξ αἰτίας τῶν αἱρέσεων καί ἄλλων ἀναφυομένων πρακτικῶν ζητημάτων τά ὁποῖα ἀπαιτοῦσαν ἐπείγουσα λύση.  Ἔτσι  οἱ ποιμένες, οἱ Ἀπόστολοι κατ’ ἀρχάς καί οἱ διάδοχοί τους, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ἐπί μέρους ἀλλά καί ἐν Συνόδῳ ἔλυναν τά ζητήματα τῆς Πίστεως μέ Ὅρους καί τά ὑπόλοιπα θέματα μέ ἀποφάσεις τους, μέ Κανόνες προφορικούς στήν ἀρχή καί γραπτούς στή συνέχεια.  Ἀντλοῦσαν γιά ὅλες τίς ἀποφάσεις τους ἀπό τήν ἀκένωτη πηγή τῆς ἐγγράφου καί ἀγράφου παραδόσεως. Οἱ Ἀπόστολοι ἐλάμβαναν πάντοτε ὑπ’ ὄψιν τους τό πνεῦμα, τόν «νοῦν» τῶν θείων Γραφῶν, τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Κυρίου· οἱ διάδοχοι τους, οἱ Ἀποστολικοί Πατέρες, τήν Ἁγία Γραφή, τήν προφορική διδασκαλία καί τήν πρακτική τῶν Ἀποστόλων καί τούς Κανόνες τους·  καί οἱ μετ’ αὐτούς Πατέρες πλήν τῶν ἀνωτέρω, τούς πρό αὐτῶν Πατέρες καί τούς Κανόνες τῶν τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐλάμβαναν ὑπ’ ὄψιν ἐπίσης καί οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τήν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων, τόν τόπο καί τόν χρόνο, τή συνήθεια πού ἐπικρατοῦσε.   Ὅλα ὅμως τά ἀποφάσιζαν μέ τήν ἐπιστασία, τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν Παράδοση.  Δέν διεχώριζαν, ὡς πράγμα ἀδύνατο, τήν Πίστη ἀπό τό ἦθος καί τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἐτίθεντο ἐνώ πιόν τους ζητοῦντα ἐπιτακτική λύση.  Ἔτσι ἐπλουτίζετο ἡ Παράδοσις, ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἄγραφη παράδοση βασικός παράγοντας διαμορφώσεως τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας

Ἐδῶ θέλουμε νά ἐπιμείνουμε στήν ἄγραφη παράδοση, ὡς ἕνα ἐκ τῶν πλέον καθοριστικῶν παραγόντων γιά τήν διαμόρφωση τῆς Θ. Λατρείας, τόν τρόπο τελέσεως τῶν μυστηρίων ἀλλά καί τή θέσπιση τῶν γραπτῶν Κανόνων ὑπό τῶν ἐπί μέρους Πατέρων καί τῶν Συνόδων.  Οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν δημιούργησαν τή Θ. Λατρεία ἐκ τοῦ μή ὄντος, δέν κατέγραψαν στά εὐχολόγια τόν τρόπο τελέσεως τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θ. Εὐχαριστίας (τό εἴδαμε αὐτό στά λεχθέντα τοῦ Μ. Βασιλείου) ἐκ τοῦ εὐσεβοῦς λογισμοῦ τους ἀλλά ἅρμοσαν ὅλη τή λατρεία ἐπί τῇ βάσει τῶν παραδόσεων τῶν Ἀποστόλων.  Καί οἱ διάδοχοί τους μέ φόβο Θεοῦ προσέθεταν τῆ ἐπιστασίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω στό θεμέλιο αὐτό πολύ ἀργά καί προσεκτικά πρός ὠφέλεια καί πνευματική προκοπή τῶν πιστῶν   ἄλλους πολύτιμους λίθους πού δοκιμάζονταν ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γιά τή σταθερότητα, τήν τελειότητα, τήν ὀμορφιά, τήν ἀρτιότητα,  τό δέσιμό τους μέ τήν ὑπό λοιπη οἰκοδομή, ἡ ὁποία ηὔξανε ἐν Κυρίῳ.  Ἀντιστοίχως δέ νομοθε τοῦσαν, ὅπως οἱ σημερινοί κοσμικοί νομοθέτες δηλ. αὐθαίρετα κατά τήν γνώμη καί κρίση τους, ἤ τή γνώμη τῶν ἀρχόντων, ἤ κολακεύοντας τούς ἀρχομένους κλπ.  Ἐθέσπιζαν κατά τό πνευματικό συμφέρον τῶν πιστῶν, τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας κατά νοῦν τήν ἁγία Γραφή, ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό τό ὁποῖο ἐβίωναν ἀνέκαθεν οἱ χριστιανοί, ὡς ὀρθό, θεάρεστο, συμβατό μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί ὠφέλιμο γιά τόν καθένα καί γιά ὅλους («ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, (οἱ Πατέρες) ὥρισαν τά συμφέροντα», κατά τόν Α΄ Κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου) ἤ σέ κάποιες περιπτώσεις αὐτό πού ἡ τοπική ἐκκλησία ζοῦσε.  Ἔτσι οἱ Ἀποστολικοί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι παρεδόθησαν, κατά τόν Β΄ Κανόνα τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου «ὀνόματι τῶν ἁγίων ... Ἀποστόλων», καταγράφουν τή διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.  Πάνω σ’ αὐτό τό θεμέλιο τῆς Παραδόσεως, ἐγγράφου καί ἀγράφου στή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τῶν Ἀποστόλων καί στούς ἀποστολικούς Κανόνες οἰκοδόμησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό ἀρχιτε κτό νημα τοῦ συνόλου τῶν Ἱ. Κανόνων.  Δέν ὑπάρχει αὐθαιρεσία στίς ἀπο φάσεις τους.  Κι ὅταν «τέμνουν» μιά διαφορά μεταξύ ἐπισκόπων ἤ τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ὅταν λύνουν μιά ἀμφισβήτηση, ὅταν καθιερώνουν μιά πρακτική, πάντοτε πυξίδα τους εἶναι ἡ ἱερά Παράδοσις.  Γι’ αὐτό καί τό Σῶμα τῶν Ἱ. Κανόνων ἔγινε καί γίνεται δεκτό ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού δέν ἔχει ἀνάγκη γιά νά ρυθμίσει τή ζωή της ἀπό ἕναν Codex Juris Canonici (Κώδικα κανονικοῦ δικαίου), ὅπως οἱ παπικοί, ἕνα ἀσφυκτικό νομοθέτημα κατά τά πρότυπα τοῦ κοσμικοῦ δικαίου ἀλλά ἔχει μέσα στή ζωή της τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων ἀποκρυσταλλωμένη στούς ἱερούς Κανόνες.  Ἐκεῖ μποροῦν καί πρέπει νά ἐντρυφοῦν οἱ ποιμένες, Πρεσβύτεροι καί Ἐπίσκο ποι, Μητροπoλίτες Πατριάρχες καί Σύνοδοι καί νά ἀγάλλονται «ὡς ἄν τις εὕροι σκῦλα πολλά», (Β΄Κανών τῆς Στ΄) δηλ. πολλά καί πολύτιμα λάφυρα καί νά ρυθμίζουν ἀσφαλῶς τά τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι τόση ἡ δυναμική τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, ὡς ἐμπνεόμενη ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε  δέν μπορεῖ κάποιος νά διακρίνει πάντοτε στούς ἱερούς Κανόνες τίς γραπτές ρίζες καί τήν ἀφετηρία τους.   Γιά παράδειγμα ὁ Κ΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ Ϟ΄ τῆς Στ΄, ὁ ΙΕ΄ τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας καί ὁ Ϟα΄ τοῦ Μ. Βασιλείου ἐπιτάσσουν νά μήν κλίνουμε γόνυ τήν Κυριακή.  Ὑπόβαθρο ὅλων αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων εἶ ναι ἡ ζῶσα παράδοση πού θεμελιώνεται στή ζῶσα πίστη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ στήν Ἀνάσταση καί τήν μέλλουσα βασιλεία.  Αὐτήν τήν παράδοση  ἐπικαλοῦνται ὅλοι οἱ ἀνωτέρω Κανόνες.  Ὁ Κ΄ τῆς Α΄ λέγει: «Ἐπειδή τινες εἰσιν ἐν τῇ Κυριακῇ γόνυ κλίνοντες καί ἐν ταῖς τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέραις, ὑ π έρ   τ ο  ῦ   π  ά  ν  τ α   ἐ ν   π  ά  σ  ῃ   π  α  -  ρ  ο  ι  κ  ί  ᾳ   φ υ λ ά τ τ ε σ θ α ι,  ἐστῶτας ἔδοξε τῆ ἁγίᾳ Συνόδῳ τάς εὐχάς ἀποδιδόναι τῶ Θεῷ».  Ζητεῖ ἡ Σύνοδος νά φυλάττωνται σέ κάθε ἐκκλησιαστική σύναξη ὅλες οἱ παραδόσεις, μεταξύ τῶν ὁποίων ἡ ὀρθία στάση προσευχῆς κατά τήν Κυριακή.  Ὁ 90ος τῆς Στ΄: «Ταῖς Κυριακαῖς μή γόνυ κλίνειν ἐκ τῶν θεοφόρων ἡμῶν πατέρων κανονικῶς παρελάβομεν...».  Ἐπικαλεῖται γιά τήν ὑποστήριξη τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς γονυκλισίας κατά τήν Κυριακή τήν παράδοση τῶν Πατέρων.  Ποιοί εἶναι αὐτοί; Εἶναι ὁ ἱερομάρτυς Πέτρος ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος γράφει: «τήν δέ Κυριακήν χαρμοσύνης ἡμέραν ἄγομεν, διά τόν ἀναστάντα ἐν αὐτῇ, ἐν ᾗ οὐδέ γόνυ κλίνειν παρειλήφαμεν».  Καί ὁ Ἅγιος Πέτρος λοιπόν λέγει ὅτι ἔχουμε παραλάβει νά μήν κλίνουμε γόνυ τήν Κυριακή.  Εἶναι καί ὁ Μ. Βασίλειος ὁ ὁποῖος στήν ἐπιστολή του πρός τόν Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου πού προαναφέραμε, μέρος τῆς ὁποίας συγκροτεῖ δύο Κανόνες του, τόν 91ο καί τόν 92ο, περιλαμβάνει στά ἄγραφα τῆς Παραδόσεως «τά ἐκ τῆς τῶν Ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα» τό γεγονός ὅτι «ὀρθοί ποιοῦμεν τάς εὐχάς τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων (δηλ. τήν Κυριακή)».  Ἔτσι λοιπόν ἡ ἐπίκλησις τῶν θεοφόρων πατέρων, ἤ τῶν Ἀποστόλων, ἤ ἡ ἐντολή «τοῦ πάντα φυλάσσεσθαι» ἤ τό ἁπλό «παρειλήφαμε» δηλ. ἔχουμε παραλάβει, δηλώνουν κατά τή γνώμη μας τήν ἐμπειρία, τή ζωή, τήν πρακτική ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράστηκε διά τῆς προφορικῆς ἤ γραπτῆς διδασκαλίας τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων.

Ἡ ἐπίκλησις ὑπό τῶν Κανόνων τῆς ἐκκλησιαστικῆς «συνηθείας».  Καλή καί «πονηρά» συνήθεια

Συχνά λοιπόν στούς Κανόνες γίνεται ἐπίκληση τῆς Παραδόσεως.  μέ ποικίλους τρόπους καί ὅρους.   Ἕνας τρόπος εἶναι ἡ ἐπίκλησις τοῦ παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς συνηθείας μέ τούς ὅρους «ἀρχαῖο ἔθος», «ἀρχαῖος τύπος», «ἀρχαία συνήθεια»ἤ «ἀρχαία παράδοσις».   Ἔτσι ὁ ΝΗ΄ τῆς ἐν Καρθαγένῃ περί τῆς χειροτονίας ἐπισκόπων ἐπιτάσσει: «Ὁ ἀρχαῖος τύπος φυλαχθήσεται, ἵνα μή ἥττονες τριῶν τῶν ὁρισθέντων εἰς χειροτονίαν Ἐπισκόπων ἀρκέσωσι».  Μ’ αὐτά τά λόγια ἀνανεώνει τόν Ἀποστολικό Κανόνα, τήν ἀρχαία παράδοση πού εδῶ εἶναι τ ύ π ο ς  δηλ. συγκεκριμένη ἐκκλησιαστική πρακτική.
«Τά ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω» λέγει ὁ Στ΄ Κανών τῆς Α΄ Οἰκουμ. προκειμένου νά κατοχυρώσει τήν ποιμαντική ἐξουσία τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας ἐπί τῶν Μητροπόλεων τῆς Αἰγύπτου.  Κι ἐδῶ ὑπονοεῖ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στόν ΛΔ΄ Ἀποστο λι κό Κανόνα, ὁ ὁποῖος ἐπιτάσσει ὅτι οἱ ἐπίσκοποι κάθε ἔθνους πρέπει νά ἀναγνωρίζουν ἕναν ὡς πρῶτον καί τίποτε νά μήν πράττουν χωρίς τή γνώμη του.  Γράφει καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό Πηδάλιο ὅτι κάποιος ἐπίσκοπος τῆς Αἰγύπτου μέ κάποια παρανομία του «ἔδωκε αἰτίαν εἰς τήν Σύνοδον ταύτην νά ἐκθέσουν τόν παρόντα Κανόνα καί νά διωρίσουν ὄχι κανένα νέον, ἀλλά μόνον νά ἐπικυρώσουν τάς τάξεις ὁποῦ ἐσώζοντο ἐκ παλαιᾶς συνηθείας ὄχι μόνον εἰς τούς Πατριάρχας, ἀλλά καί εἰς τούς Μητροπολίτας κλπ».  Βλέπουμε ἐδῶ τή δύναμη τῆς Παραδόσεως, ἡ ὁποία διά τῆς παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς συνηθείας ἐπιβε βαι ώ νει, ἀνανεώνει, ἐνεργοποιεῖ καί καθιστᾶ συγκεκριμένη τήν ἐφαρ μογή τοῦ Ἀποστολικοῦ Κανόνος.   Ἔτσι γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος:   «... ἡ Σύνοδος ἀνανέωσε τό ἀρχαῖο ἔθος καί πάλι ἐπεσφράγισε». Τό ἴδιο καί ὁ Η΄ Κανών τῆς Γ ΄ Οἰκουμ. ἐπιτάσσει οἱ κατά Κύπρον προεστῶτες (δηλ. οἱ ἀρχιε πίσκοποι) νά τελοῦν αὐτοί μόνοι τους μέ τή Σύνοδό τους τίς ἐκλογές καί χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων τῆς Κύπρου χωρίς τήν ἀνάμιξη τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας.  Καί ἐπικαλεῖται ὁ Κανόνας «τούς Κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων καί τήν ἀρχαίαν συνήθειαν» καί διακηρύσσει ὅτι σέ κάθε ἐκκλησιαστική ἐπαρχία πρέπει νά τηρεῖται ἡ παλαιά τάξις «κατά τό πάλαι κρατῆσαν ἔθος».  Τό ἴδιο συμβαίνει καί γιά τά δίκαια, δηλ τή δικαιοδοσία, τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων («συνήθεια κεκράτηκε καί παράδοσις ἀρχαία» λέγει ὁ Ζ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς) ...
Ὅπως παρατηροῦμε ἡ ἐπίκλησις τοῦ ἔθους ἤ τῆς συνηθείας εἶναι ἰσχυρό ἐπιχείρημα.  Ἄν καί ἡ συνήθεια εἶναι ἀνώνυμη δηλ. δέν ταυτίζεται μέ κάποιο πρόσωπο ἔχει μεγάλη δύναμη γιατί δέν πρόκειται γιά μιά ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη συνήθεια ἀλλά γιά τή θεανθρώπινη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, γιά τό ἔθος πού ἔγινε μέ τήν ἐπιστασία τοῦ ἁγίου Πνεύματος καθολικά ἀποδεκτό.  Λέγει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος «ὅτι ἔνθα οὐκ ἔστι κανών ἤ ἔγγραφος νόμος, κρατεῖ ἡ καλή συνήθεια, ἡ ὀρθῷ λόγῳ καί πολλοῖς ἔτεσι δοκιμασθεῖσα καί μή ἐγγράφῳ κανόνι ἤ νόμῳ ἐναντιουμένη, τάξιν κανόνος καί νόμου ἐπέχουσα» (Πηδάλιον σ. ιθ΄). Γι’ αὐτό ἔχει δίκιο ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ ἐκ Λειρίνου, ὅταν λέγει: «teneamus quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est».
Βέβαια δέν ἐπικρατεῖ στήν Ἐκκλησία ὡς εὐλογημένη πρακτική, ὁποιαδήποτε κακή συνήθεια.  Καί σ’αὐτό ἔχει δίκιο ὁ Ἅγιος Αὐγου στῖνος ὅταν λέει: «In Evangelio Dominus, Ego sum, inquit, veritas. Non dixit, Ego sum consuetudo » δηλ. στό Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀλήθεια», δέν εἶπε «Ἐγώ εἶμαι ἡ συνήθεια», καί ὁ ἅγιος Κυπριανός ὅταν λέει: «ἡ  ἀρχαιότης (δηλ. ἡ αρχαία συνήθεια) χωρίς ἀλήθεια εἶναι ἕνα παμπάλαιο σφάλμα».  Μ’ αὐτά πού λέγουν οἱ Πατέρες ἐννοοῦν ὅτι ὑπάρχουν κακές συνήθειες πού δέν μποροῦν νά ἰσχύσουν μέσα στήν Ἐκκλησία εἰς βάρος τῆς Ἀληθείας.
Ὁ  Α΄ κανόνας τῆς ἐν Σαρδικῇ τοπικῆς Συνόδου λέγει:  «Οὐ τοσοῦτον ἡ φαύλη συνήθεια, ὅσον ἡ βλαβερωτάτη τῶν πραγμάτων διαφθορά ἐξ αὐτῶν τῶν θεμελίων ἐστίν ἐκριζωτέα...».   Αὐτόν σχολιάζοντας ὁ ἅγιος Νικόδημος λέγει ὅτι «πρέπει νά ἀνατρέπεται μέν κάθε κακή καί ψυχοβλαβής συνήθεια, ....νά στερεώνεται δέ καί νά φυλάττεται κάθε συνήθεια καλή καί ὠφέλιμος».  Ἔτσι οἱ Κανόνες λειτουργοῦν διπλᾶ: ἐπικυρώνουν ἤ ἀνανεώνουν δηλ. κάμουν ἐνεργῆ  κάθε συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας, τή ζωντανή της Παράδοση πού εἶναι συμβατή μέ τήν ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, καί ἀκυρώνουν καί ἐκριζώνουν, ὡς καταστροφική τῆς ἀληθείας καί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, κάθε βλαβερή ἤ πονηρά συνήθεια τῶν ἀνθρώπων, συμβατή μέ τήν φιλαυτία καί τά πάθη.

Ἡ μή ἐπίκληση τῆς Παραδόσεως ὑπό τῶν Κανόνων δένσημαίνει αὐθαιρεσία ἀποφάσεων ἐκ μέρους τῶν Πατέρων

Ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀπουσία τῆς ἐπικλήσεως τῆς συνηθείας ἀπό τούς περισσοτέρους Κανόνες δέν σημαίνει αὐθαιρεσία στή λήψη άποφάσεως ὑπό τῶν Πατέρων.  Ἄλλοι Κανόνες μνημονεύουν τήν προϋπάρχουσα παράδοση, τή συνήθεια, ἤ τούς πατέρες ἤ τούς κανονικούς θεσμούς ἤ τάς «ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις ἤ τά παραδεδομένα» καί ἄλλοι ὄχι.
Ἔτσι ἐκριζώνει ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ Α΄ Κανόνος τῆς έν Σαρδικῆ τήν «φαύλη συνήθεια» νά μετατίθεται ὁ Ἐπίσκοπος ἀπό μικρή σέ μεγαλύτερη ἐπαρχία, ὁ Ε΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. τήν «πονηρά συνήθεια» νά χει ροτονοῦνται κληρικοί «διά δόσεως χρυσίου», ὁ ΛΒ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. τήν κακή συνήθεια τῶν Ἀρμενίων νά μήν ἀναμιγνύουν ὕδωρ μέ τόν οἶνο κατά τή Θεία εὐχαριστία, μιά συνήθεια πού «καινίζει τά παραδεδομένα» καί εἶναι ἀντίθετη ἀπό τή «θεόσδοτο τάξη» ἡ ὁποία «κρατεῖ» στήν Ἐκκλησία, ὁ 90ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. τήν κακή συνήθεια κάποιων χριστιανῶν νά γονατίζουν τήν Κυριακή, ὁ 99οςς τῆς ΣΤ΄ τήν ἰουδαϊκή συνήθεια νά προσφερουν οἱ Ἀρμένιοι χριστιανοί μέσα στό ἅγιο Βῆμα ψημένα κρέατα,  ὁ ΠΑ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. τήν συνήθεια νά προσθέτουν στόν Τρισάγιο Ὕμνο μετά τό «ἅγιος ἀθάνατος» τή φράση «ὁ σταυρωθείς δι’ ἡμᾶς», ὁ Ε΄ Ἀποστολικός, τή συνήθεια κάποιων κληρικῶν «προφάσει εὐλαβείας» νά διώχνουν τίς συζύγους τους, ὁ ΞΔ΄ τήν κακή συνήθεια τῆς νηστείας τοῦ Σαββάτου ὁ ΞΒ΄ τή συνήθεια νά φοροῦν οἱ χριστιανοί κωμικά προσωπεῖα τή Μ. Τεσσαρακοστή κ.λ.π.
Ἀπό τήν ἄλλη ὁ ΙΒ΄ Κανών τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς ἐπισφραγίζει τή συνήθεια τῆς ἀγαμίας τῶν ἐπισκόπων, ἀποβλέπων στήν ὠφέλεια τῶν πιστῶν. Ὁ Ζ΄ τῆς Β΄ Οἰκουμ. κατοχυρώνει κατά γράμμα τήν ἐκκλη σιαστική πράξη τῆς χρίσεως μέ τό Ἅγιο Μύρο «σφραγιζομένους... τῶ Ἁγίῳ Μύρῳ, τό τε μέτωπον καί τούς ὀφθαλμούς, καί τάς ρίνας καί τό στόμα καί τά ὦτα καί σφραγίζοντες αὐτούς λέγομεν Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου καί τῶν ἐξορκισμῶν: ἐξορκίζομεν αὐτούς μετά τό ἐμφυσᾶν τρίτον εἰς τό πρόσωπον καί εἰς τά ὦτα».  Μαζί μ’ αὐτά, μέ διασταλτική ἑρμηνεία ὁ Κανόνας αὐτός κατοχυρώνει καί ὅλη τήν ὑπό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων διαμορφωθεῖσα ἐν ἁγίῳ Πνεύματι Λατρεία τῆς Ορθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Ζ΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. ἀνανεώνει τό ἔθος τῶν ἐγκαινίων τῶν Ναῶν διά τῆς καταθέσεως μαρ τυρικῶν λειψάνων καί μ’ αὐτή τήν ἀφορμή ὁρίζει νά ἀνανεωθοῦν τά ἐκκλησιαστικά ἔθη καί νά «κρατοῦν» δηλ. νά ἰσχύουν «κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον θεσμοθεσίαν».  Τήν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησια στι κοῦ σώματος ἀπό τήν ἀταξία τῶν συμψαλλόντων ἀναδεικνύει ὁ ΙΕ΄ τῆς έν Λαοδικείᾳ ὁ ὁποῖος, ἀντίθετα ἀπό τήν διά τῆς βίας σήμερα ἐπιβαλλομένης συμψαλμωδίας, ἐπιτάσσει νά ψάλλουν στήν Ἐκκλησία μόνον οἱ κανονικοί ψάλτες καί μάλιστα «ἀπό διφθέρας» δηλ. μέσα ἀπό τά λειτουργικά καί μουσικά τους βιβλία.  Ὁ ΚΖ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. ἐπι κυρώνει τό ἐκ παραδόσεως ἔθος οἱ ἱερεῖς νά ἐνδύοντα ὄχι ἐνδύματα ἀνάρμοστα ἀλλά «στολαῖς κεχρήσθω ταῖς ἤδη τοῖς ἐν κλήρῳ καταλεγομένοις ἀπονεμηθείσαις».  Εἶναι πάλι ἀδιανόητο στήν Ἐκκλησία νά ἐξισώνονται κληρικοί καί λαϊκοί.  Γι’ αὐτό ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος τῶν λαϊκῶν στό ἅγιο θυσιαστήριο, πολλῷ μᾶλλον ἡ μετάδοσις τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἐντός αὐτοῦ κατά τόν ΞΘ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. καί τόν ΙΘ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ.  Ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες ἐπιτελοῦν καί μια ἄλλη λειτουργία.  Ἀναδεικνύουν τήν ὑπάρχουσα εὐ ρύτερη παράδοση.  Ἔτσι ἐπί τῆ βάσει τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ περί τοῦ ἀβάτου τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία ἐκτός τοῦ ἁγίου Βήματος σέ κοινή θέα θεα τρικοῦ τύπου, πάνω σέ τραπεζάκια, ὅπως τελεῖται σήμερα ἡ Θ. Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Αδελφοθέου, δῆθεν ἀρχαιο πρεπῶς, ἔχοντας ὑποστεῖ ποικίλες διορθώσεις - λέγε διαστρεβλώσεις (βλ. π. Βασιλείου Σπηλιοπούλου Ἡ λεγομένη Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου, ὁ Δούρειος Ἵππος τῆς «Λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», ww.orthros .org).

Ἡ ἐπανάληψη τῶν Ἱ. Κανόνων δηλώνει τή σταθερή καί βεβαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Ὑπάρχουν ἱεροί Κανόνες οἱ ὁποῖοι ἐπανέρχονται στά ἴδια θέματα καί ἐπιτάσσουν τά ἴδια, ὅπως οἱ Κανόνες πού ἀπαγορεύουν τίς συμπρο σευχές.  13 Κανόνες τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἐπί μέρους Πατέρων ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές (π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου Ἡ Συμπροσευχή μέ αἱρετικούς).  Σ’ αὐ τές διακρίνει κανείς τό φρόνημα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία ἀπό τούς λόγους τούς Κυρίου «προσέχετε ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν», τῶν ἁγίων Ἀποστόλων «εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» καί «εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῶ μή λεγετε» καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μέχρι τήν ἀποχώρηση τῶν ἱερέων καί λαϊκῶν κατά τή μνημόνευση τοῦ Πάπα στήν Κων/πολη μετά τήν ψευδο-ένωση Φερράρας – Φλωρεντίας, ἔχει τή συνείδηση ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὀντολογικῶς, αὐτοί πού δέν συνάπτονται μέ τόν Κύριο σέ ἕνα Σῶμα διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος νά συνάπτονται μέ τούς ὀρθοδόξως βαπτισμένους σέ κοινή προσευχή εἴτε κατ’ οἶκον εἰτε ἐπ’ ἐκκλησίας.  Γι’ αὐτό εἶναι ἀστασίαστη, δηλ. ἑνιαία, ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Συνόδων γιά τήν ἀπαγόρευση τῶν συμπροσευχῶν.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά κωλύματα τῆς ἱερωσύνης.  Ὀκτώ Ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν τή χειροτονία ὅσων ὑπέπεσαν σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα (ΚΕ΄ ,ΞΑ΄ Ἀποστ., Θ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμ.,  Νεοκαισ. Θ΄ Ι΄ Θεοφίλου Γ΄, Ε΄ ΣΤ΄ Οἰκουμ) ἤ ἀπαιτεῖ τήν καθαίρεση ἄν ὑπέπεσαν μετά τή χειροτονία σ’ αὐτά ἤ τά ὁμολόγησαν μετά.  Κι αὐτό γιατί αὐτή εἶ ναι ἡ συνείδηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀναφέρει ὁ Θ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμ.: «τό γάρ ἀνεπίληπτον ἐκδικεῖ ἡ Καθολική Ἐκκλησία».  Αὐτή ἡ συνείδησις τῇ διαρκῇ παρουσίᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος παραμένει στήν Ἐκκλησία ἡ αὐτή, σταθερή καί ἀμετακίνητη.  Εἶναι ἀδύνατο νά ἀποδεχθεῖ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀληθεῖς ποιμένες ὅσους ἐπέδειξαν μεμολυσμένο κι ἀκάθαρτο βίο ἔστω καί πρόσκαιρα, διότι πρέπει νά εἶναι καθαρός σέ ὅλα, «ἀνεπίληπτος» κατά τόν Ἀπόστολο, ὅποιος τελεῖ τήν ἀναίμακτη ἱερουργία ἀλλά καί τά ἄλλα μυστήρια καί ἔχει τήν ποιμαντική φροντίδα τοῦ λαοῦ.
Παρόμοιες εἶναι οἱ περιπτώσεις τῆς ἀπαγορεύσεως μεταθέσεως τῶν ἐπισκόπων καί τῆς καθαιρέσεως τῶν διά χρημάτων χειροτονηθέντων.   Ὅλα ἐκφράζουν τή διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως παραδίδεται διά μέσου τῶν γενεῶν διά τῆς χειροτονίας καί τῆς αὐθε ντικῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων.

Ἡ Παράδοσις, ὡς ζῶσα ἐμπειρία καί διαχρονική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ἐπεκτείνει σέ βάθος καί πλάτος τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων.

Ἐρχόμαστε τώρα σέ μιά ἄλλη πολύ λεπτή πτυχή τῆς ἐκκλησια στικῆς Παραδόσεως.   Ἡ Παράδοσις, ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, ἀφορᾶ καί ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἐπικυρώνεται, συγκεκριμενοποιεῖται καί λύνει κάθε παρανόηση καί παρεξήγηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.  Ὅμως ἡ δυναμική της δέν περιορίζεται στούς ἱερούς Κανόνες.  Μιλήσαμε γιά τήν ἄγραφη παράδοση ὡς βασικό παράγοντα στή διαμόρφωση τῶν Κανόνων.  Ἡ Ζ΄ Οἰ κουμ. Σύνοδος λέγει ὅτι πρέπει νά τηρεῖται στήν Ἐκκλησία ἡ «ἔγγραφος καί ἄγραφος θεσμοθεσία».  Πολλές φορές ἕνας μεταγενέστερος Κανόνας φανερώνει μιά προϋπάρχουσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας παράδοση, μάλιστα στή ρύμη τοῦ λόγου, ὅπως οἱ ΙΓ΄, ΙΔ΄, ΙΕ΄ τῆς Πρω τοδευτέρας Συνόδου (861) οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν ρητῶς ὡς ὑποχρεωτική τή μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου κατά τή Θ. Λειτουργία (πλήν τῶν περιπτώσεων ἀποτειχίσεώς του).  Αὐτό γινόταν ἀνέκαθεν, ἀλλά ἀναφέ ρεται τώρα γραπτῶς ἐπειδή παρέστη ἀνάγκη.   Ὅλη ἐπίσης ἡ λειτουργική ζωή, ἡ δομή τῶν ναῶν, τά ἄμφια τῶν κληρικῶν, ἡ ἁγιοκατάταξη κλπ. δέν ρυθμίζονται ἀπό Κανόνες, παρά μόνο περιστασιακά σέ περίπτωση ἀμφισβητήσεως.  Πολλές φορές πάλι κάποιος Κανόνας φέρων ἐν ἑαυτῷ τή σχετική Παράδοση ἀποτελεῖ τή βάση τήν πυξίδα γιά διεύρυνση τῆς παραδόσεως εἴτε μέ θέσπιση ἄλλου Κανόνος εἴτε ὄχι.  Ἔτσι ὁ ΞΘ΄ Ἀποστολικός καί ἄλλοι Κανόνες  ὁμιλοῦν περί τῆς νηστείας Τετάρτης, Παρασκευῆς καί Μ. Τεσσαρακοστῆς.  Ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει πλέον σταδιακά φέρει μέσα στή ζωή της καί ἀποτελεῖ καθολική παράδοση, τήν Τεσσαρακοστή τῶν Χριστουγέννων, τήν νηστεία τοῦ Δεκαπενταυγούστου καί τή νηστεία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.  Στόν Ε΄ Ἀποστολικόν φαίνεται ὅτι ὑπῆρχαν ἔγγαμοι ἐπίσκοποι. Στόν ΙΓ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. καθιερώνεται ἡ ἀγαμία τῶν ἐπισκόπων, πού ὑπῆρχε σχεδόν ὡς καθολική παράδοση (καί φαίνεται αὐτό ἀπό προσεκτική ἀνά γνωση τοῦ Κανόνος) ἀλλά τό κάμει ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος ἀποβλέπο ντας στήν προκοπή τῶν χριστιανῶν καί γιατί, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἔβλεπε «προκόπτουσαν τήν ἐκκλησίαν, καί ἀνθοῦσαν τήν πολιτείαν τῶν Χριστιανῶν εἰς τάς ἀρετάς».  Ἄλλο παράδειγμα: Σύμφωνα μέ τόν Ζ΄ ἀποστ. Κανόνα τό Πάσχα πρέπει νά ἑορτάζεται μετά τήν ἐαρινή ἰσημερία καί νά μήν συμπίπτει ὁ ἑορτασμός του μέ τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων.   Ὅμως ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση καθιέρωσε καί ἄλλες δύο προὑποθέσεις: α) νά τελεῖται τό Πάσχα ὕστερα ἀπό τήν πρώτη πανσέληνο τοῦ Μαρτίου πού θά τύχει μετά τήν ἰσημερία καί β) νά τελεῖται τήν  π ρ ώ τ η  Κυριακή μετά τήν πανσέληνο.   Ἡ παράδοσις αὐτή δηλ. ἡ ἔγγραφος τοῦ Κανόνος καί ἡ ἄγραφος ὑπό τῶν Πατέρων τηρεῖται καί πρέπει νά τηρεῖται.  Τό Κανόνιο τοῦ Πάσχα, ὁ τρό πος γιά νά εὑρίσκεται τό  Πάσχα εἶναι καθιερωμένο ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμ. Σύνοδο  καί δέν δικαιοῦται κανείς νά τό παραβεῖ, οὔτε νά καθιερώσει σταθερή ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα γιά νά τό γιορτάζουμε μαζί μέ τούς αἱρετικούς, ὅπως γιά πολλές δεκαετίες προσπαθοῦν νά τό ἐπιβάλλουν οἱ οἰκουμενιστές.  Κι ἄλλο παράδειγμα: ὁ ΝΔ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμ. ὁμιλεῖ περί τῶν ἀθέσμων καί ἐμποδισμένων γάμων καί ἀπαγο ρεύει τούς γάμους μέχρι δ΄ βαθμοῦ ἐξ αἵματος καί ἐξ ἀγχιστείας.  Ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἐπεξέτεινε τόν Κανόνα ἐμποδίζοντας τούς γάμους μέχρι καί τόν ζ΄ βαθμό.  Καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος συνέταξε εἰδική διδασκαλία περί συνοικεσίων δηλ. περί τῶν ἐπιτρεπομένων καί ἀπαγο ρευμένων γάμων.
Στό θέμα τῶν ἐν ἀφέδρῳ γυναικῶν, ἐπειδή ὑπάρχει πολεμική γιά τή θέση τους στή λατρείᾳ ἀπό τό φεμινιστικό καί τόν νεοεποχήτικο λειτουργιολογικό χῶρο, ἄς γνωρίζουμε ὅτι ἔχουμε τή ζωντανή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.  Διαμαρτύρονται οἱ μοντέρνοι θεολόγοι για τί ἡ Ἐκκλησία ἐπιβάλλει στίς γυναῖκες πού ἔχουν τά καταμήνια νά μή κοινωνοῦν, νά μήν ἀσπάζονται τίς εἰκόνες κλπ. καί γιατί διαβάζουμε εὐχές στίς λεχῶνες τήν α΄ ἡμέρα καί κατά τό σαραντισμό.  Λέγουν ὅτι εἶναι εὐχές μεταγενέστερες σύμφωνα μέ τά χειρόγραφα.  Δέν θέλουμε ἐδῶ νά ἀσχοληθοῦμε μέ τή δεοντολογία τῆς ἀναγνώσεως, ἀλλά μόνο μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔρχεται ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία.  Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀλεξανδρείας, ἱερομάρτυς, ἐν μέσω διωγμῶν (περί τό 240 μ.Χ) ἐρωτηθείς ἄν μποροῦν νά εἰσέρχο νται στό ναό οἱ γυναῖκες πού εὑρίσκονται στήν ἔμμηνο ρύση ἀπαντᾶ ὅτι «εἶναι περιττό καί νά ρωτᾶ κανείς γιατί,νομίζω» γράφει «ὅτι αὐτές ἀπό μόνες τους ἄν εἶναι πιστές καί εὐλαβεῖς, ὅταν βρίσκονται σ’ αὐτή τήν κατάσταση δέν θά τολμήσουν νά πλησιάσουν στήν ἁγία τράπεζα ἤ νά μεταλάβουν τά ἄχραντα μυστήρια».  Καί εἶναι αὐτά πού γράφει ὁ Β΄ Κανόνας του ἐπικυρωμένα ἀπό τήν ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Δέν εἶναι δύσκολο κανείς νά καταλάβει ὅτι ὁ Ἅγιος μεταφέρει ἐδῶ, μάλιστα μέ τή φράση «πιστάς οὔσας καί εὐλαβεῖς», ὅλη τή ζῶσα παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ὄχι, ὅπως λένε καί γράφουν οἱ ἀνόσιοι καί ἀδαεῖς, ἰουδαϊκές προκαταλήψεις.  Παρόμοια λέγει καί ὁ Ἅγιος Τιμόθεος Ἀλεξανδρείας, ἕνας ἐκ τῶν Πατέρων τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέγει ἐπιπλέον ὅτι ἡ γυναῖκα ὅταν βρίσκεται στήν κατάσταση αὐτή ἔστω κι ἄν ἔχει κατηχηθεῖ καί ἑτοιμάζεται νά βαπτισθεῖ πρέπει νά ἀναβάλλει τή βάπτισή της μέχρι νά καθαρισθεῖ.   Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπόν στήν γυναῖκα πού γέννησε, τήν ταλαιπωρημένη ἀπό τή λοχεία καί τή ρύση αἵματος, προσφέρει τίς εὐχές της καί τήν πρώτη μέρα τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ καί στά σαράντα,  μόλις παύσει αὐτή ἡ λειτουργία καί νοιώθει ὅτι ἀ νακτᾶ τίς δυνάμεις της καί ζητᾶ ἀπό τόν Θεό τήν ἴαση καί τήν κάθαρσή της ἀπό «τό σωματικό ρύπο» καί τόν «σπίλο τῆς ψυχῆς».  Ζητᾶ τή σκέπη τῶν ἁγίων Ἀγγέλων.  Καί βλέπουμε ἐδῶ τή συνέχεια καί τήν ἐπέκταση τῆς παραδόσεως, πού στηρίζεται στούς κανόνες τῶν ἁγίων Πατέρων καί δέν ἀφήνει ἔτσι τίς μητέρες καί ἁπλώνει δράση εὐεργετική τῆς θείας Χάριτος στά νεογνά καί τίς μητέρες τους.  Καί γιά ὅποιους δέν μποροῦν πράγματι ἤ δέν θέλουν νά καταλάβουν  παραθέτουμε τά λόγια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου: «ἡμεῖς ἕνα χρέος ἀπαραίτητον ἔχομεν νά ὑπακούωμεν καί νά ἀκολου θοῦμεν εἰς τούς Κανόνας μέ ἀδιάκριτον ὑπακοήν καί ὄχι νά καθήμεθα κριταί καί ἐξετασταί τῶν ὑπό τοῦ Πνεύματος προστεταγμένων, διά τί τοῦτο, καί διά τί ἐκεῖνο λέγοντες, ἵνα μή ὑποπέσωμεν εἰς τά φρικωδέστατα ἐπιτίμια τῶν παραβαινόντων τούς Κανόνας».
Τελευταῖο παράδειγμα ἰσχύος τῆς ἀγράφου παραδόσεως εἶναι ἡ νηστεία πρό τῆς Θ. Κοινωνίας.  Ὑπάρχει ἡ μοντέρνα, καταφρονητική τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων, διδασκαλία καί τακτική νά μήν προηγεῖται νηστεία πρίν κοινωνήσουμε!  Ἄν καί δέν ὑπάρχει ἱερός Κανόνας σχετικός, ὅλοι γνωρίζουμε ἀπό τήν καθολικά ἀποδεκτή παράδοση τῆς ἁπανταχοῦ ὀρθοδοξίας ὅτι ἀπαιτεῖται τοὐλάχιστον μία ἡμέρα νηστείας καί ἐγκρατείας, ὡς προετοιμασία γιά τή θεία Μετάληψη ἀκόμη κι ἄν νηστεύει κανείς ὅλες τίς καθιερωμένες νηστεῖες.

Τό εὖρος τῆς Παραδόσεως.  Οἱ Ἱ. Κανόνες πυξίδες ἀσφαλεῖς γιά τήν εὐταξία τῆς Καθόλου Ἐκκλησίας καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή τῶν πιστῶν

Μέ ὅσα εἴπαμε γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική Παράδοσις, ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καλύπτει ἕνα τεράστιο χρονικό ἄνυσμα πού ξεκινᾶ ἀπό τήν Π.Δ. τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἀποστό λων στήν Κ.Δ.  διαπερνᾶ δηλ. τήν Ἁγία Γραφή, τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, τούς ἱερούς Κανόνες καί ἐκτείνεται μέ βάση αὐτούς μέ ἀναλογική καί διασταλτική ἑρμηνεία πέρα ἀπ’ αὐτούς ἐκβάλλοντας στήν καθημερινή ἐκκλησιαστική ζωή καί γινόμενη ἀποδεκτή ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς σήμερα.   Ἡ Παράδοση ἔχει ἐπίσης ἕνα βάθος καί ποιότητα λεπτή πού σχετίζεται μέ τίς μεθόδους θεραπείας τῆς ψυ χῆς καί τήν κατά Θεόν, εὐαγγελική εἰρήνευση τῶν τοπικῶν Ἐκκλη σιῶν καί ἕνα πλάτος πού ἐκτείνεται σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς προσω πικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς ἀλλά καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, στήν ποιμαντική, στήν ὀργάνωση καί τή λατρεία τῆς  Ἐκκλησίας καί δι’αὐτῆς μεταφέρεται, γιά νά θυμηθοῦμε τόν π. Ἰουστῖνο, «πᾶν ὅ,τι εἶναι ἀνα γ καῖον διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων καί διά τήν αἰώνιόν των ζωήν, ἐν τῷ παρόντι καί ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι....».  Καί ὅλα αὐτά τά «ἀνα γ καῖα» διασώζονται ἀκέραια καί ἀσφαλῆ καί ἑρμηνεύονται στήν πράξη  διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά θυμηθοῦμε τόν Λόσκυ («Παράδοσις εἶναι ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, μεταδίδοντος εἰς πᾶν μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ νά ἐννοήσῃ, δεχθῇ καί γνωρίση τήν Ἀλήθειαν ἐν τῷ ἰδίῳ Αὐτῆς Φωτί...») καί τόν Φλωρόφσκυ («παράδοσις εἶναι ἡ διαρκής παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κινεῖ τήν Ἐκκλησία σέ ὁλοένα καί πληρέστερη κατανόηση τῆς θείας ἀλήθειας ἀπό δόξης εἰς δόξαν»).   Ἐκεῖνο πού πρέπει νά εἰπωθεῖ μέ σαφήνεια σέ σχέση μέ τούς Κανόνες εἶναι ὅτι αὐτοί μαζί μέ τούς δογματικούς  Ὅ ρους σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο περιχαρακώνουν τίς ἱερές ἀλή θειες ἀπό τά σοφίσματα τῶν κακοδόξων.  Κάνουν ὁρατή, συγκεκριμένη τήν Ἱερά Παράδοση, τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτυπώνουν στό χαρτί, στή μνήμη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος καί στήν καρδιά ἑκάστου τῶν  Ὀρθοδόξων τήν πίστη καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.  Οἱ Ἱεροί Κανόνες διαλύουν κάθε ἀμφιβολία περί τοῦ πρακτέου, περί τοῦ ἀληθοῦς «νοῦ» καί τοῦ σκοποῦ τῆς ἁγίας Γραφῆς εἰδικά σέ σοβαρά, κομβικά θέματα καί ἀποτελοῦν πυξίδες πού χαράζουν πορεία γιά τήν ἀντιμετώπιση καί ἄλλων μερικοτέρων θεμάτων καί λυδία λίθο γιά νά ἐξετάζεται ἡ γνησιότητα τῶν παραδόσεων.  Οἱ λύσεις, ἡ πρακτική πού ἀκολουθεῖται γιά τά θέματα αὐτά ἔστω κι ἄν δέν καταγράφεται σέ Κανόνες ἔχει καθολική ἰσχύ στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.  Αὐτό τό ἐπιτυγχάνουν ἐπειδή ἔχουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες ἀρχές, ὡρισμένη «φιλοσοφία», τό νοῦ, τίς ἀρχές καί τή φιλοσοφία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ σκοπός τῶν Ἱ. Κανόνων εἶναι ταυτόσημος μέ τό σκοπό τοῦ    Εὐαγγελίου, δηλ. ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μέσῳ τῆς ὀρθῆς πίστεως στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Ἁγία Τριάδα καί τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.  Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό φάρμακο τῆς σωτηρίας.  Ὅποιος θέλει νά σωθεῖ πρέπει νά ἄρῃ τόν σταυρό του καί νά ἀκολουθήσει τό Χριστό.  Ποιμένες καί ποιμαινόμενοι πρέπει νά ἀκολουθοῦν τόν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, χωρίς προφάσεις, ὅπως ἑρμη νεύεται ὑπό τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων.  Ὅποιος δέν ἀκολουθεῖ παρά τίς συστάσεις τῶν ποιμένων νουθετεῖται καί ἐπιτιμᾶται. Ἐδῶ ὑπει σέρχεται ἡ λειτουργία τῶν Ἱερῶν Κανόνων.  Ἄν ὁ χριστιανός ἐπιμένει στό δικό του θέλημα καί τήν ἁμαρτία,  πρός καιρόν ἀπομακρύνεται ἀ πό τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας καί ἐάν μένει ἀδιόρθωτος ἐκβάλλεται ἀπό τήν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά μήν βλάψει καί τά ὑπόλοιπα λογικά πρόβατα.  Ἄν διαβάσουμε προσεκτικά τήν Καινή Διαθήκη θά δοῦμε τή στάση τοῦ Κυρίου πρός τούς ἀποστόλους καί τῶν ἀποστόλων πρός ἀλλήλους καί πρός τούς πιστούς, καί θά κατανοήσουμε ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες ἀκολουθοῦν τήν ἴδια πορεία.

Ἡ σύγχρονη προσπάθεια ἀθετήσεως τῆς Παραδόσεως καί τῶν Ἱ. Κανόνων


Ἄν ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, ὅπως καί ἔχουν, ἄς προσπαθήσουμε νά καταλάβουμε τί σημαίνει ἡ σημερινή ἤ μᾶλλον ἡ ἀπό τό 1923 μέ τό λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο ἀρξαμένη προσπάθεια ἀνατροπῆς τῆς κανονικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας.  Ἔγινε τότε, γίνεται καί τώρα προσπάθεια καταργήσεως ἤ ἀκυρώσεως πολλῶν κανόνων, τροποποιήσεως κλπ.  Γιά ποιούς λόγους; Διότι, λέγουν οἱ θιασῶτες τῆς ἀνατροπῆς, συγκεκριμένα ὁ συγγραφεύς τοῦ βιβλίου «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων»: «Ἡ  Ἐκκλησία ἐφ’ ὅσον μετεβλήθησαν ἐν πολλοῖς αἱ ἀνάγκαι τῶν τέκνων αὐτῆς, ὄχι μόνον δύναται ἀλλά καί ὀφείλει νά προσαρμόσῃ πρός τάς νέας ταύτας ἀνάγκας τήν νομοθεσίαν αὐτῆς, ἀφ’ ἑνός μέν τροποποιοῦσα ἤ καί καταργοῦσα τούς εἰς ἀχρηστίαν περιελθόντας καί ἀνεφαρμόστους καταστάντας κανόνας, ἀφ’ ἐτέρου δέ προβαινουσα εἰς τήν θέσπισιν νέων κατά τάς σημερινάς ἀνάγκας τῶν πιστῶν» (Οἰκουμ. Πατριάρχου Βαρθολομαίου «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων σ. 19).  Πρόκειται γιά μιά λάθος ἀπ’ ἀρχῆς ἕως τέλους τοποθέτηση.  Πουθενά ὁ Εὐαγγελικός λόγος δέν ὁμιλεῖ γιά «προσαρμογές» σύμφωνα μέ τήν μεταβολή ἀναγκῶν.  Πουθενά οἱ Ἱεροί Κανόνες δέν ὁμιλοῦν γιά κατάργηση καί τροποποίηση προγενεστέρων τους Κανόνων, Κανόνων πού ἔχουν τή σφραγίδα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε γιά νομοθεσία  τῆς Ἐκκλησίας πού θεσπίζει νέους κανόνες γιά νέες ἀνάγκες, ἀντίθετες ἀπό τίς ἕως τώρα. Οἱ τυχόν καινούργιες ἀνάγκες, ἀνάγκες γιά τήν καλλίτερη κανονική ὀργάνωση καί διαποίμανση ἄν ποτέ χρειασθεῖ νά ρυθμισθοῦν, ὅπως ἔγινε καί παλαιότερα, πρέπει νά ἔχουν ὡς θεμέλιο τούς πρό αὐτῶν Ἱερούς Κανόνες καί τήν ζῶσα παράδοση.  Προφανῶς ὁ συγγραφεύς δέν ἔχει κατανοήσει ὅτι ὅσα θεσπίζουν οἱ Ἱ. Κανόνες δέν εἶναι «νομοθεσία» κοσμική, ἀλλά ἀπόσταγμα τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρίας, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων καί τοῦ καθόλου  Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἀθετώντας αὐτούς, ἀθετοῦμε τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία.  Οἱ Ἱεροί Κανόνες ἐπί τῆς οὐσίας τους βασίζονται στήν ὀρθόδοξη ἀνθρω πολογία καί σωτηριολογία.  Ἔχουν ὡς ὑπόβαθρο τή διδασκαλία περί δημιουργίας, πτώσεως καί ὑποταγῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία, τή φθορά καί τό θάνατο και ἐπίσης τήν ἀποκατάσταση ἐν Χριστῷ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τή σωτηρία διά τῶν μυστηρίων, τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀσκήσεως.  Ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ἁμαρτία παραμένουν ἴδια, ἀλλά καί ἡ σωτηρία καί τά θεραπευτικά φάρμακα, ὅπως τά ἐβίωσε στήν Παραδοσή της καί τά θεσμοθέτησε στούς Κανόνες της ἡ Ἐκκλησία παραμένουν τά αὐτά. Ἴδιες οἱ ἀρρώ στειες, ἴδια καί τά φάρμακα.  Γι’ αὐτό οἱ  Ἱεροί Κανόνες δέν ἔχουν καθόλου μά καθόλου, ἐπαναλαμβάνω ὅσον ἀφορᾶ τόν πυρῆνα τους, τό οὐσιαστικό τους περιεχόμενο καιρικό χαρακτῆρα.
Ἐπειδή στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε σέ ἀπόψεις ἐπισκόπων θέλουμε νά ἐξηγήσουμε ὅτι αὐτό δέ γίνεται πρός ἔλεγχο τῶν ἰδίων, ἀλλά πρός ἔλεγχο τῶν ἀπόψεών τους σύμφωνα μέ ὅσα λέγει ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ τήν ἀποφυγή ἐλέγχου τῶν ἐπι σκόπων καί καταλήγει: «Τό πρᾶγμα, βεβαίως, ἀλλάσσει ὅταν πρόκειται περί παραβάσεως Ἱ. Κανόνων καί ὅταν ὁ ἔλεγχος ἀσκῆται μέ ἀγάπην γνῶσιν καί διάκρισιν» (Ἀθωνικά Ἄνθη σ. 262).  Γιά νά ἀπο δείξουμε λοιπόν τά προλεχθέντα παραθέτουμε τή γνώμη κληρικοῦ πού συμμετεῖχε σέ πανορθόδοξες διασκέψεις γιά τό θέμα τῶν συμπρο σευχῶν: «... δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τρο ποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους.  Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά τήν τελικήν ἕνωσιν» (Συνοδικά VII, Ὀρθ. Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαμπεζί Γενεύης 1994, σ. 73).  Ποιά εἶναι ἄραγε ἡ καινούργια «ἀνάγ κη» πού προέκυψε στούς πιστούς καί ἐπιβάλλει τήν συμπροσευχή μέ τούς αἱρετικούς, ὅταν σύμπασα ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων ὡς σήμερα τή θεωρεῖ ἀδιανόητη;  Ἡ παρανομία τῶν συμπροσευχομένων μέ αἱρετικούς ἀντί νά ἐλεγχθεῖ ὑπό τῶν Κανόνων καί τῶν τεταγμένων πρός τήρηση τῶν Κανόνων ὀργάνων, πρέπει νά γίνει νόμος καί νά ποδοπατηθοῦν οἱ Κανόνες τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων;  Δέν πρόκειται λοιπόν γιά ἀλλαγή ἀναγκῶν ἀλλά γιά ἀλλαγή νοοτροπίας πού ἐκκλίνει πρός ἄμβλυνση τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως.
            Αὐτές οἱ ἀντορθόδοξες, ἀθεολόγητες ἀπόψεις δέν γράφονται μόνο στά βιβλία καί τά περιοδικά, ἀλλά διατυπώνονται ἀπό ἐπισκόπους ἀπεσταλμένους στά κατασκευασμένα θεσμικά ὄργανα, ὅπως πχ. εἶναι οἱ ἐπιτροπές καί οἱ λεγόμενες προσυνοδικές διασκέψεις πού προετοιμάζουν τή λεγομένη Μεγάλη καί ἁγία Σύνοδο.  Σ’ αὐτήν σκοπεύουν ἐ κτός ἀπό τή λύση διοικητικῶν ζητημάτων, ὅπως τῆς κανονικῆς ὀργα νώσεως τῆς Διασπορᾶς νά ἐπιβάλλουν καί τήν κατεδάφιση τῶν νη στει ῶν, τῶν κωλυμάτων γάμου, τοῦ Πασχαλίου κλπ.  Ἀναφέρουμε μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τή Β΄ προσυνοδική διάσκεψη (1982).  Κατ’ αὐτήν ὁ μητροπολίτης Χ διαμαρτύρεται γιά τήν προηγηθεῖσα εἰσή γηση: « Ἐκ τῆς ὑποβληθείσης... εἰσηγητικῆς ἐκθέσεως καταφαίνεται ὅτι οὐδέν νέον ἐπετεύχθη, ἀλλ’ ὅτι ἐπανερχόμεθα εἰς τούς ἐν ἰσχύϊ, κατά πάντας σεβαστούς Κανόνας.  Ἐάν δέ ἤλθομεν διά νά ἐπαναλάβω μεν τά ἴδια, διατί ἤλθομεν;  ... Δικαιολογούμεθα ὅτι ὑπάρχει ἡ κοινή γνώ μη, τό πλήρωμα , ὅμως καί ἡμεῖς πρέπει νά ἔχωμεν τό θάρρος... νά εἴπωμεν εἰς τόν λαόν τί πιστεύομεν» (Συνοδικά VII Γενεύη 1994, σ.131) καί πιό κάτω, ὁ ἴδιος: «Ὁ γάμος μετά τήν χειροτονίαν τῶν κληρικῶν εἶναι θέμα, τό ὁποῖον οὐδείς δύναται νά ἐμποδίσῃ τήν Ἐκκλησίαν νά τό ἐξετάσῃ.  Καί θεολογικῶς ἀκόμη.  Βεβαίως θά παρα βῶμεν τούς Κανόνας. ‘Υπάρχει μία παράδοσις, ἀλλ’ αὕτη, νομίζω, δέν στηρίζεται ἐπί τοῦ δόγματος» (ὡς ἄνω).  Καί ἄλλος ἐπίσκοπος Ψ σέ σχέση μέ τήν εἰσήγηση περί ἀναπροσαρμογῆς τῶν διατάξεων περί νηστείας, ἐπειδή πολλοί ἐπίσκοποι ἀντέδρασαν στήν τροποποιήση τῶν νηστειῶν εἶπε: «Τυγχάνει παγκοίνως γνωστό ὅτι πλεῖστοι λαϊκοί δέν ἐφαρμόζουν τάς περί νηστείας διατάξεις.  Καί ὄχι μόνον αὐτοί ἀλλά και πολλοί κληρικοί καί ἐπίσκοποι ἀκόμη.  Διατί νά μήν ἔχωμεν τό θάρρος να τό ὀμολογήσωμεν παρά νά ἀκολουθῶμεν τήν τακτικήν τῆς στρου θοκαμήλου;  Ἐνώπιον τοιούτων διαγραφομένων τάσεων (δηλ. ἐννοεῖ περί μή ἀλλαγῆς τῆς παραδόσεως τῶν νηστειῶν) ἐπανα λαμβάνω καί ἐγώ ὅτι σήμερον δυστυχῶς ἡ Ἐκκλησία ὁδηγεῖται εἰς νέον μεσαίωνα» (ὡς ἄνω σ. 169).  Καί τρίτος ἐπίσκοπος Ω: «Ἡ ἐκκλησία εἶναι ὑπεράνω τῆς Βίβλου, ὑπεράνω τῆς Παραδόσεως, ὑπεράνω τῶν Κανόνων.  Τό πᾶν εἶναι ἡ Ἐκκλησία.  Ὡς ἐκ τούτου δύναται νά ἀνα θεωρήσῃ τούς περί νηστείας κανόνας, ἐφ’ὅσον αὕτη ἠκολούθησεν μίαν ἐξελικτικήν ἐπί τά πρόσω πορείαν.  Ὅ, τι ἰσχύει διά τήν χρονικήν ἐπέκτασιν τῆς νηστείας, τοῦτο ἐξ ἀντιθέτου, ἰσχύει καί διά τήν σμίκρυνσιν τῆς διαρκείας αὐτῆς» (σ. 176).  Ἀντιλαμβάνεται κανείς ἐκ τῶν ἀνωτέρω ὅτι οἱ ἐν λόγῳ ἐπίσκοποι ἔχουν ἐσφαλμένη ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας, Παραδόσεως καί Κανόνων.  Θεωροῦν ἑαυτούς καί μόνον, οὔτε κἄν ὅλους τούς ἐπισκόπους, ὡς Ἐκκλησία·  τήν Παράδοση ὡς ἕνα σύνολο συνηθειῶν πού μεταφέροντες ὡς ἀναγκαστικό βάρος ἀπό γενιά σέ γενιά καί τούς Ἱερούς Κανόνες ὡς ἀνθρώπινα-θρησκευτικά νομοθετήματα πού μποροῦν νά ὑποκατασταθοῦν ἀπό ἄλλα πιό βολικά, πιό συμβατά ὄχι μέ τό Εὐαγγέλιο ἀλλά μέ τή νοοτροπία καί τίς ψευδο-α νάγκες τοῦ ἐκκοσμικευμένου ἀνθρώπου.
            Καταλαβαίνω τήν ἀγωνία τῶν ἐπισκόπων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν νά προσφέρουν μέ τή συνοδική τους συμβολή τό καλλίτερο γιά τήν Ἐκκλησία.  Θά πρότεινα νά ξανακοιτάξουν τίς προτάσεις τοῦ π.  Ἰουστίνου Πόποβιτς γιά μιά μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο,  δηλ. τό θέμα τῆς Διασπορᾶς, πού εἶναι θέμα πρός συζήτηση  καί τό θέμα: «Οἰκουμενισμός». «Τό θέμα τοῦτο» γράφει ὁ μακαριστός γέροντας «ὃπως ἐξ ἄλλου καί τό θέμα τῆς Διασπορᾶς εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα  ἐ κ κ λ η σ ι ο λ ο γ ι κ ό ν   θ έ μ α, καθ᾿  ὃτι ἀναφέρεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν ὡς ἓνα καί ἑνιαῖον καί μοναδικόν θεανθρώπινον ὀργα νι σμόν, τόν ὁποῖον ὁ συγκρητισμός τοῦ συγχρόνου οἰκουμενισμοῦ θέτει ὑπό ἀμφισβήτησιν».  Στά θέματα αὐτά θά μποροῦσε νά προστεθεῖ ἡ πρόταση γιά καταδίκη τῆς λεγομένης «Λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως» πού μεθοδεύει τήν ἀλλοίωση ὅλης τῆς λειτουργικῆς Παραδόσεως, τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, τοῦ τρόπου ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, τῆς ἱερατικῆς ἀμφιέσεως τήν κατάργηση τοῦ ἱεροῦ τέμπλου κ.λ.π.  Δείκτης πρός αὐτή τήν κατεύθυνση  τό πνεῦμα τοῦ Ζ΄ Κανόνος τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ νά ἀνανεωθοῦν τά ἐκκλησιαστικά ἔθη καί νά «κρατοῦν» δηλ. νά ἰσχύουν «κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον θεσμοθεσίαν».  Μποροῦν ἐπίσης κατά τό πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων, νά προτείνουν θεσμοθέτηση Κανόνος πού νά ἐπισφραγίζει τήν ὡς τώρα κυρίαρχη ἄγραφη παράδοση τῶν νηστειῶν Χριστουγέννων, Ἁγίων Ἀποστόλων καί Δεκαπενταυγούστου.

 

Ἐπικαιροποίηση τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί τῶν Κανόνων. Συμπεράσματα γιά τή ζωή τῶν χριστιανῶν.

 Ὑπάρχει μεγάλη ἀποστασία τῶν ἀνθρώπων ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δεῖγμα τῶν ἐσχατολογικῶν χρόνων μας.  Αὐτό τό πνεῦμα διαποτίζει ὅλη τήν πολιτική, τήν κοινωνική ζωή, τά ΜΜΕ καί γίνεται βίωμα ἀποδεκτό ἀπό πάρα πολλούς ἀνθρώπους.  Εἰσέρχεται καί στούς ἀνθρώπους τῆς  Ἐκκλησίας καί προβληματίζει κι αὐτούς ἄν βαδίζοντας στή ζωή τους σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο καί τήν παραδεδομένη ἀπό τήν Ἐκκλησία ζωή βρίσκονται στό σωστό δρόμο.  Aὐτό ἐκμεταλ λεύονται οἱ δυνάμεις τῆς Ν. Ἐποχῆς πού εἰσχώρησαν στήν Ἐκκλησία μέ δικούς της ἀνθρώπους σέ ὅλα τά ἐπίπεδα και τούς χώρους.  Αὐτοί ἐνσπείρουν ἀμφιβολίες μέσῳ μιᾶς ψευδοεπιστήμης καί προσπαθοῦν νά δώσουν δικές τους ἀντιευαγγελικές καί ἀντορθόδοξες ἑρμηνεῖες ἀντί θετες ἀπό τό ὀρθόδοξο ἦθος πού εἶναι ἀποθησαυρισμένο στήν Ἐκ κλη σία καί τό ὁποῖο ἀκολουθοῦν οἱ χριστιανοί πού ἐπιθυμοῦν τή σωτηρία τους.   Τά μηνύματα τῶν νεοεποχιτῶν καί τά ἐπιχειρήματά τους εἶναι ἁπλᾶ καί χονδροειδῆ καθώς ἀπευθύνονται στούς πολλούς καί δέν θέλουν νά τούς προβληματίζουν. Μηνύματα γιά ἀλλαγή τῆς Ἐκκλησίας πρός τά ἔξω: «ἄνοιγμα» τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀγκαλιάσει τόν κόσμο. Κάτω ἡ ἀπομόνωση!  Σεβασμός ὄχι μόνο στά πρόσωπα τῶν ἑτεροδό ξων και ἑτεροθρήσκων ἀλλά καί στά πιστεύματά τους.  Διάλογος γιά νά τά βροῦμε. Μηνύματα γιά ἀλλαγή πρός τά μέσα:   Κατανόηση τῆς ἀ δυναμίας τοῦ ἀνθρώπου καί «ἀγάπη». Κάτω οἱ ἀπαγορεύσεις στήν ἁμαρτία, οἱ πολλές νηστεῖες καί οἱ πολλές προσευχές, ναί στούς γάμους τῶν κληρικῶν καί τῶν μοναχῶν καί ἐρωτοτροπία μέ ἰδέες πού προωθοῦν τή χειροτονία γυναικῶν.  Μέθοδος: Κάτω ἡ παράδοση καί ἡ κριτική σκέψη. Καί τό κυριώτερο «ἀγάπη πρός ὅλους».  Ἔχει ἐδῶ πολύ ἐνδιαφέρον ἡ κατάργηση τῆς σκέψεως καί ἡ καλλιέργεια τῆς λεγομένης «συναισθηματικῆς νοημοσύνης» μιά μέθοδος τῆς Ν. Ἐποχῆς ἡ ὁποία ἀφήνει στήν ἄκρη τόν λόγο, ὁ ὁποῖος ἐπεξεργάζεται κάθε πρόταση καί ἐρέθισμα καί βομβαρδίζει τό θυμικό, τό συναισθηματικό μέρος τῆς ψυχῆς μέ ἄνευ ὁρίων ἀνοχή, ψευδοαγάπη πρός ὅλους καί ὅλα, συνεργασία πρός κάθε κέλευσμα τῆς Ν. Ἐποχῆς. (βλ. Δάφνης Βαρβιτσιώτη, Νέα Ἐποχή)   Ὅπλα: Κατασκευή συλλογικῶν ὀργάνων πού προωθοῦν αὐτές τίς ἀπόψεις, τρομοκράτηση καί κατασυκοφάντηση τῶν ἀντιφρο νούντων καθώς καί περιοδικά, συνέδρια, ΜΜΕ ἄφθονα γιά τήν προπαγάνδα τους.
Μέσα στό ζοφερό αὐτό κλῖμα νοιώθει κανείς ὅτι κλυδωνίζεται τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ὅλα χάνονται.   Ἔχουμε ὅμως και ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ὅπλα ἀκαταμάχητα, ἀμυντικά καί ἐπιθετικά, ἀρκεῖ νά μένουμε σταθεροί καί νά τά ἔχουμε εὔκαιρα στόν ἀγῶνα μας: Τό Εὐ αγγέλιο, τούς  Ἀποστόλους, τούς  Ἁγίους, τήν Παράδοση τῆς  Ἐκ κλησίας καί τούς Ἱερούς Κανόνες, ὅπως τούς ἐρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στό «Πηδάλιό» του.  Πρέπει νά βεβαιωνόμαστε κάθε στιγμή γιά τήν κατά τό δυνατόν ταύτιση τῆς πίστεώς μας, τῶν ἰδεῶν μας, τῶν πράξεων καί τῶν λόγων μας μέ αὐτά.  Ἄν θεωροῦμε ἑαυτούς χριστιανούς τότε πιστεύουμε ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου.  Καί  αὐτό τό κάνει γιά κάθε θέμα πίστεως καί ἤθους διά τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων. Χρησιμοποιώντας τόν ὀρθό λόγο πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀναβαπτισμένο ὅμως στήν εὐαγγελική διδασκαλία διαπιστώνουμε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σέ κάθε περίπτωση, ὅπως αὐτό βιοῦται στήν Παράδοση στή σάρκα τῆς Ἐκκλησίας, στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.  Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Παράδοση πού ἄλλοτε καταγράφεται καί σφραγίζεται διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί ἄλλοτε παραμένει ἄγραφη στή μνήμη τῆς Ἐκκλησίας δηλ. στή ζωή τῶν πιστῶν.  Κι αὐτή ἡ ἄγραφη παράδοση, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, μαζί μέ τήν ἔγγραφη «τήν αὐτήν ἰσχύν ἔχει πρός τήν εὐσέ βειαν...», καί κανείς, συνεχίζει, δέν μπορεῖ νά πεῖ τό ἀντίθετο, ἄν βέβαια ἔχει ἔστω καί τήν παραμικρή πεῖρα τῶν ἐκκλησιαστικῶν θε σμῶν.    Αὐτή τήν εὐσέβεια πρός τήν Παραδόση καί τούς  Ἱερούς Κανόνες πρέπει νά τηροῦμε ὡς θεμέλιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, γιά νά ἀποφύγουμε τή σύγχυση περί τήν ἀλήθεια πού προκύπτει ἀπό τόν καταιγισμό ἀντιχρίστων καί ἀντορθοδόξων ἰδεῶν, πού δυστυχῶς διαχέονται σήμερα μέ ἀπεριόριστο θράσος στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ θεραπευτική τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἐφημερίου Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου


Ἡ παροῦσα ἡμερίδα συμπτωματικά συνδέεται μέ τήν προηγηθεῖσα συνάντηση τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Παπικῶν καί Ὀρθοδόξων στήν Πάφο τῆς Κύπρου ἀπό 16 ἕως 23 Ὀκτωβρίου τοῦ 2009.  Κατά τό χρονικό διάστημα πού προηγήθηκε δημιουρ γήθηκαν ποικίλες ἀντιδράσεις ἐκ μέρους σοβαρῶν ἐκκλησιαστικῶν κύκλων μέ τεκμηριωμένες θεολογικῶς ἀντιρρήσεις καί γιά τό  «ρόλο τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης κατά τήν πρώτη χιλιετία» καί γιά τήν προετοιμαζόμενη ἀναγνώριση τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων.
Ὅλο τό θέμα αὐτό, ὅπως ἐξελίχθηκε, μαζί μέ τίς πρωτοφανεῖς ἀντικανονικές δηλώσεις τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Νέας Ἰουστινιανῆς καί πάσης Κύπρου φέρνει στό προσκήνιο τήν ἔλλειψη Ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς εὐαισθησίας, γνώσεως καί σεβασμοῦ τῶν Ἱερῶν Κανόνων, πού συγκροτοῦν ὅλον τό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.
Τό ἱερό Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας μας θεοπνεύστως συντεθέν ὑπό τοῦ σοφωτάτου Πατρός Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἀγνοεῖται ἐπιμελῶς ἀπό τούς ἔχοντας τά ἡνία τῆς «διακυβερνήσεως» τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μέ τίς ὀλιγομελεῖς ἐπιτροπές τους καί συναντήσεις τους καί ὄχι τίς πολυάνθρωπες ἀπό ἐπισκόπους καί πρεσβυτέρους Συνόδους προετοιμάζουν τήν πανθρησκεία μέσα στό πλαίσιο τοῦ παγκοσμίου κράτους τοῦ Ἀντιχρίστου πού σταδιακά καί σταθερά ἁπλώνει ἀνά τήν οἰκουμένη ἡ Νέα Ἐποχή ἤ Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Ἀνύπαρκτη ἡ μοναδικότητα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, τήν ὁποία ἀμιγῶς καί θερμῶς διέθεταν οἱ πρῶτοι ποιμένες μετά τό Χριστό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι.  Δέν θά μποροῦσε ὁ Ἀπόστολος Παῦ λος μετά τήν ἐπιστροφή του στό Χριστό νά συγκεράσει τήν Ἰου δαϊ κή του πίστη μέ τήν εἰς Χριστόν, ἀφοῦ, ὡς γνωστό, ἦταν ἔνθερμος ζηλωτής τῶν πατρικῶν του, Ἰουδαϊκῶν παραδόσεων;
Μέ ἀφορμή τή συνάντηση τῆς Κύπρου μᾶς γέμισαν ἀπέραντη λύπη οἱ δηλώσεις καί οἱ ἐνέργειες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, ὁ ὁποῖος:
·         Καλωσόρισε εγενέστατα καί ρχοντικά τούς Παπι κούς, καί καλά κανε, συμπεριφέρθηκε μως μέ πίστευτη σκληρότητα στούς ρθοδόξους ερες, μοναχούς, λαϊκούς πού μεσα καί ζωηρά ξέφρασαν τήν ντίρρησή τους γιά τήν προετοιμαζόμενη ναγνώ ριση το παπικο πρωτείου. 
·         βαλε κανόνες πρωτάκουστους στούς ερες.  πείλησε μέ διακοπή μισθο, σάν νά τούς πληρώνει πό τήν τσέπη του, χωρίς μία διοικητική πράξη, λλά κινούμενος πό τό κράτος το φιλο παπικο πανικο
·         Τούς τιμώρησε καί μέ πνευματικά πιτίμια, νά μή λει τουργήσουν καί νά μή κοινωνήσουν πί βδομάδες.  Μέ ποιό ατιο λογικό;  «Οκ κδικήσεις δίς πί τό ατό» λέγει 25ος κανόνας τν γίων ποστόλων στηριζόμενος στήν γία Γραφή.  Ποιό θεσμικό κκλησιαστικό δικαστήριο πέβαλε ατήν τήν ποινή στούς ντί μους ρθοδόξους πρεσβυτέρους; Τρες τιμωρίες ταυτοχρόνως ποιό δικαστήριο θά πέβαλε;
Μέ ἀκόμα περισσότερη λύπη μᾶς γέμισε ἡ ἐπιστολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε ἀπό τό μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο νά πάρει θέση ἐναντίον τῆς «Ὁμολογίας Ὀρθοδόξου πί στεως» καί τῶν ὑπογραψάντων αὐτήν.  Πολλοί κληρικοί καί λαϊκοί διαμαρτύρονται γιατί οἱ ἡγέτες τῆς Ὀρθοδοξίας μας εὐνοοῦν τήν ἐξάπλωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τή νοθεία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Στή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συζητήθηκε τό ὡς ἄνω θέμα ἀπό πολλούς Ἀρχιερεῖς.  Λειτούργησε, ὅπως ἀπεδείχθη, ἡ Συνοδική χαρισματική δύναμη τῆς Ἐκκλησίας καί στερεώθηκε τό συνοδικό πολίτευμα καί ἡ ὀρθόδοξη νοοτροπία στηριγμένη πάνω στή μακρά παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶχαν σαφῆ ἀντιπαπική - ἀντιαιρετική τοπο θέ τηση.
Ἐπίσης μᾶς στεναχώρησε ἡ Ἐπιστολή τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου πρός ὅλους τούς Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πού τούς παραπληροφορεῖ πάνω στό ἔργο τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Παπικῶν καί Ὀρθοδόξων.  Κοντολογῆς ἀνα φέ ρει ὅτι δέν ἑτοιμάζονται νά κηρύξουν τήν ἕνωση μέ τούς παπικούς, ὅπως ψευδῶς διαδίδουν κάποιες μικρές ὁμάδες φανατικῶν ὀρθο δόξων.  Τό θέμα τους ὅμως δέν ἦταν αὐτό.  Προετοίμαζαν νά ἀνα γνωρίσουν στή Κύπρο τό παπικό πρωτεῖο.  Ποιός ὅμως παραπλανᾷ ποιόν;
Ὅλα αὐτά συμβαίνουν γιατί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τή μελέτη τοῦ Ἱεροῦ Πηδαλίου, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ καί τό τέλειο θεανθρώπινο Σύνταγμα, πού συγκροτεῖ τό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.  Θεόπνευστο βιβλίο πού ἀναλύει τήν ἀνατομία καί φυσιολογία καί τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀλλά καί τοῦ ἀναγεννωμένου χριστοποιουμένου ἀνθρώπου.
Ἡ συνάντηση τῆς Κύπρου ἀποτελεῖ ἀνάγλυφο παράδειγμα ἀπομάκρυνσης ἀπό τόν Παράδεισο τῶν Ἱερῶν Κανόνων μέ παρε νέργειες καί εὐθῦνες ἀτομικές, συλλογικές, ἐκκλησιολογικές, κοι νωνικές.
Κατά τόν καθηγητή τῆς Κοινωνικῆς Θεολογίας κ. Π. Χριστι νάκη  τό ἐκκλησιαστικό ἔγκλημα θεωρεῖται ὅτι ἀποτελεῖ ἐκδήλωση ψυχικῆς ἀσθένειας, ἀτομικῆς καί συλλογικῆς.
Συλλογική εἶναι ἡ εὐθύνη μας ὅταν διαφοροποιούμαστε καί δέν φρονοῦμε τά τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.  Ἡ ἀτομική μας ἀπιστία στούς Ἱερούς Κανόνες συμπο σοῦται καί κορυφοῦται ὡς συνισταμένη ἀσεβείας κατά τοῦ θείου θελήματος καί ὅταν παγιωθεῖ, καταλήγει στήν αἵρεση.
Ἡ πρώτου μεγέθους ψυχική ἀσθένεια εἶναι ἡ αἵρεση.  Οἱ ση μερινές διαχριστιανικές ἤ διαθρησκειακές συναντήσεις δέν διαπνέο νται ἀπό τό φρόνημα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού ἀποσκο ποῦσαν στήν ἔκφραση καί διατύπωση τῶν ἀληθειῶν τῆς Χριστια νικῆς πίστεως καί στήν ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν.  Οἱ διάλογοι μέ τούς παπικούς δέν προϋποθέτουν τήν καλή προαίρεση γιά διό ρ θωση τῶν παπικῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν, ἀλλά de facto καί a priori, χωρίς ὀρθόδοξη ὁμολογία, οἱ παπικοί ἀνακηρύσσονται ἀπό ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἰσότιμοι στήν πίστη καί ὁ Πάπας  Ἐπίσκοπος Ρώ μης.  Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων προσευχόμαστε μαζί καί τό χερότερο, μετέχουμε στήν θεία λειτουργία τους καί ἐκεῖνοι στή δική μας θεία λειτουργία.
Τό ἴδιο συμβαίνει στούς διαλόγους μέ τό Π.Σ.Ε.  Σέ κοινές λατρευτικές εὐκαιρίες μετέχουν ἀπροϋπόθετα καί τά μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. καί οἱ δικοί μας ἐκπρόσωποι.  Οἱ Ἱεροί Κανόνες βοοῦν ἐνά ντια στίς συμπροσευχές: Ι΄ Κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ΙΑ΄, ΜΕ, ΞΕ, ΟΑ΄. ΣΤ΄τῆς ἐν Λαοδικείᾳ καί Θ΄ καί ΛΒ, ΛΓ΄, ΛΔ΄, ΛΖ.  Θ΄ Τι μο  θέου Ἀλεξανδρείας. Β΄ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ. Α΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς. Β΄ τῆς ΣΤ΄.  Α΄τῆς Ζ΄, καί γνῶμες ἄλλες τῶν ἁγίων Πατέρων.
Στήν Κύπρο τό Σάββατο 17 Ὀκτωβρίου τά μέλη τῶν παπικῶν ἐτέλεσαν θεία Λειτουργία στόν παπικό Ναό τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στή Λευκωσία παρόντων καί τῶν ὀρθοδόξων μελῶν.  Τήν ἑπόμενη Κυριακή 18 Ὀκτωβρίου στόν Ἱερό Ναό Φανερωμένης στή Λευ κωσία ἐτελέσθη Ἀρχιερατικό Συλλείτουργο προεξάρχοντος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου, παρού σης καί τῆς παπικῆς ἀντιπροσωπείας.
Ἰσοπέδωση τῆς χριστιανικῆς ἀληθοῦς ὀρθοδόξου πίστεως μέ τήν παπική πλάνη καί μάλιστα ἐντός τῆς θείας Λειτουργίας πού ἀποτελεῖ καί τήν τελείωση καί τήν κορυφή ὅλων τῶν θεοπνεύστων προσευχῶν.
Παραπλήσια τακτική ἀντιεκκλησιαστική καί ἀντορθόδοξη λειτουργεῖ καί στίς συναντήσεις καί στίς κοινές προσευχές, συμπρο σευχές μέ τά μέλη τοῦ Π.Σ.Ε.
Ἐνδοκοσμικές ἀντιεκκλησιαστικές τακτικές προεκτείνονται καί στίς διαθρησκειακές συναντήσεις.  Οἱ προσευχές τῆς ἁγίας Ὀρ θοδοξίας μας ἀνακατεύονται μέ τίς προσευχές τῶν ἀλλοθρήσκων γκουρούδων, εἰδωλολατρῶν, μουσουλμάνων, Ἑβραίων καί ἄλλων…
Ἡ κοσμική κομματική πειθαρχία ἡ ὁποία νομοτελειακά λει τουργεῖ στά κόμματα, φεῦ, λειτουργεῖ ἰσοπεδωτικά, ποιός ξέρει μέ ποιές ἐντολές ἀπό ποιούς καί ἀπό ποῦ, καί μέσα στήν Ἐκκλησία πρός ἀκύρωση τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Ποιός ἐκ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Διαδόχων τους ἐργάστηκε στόν ἀμπελώνα τοῦ Χριστοῦ μέ αὐτή τήν νοο τρο πία;  Μόνο οἱ οἰκουμενιστές.  Δέν προσφέρουμε πάντως τίποτα στά μή ὀρθόδοξα μέλη τῶν συναντήσεων, ἀφοῦ δέν τούς δίνουμε καμιά εὐκαιρία νά ἀντιληφθοῦν τήν πλάνη τους, νά μετανοήσουν, νά πιστέψουν καί νά βαπτισθοῦν γιά νά σωθοῦν.
Ἀπό τούς 85 Ἱερούς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων οἱ 78 ἀναφέρονται στούς Ἐπισκόπους, στούς πρεσβυτέρους καί στούς διακόνους καί καθορίζουν τό θεανθρώπινο τρόπο ζωῆς τους, τήν ἐν Χριστῷ ποιμαντική δραστηριότητά τους καί τίς σχέσεις τους μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Στήν ἴδια περίπου ἀναλογία οἱ λοιποί Ἱεροί Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν Συνόδων ὁριοθετοῦν τή ζωή καί τή δράση τῶν κληρικῶν ὡς ὁρατῶν εἰκόνων τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μέσα στόν κόσμο, πού ἐργάζονται, «ἵνα μορφωθῇ Χριστός ἐν ἡμῖν».
Ὁ περιγραφόμενος τρόπος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τῶν λαϊκῶν δέν εἶναι ἀλλότριος, δέν εἶναι ἄσχετος μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν κληρικῶν.  Ἀλληλοπεριχωρεῖται ἄμεσα ἡ ζωή τῶν κληρικῶν μέ τήν τῶν λαϊκῶν.  Κληρικοί καί λαϊκοί συναγωνιζόμαστε γιά τήν ἐν Χρι στῷ θέωση.  Οἱ λεπτομερεῖς ὁδηγίες τοῦ Ἱεροῦ Πηδαλίου πρός τούς κληρικούς  καί πρός τούς λαϊκούς σκοπόν ἔχουν νά μᾶς κατα στή σουν συνειδητούς ἀγωνιστές χριστιανούς στήν ἐδῶ, τή στρατευο μένη μας Ἐκκλησία, ἀλλά καί μᾶς ἐμπνέουν ἐλπίδες ὑποστατικές ζωῆς αἰωνίου.  Μέ τό ἄκτιστο Φῶς τῆς θείας Χάριτος πού ἐκπέ μπουν οἱ Ἱεροί Κανόνες, χαρισματικῶς ἑνωνόμαστε κληρικοί καί λαϊκοί στή μοναδική χαρισματική ἑνότητα μέ μακαρία κεφαλή τό Χριστό καί μέλη τοῦ Σώματός Του ὅλους, ὅσους πιστεύουμε καί βαπτιζόμαστε στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἤδη μέ ὅσα προτάξαμε, ἐπεξεργαζόμαστε τό θέμα τῆς θεραπευτικῆς τῶν Ἱερῶν Κανόνων.  Θά μπορούσαμε νά τονίσουμε ἀρχικά, ὅτι ἡ πρώτη παθογένεια τοῦ ἀνθρώπινου γένους δημιουρ γεῖται ἀπό τήν παρακοή τῶν πρωτοπλάστων στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.  Τό παναμάρτημά τους ἦταν ἡ ὑπερηφάνεια.  Σκοτίζεται ὁ νοῦς, αὐ τονομοῦνται οἱ προπάτορές μας καί ἀλλοτριώνεται ὁλόκληρη ἡ προσωπικότητά τους.
Τό σύνολο τῶν Ἱερῶν Κανόνων πού περιέχει τό Ἱερό Πηδά λιο τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς βλέπουν δυνάμει θεωμένους καί ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένους ἀνθρώπους.  Μᾶς βλέπουν ἀρχετυπικά.  Βλέπουν τίς ἄριστες θεανθρώπινες προδιαγραφές, τήν ἐλευθερία, τό νοερό καί τό αὐτεξούσιο πού μᾶς χάρισε ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός μας καί ἀποβλέπει καί μᾶς βοηθᾶ ἀπό δυνάμει δημιουργημένους νά γίνουμε καί χάριτι θεωμένοι.
Τό Ἱερό Πηδάλιο δέν ἐθελοτυφλοῖ ὡς πρός τήν κατάσταση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου.  Ὑπεισδύει καί ὑπεισέρχεται σ’ ὅλες τίς πλευρές τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, γιά νά τόν βοηθήσει.
Οἱ ἐπώνυμοι ἅγιοι Πατέρες γνωρίζουν ὑπαρξιακά ἤ καί ἀτομικά τό δρᾶμα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας, τοῦ ἀνθρώπου πού μέσα στή σάρκα του εἶναι κολλημένη ἡ ἁμαρτία.  Θρηνεῖ καί ὀδύ ρεται γιά τήν ἀρρώστια πού τόν μαστίζει καί τόν καταταλαιπωρεῖ.  Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τά φάρμακα, τούς Ἱερούς Κανόνες, πού δροῦν θεραπευτικά στό κάθε καλοπροαίρετο πρόσωπο πού ἐνδιαφέρεται εἰλικρινῶς γιά τή σωτηρία του.
Ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει στή μοναδικότητα ἑκάστου ἀνθρωπίνου προσώπου, τό ὁποῖο ἔρχεται στόν ἐπίγειο κόσμο μέ τήν προσωπική βουλή τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί φυσικά μέ τή συνεργία τῶν γεννητόρων γονέων.  Δέν ἐγκαταλείπεται στούς μηχανισμούς τῆς τύχης οὔτε πει θαναγκάζεται νά εἶναι ἔγκλειστος στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς - ὑλικῆς καί πνευματικῆς – πού κατασκεύασε ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός γιά χρήση καί ἀπόλαυση τοῦ ἀνθρώπου καί γιά περαιτέρω δημιουργία.
Τόσο μέσα στόν Παράδεισο τῆς πλήρους χαρᾶς καί πνευ μα τι κῆς ἀγαλλιάσεως λειτουργοῦσε ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ δημιουργικά, ὅσο καί μέσα στόν καινούργιο Παράδεισο τῆς Μιᾶς Ἁγίας, Κα θολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας λειτουργεῖ χαρισματικά ἡ βουλή τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μέ τή βοήθεια τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τοῦ ἱεροῦ Πηδαλίου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
Φροντίζει λοιπόν ὁ καλός Θεός ὡς φιλόστοργος πατέρας μέσῳ τῶν Ἱερῶν Κανόνων τοῦ ἱεροῦ Πηδαλίου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου νά μᾶς διδάξει ἀπό τά πιό σπουδαῖα καί σημαντικά μέχρι καί τίς λεπτομέρειες γιά τήν ἐν Χριστῷ ὁλοκλήρωση τῆς προσωπικότητός μας στήν παροῦσα ζωή, ὅσο καί στήν αἰώνια σωτηρία καί κατα ξίω σή μας στή μέλλουσα.
Ἄν γιά τήν ἐπαγγελματική μας ἀποκατάσταση δαπανᾶμε ἀπό τά ἕξι μας χρόνια μέχρι τά εἴκοσι πέντε ἤ καί περισσότερα, ἄν γιά τά θέματα τῆς σωματικῆς μας ὑγείας, οἱ θεράποντες τῆς ὑγείας τῆς σαρκός – μέ τή βιβλική σημασία τοῦ ὅρου - ἀφιερώνουν περισ σό τε ρα ἀπ’ ὅλους μας χρόνια σπουδῶν, πόσα περισσότερα θά πρέπει νά ἀφιερώνουμε ὅλοι μας γιά τήν αἰώνια σωτηρία μας.  Διά βίου μαθη τές τοῦ Χριστοῦ μᾶς θεωρεῖ ἡ ἁγιωτάτη Ἐκκλησία μας καί μᾶς προ σφέρει ἀφθονοπάροχα τό θεανθρώπινο χαρισματικό της λόγο καί μέσα ἀπό τίς Ἅγιες Γραφές Π.Δ. καί Κ.Δ. καί μέσα ἀπό τά ἅγια Πατερικά κείμενα καί μέσα ἀπό τίς ἀλάνθαστες ἐμπειρίες καί τή θεοπνευστία τῶν πορισμάτων τῶν Οἰκουμενικῶν  Συνόδων καί τῶν ἁγίων Κανόνων τους.
Γιά λόγους καθαρά μεθοδικούς καί ἐπιστημονικούς, ὁ καθηγητής τῆς Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου κ. Π. Χριστινάκης, δέχεται τό διαχωρισμό τῆς ψυχῆς, ὅπως καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρόνογοί μας (Πλάτωνας) καί ἀπό αὐτούς καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, σέ τρία μέρη: τό Λο γιστικό ἤ λογι κό, τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμοειδές.
Ὅταν ἀκόμη δέν ἔχουν διαποτισθεῖ μέ τήν Ἄκτιστη Χάρη τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς πάσχουν ἀπό μιά φοβερή παθογένεια καί ἐκδη λώνονται μέ τά παρακάτω πάθη, ἁμαρτήματα, ἀρρωστήματα ἤ καί ἐγκλήματα σύμφωνα μέ τήν πατερική ὁρολογία τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ἤ καί ἄλλων Πατέρων.  Στό λογιστικό χωρίς τή Θεία Χάρη ἐμφανίζονται ἡ κακία, ἡ πλάνη, ἡ ἀσέβεια πρός τό Θεό καί ἡ ἀδυναμία τοῦ λογιστικοῦ νά ξεχωρίζει τό φῶς ἀπό τό σκοτάδι.  Τά ἁμαρτήματα τοῦ ἐπιθυμητικοῦ εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ φι λοχρηματία, ἡ φιλοδοξία, ἡ φιληδονία, ἡ φιλαυτία καί ἡ ροπή πρός ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν Του.  Τά ἁμαρτήματα τοῦ θυμοειδοῦς εἶναι ὁ φθόνος, τό μῖσος, ἡ μῆνις (=ὀργή), οἱ λοιδορίες (=κοροϊδίες), συμπλοκές, φιλο νεικίες, μνησικακίες.
Ὅταν ἀποκτηθεῖ ἡ Θεία Χάρη, ἡ Ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τά ἱερά Μυστήρια, τίς προσευχές καί τίς ἅγιες ἀσκή σεις, νηστεῖες , μετάνοιες καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς, τότε καί τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς ἠρεμοῦν, φωτίζονται, ἁγιάζονται καί λειτουργοῦν σέ ἄριστη συνεργασία μέ τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύ ματος καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἴδιος ὁ καθηγητής κ. Π. Χριστινάκης ἰσχυρίζεται ὄτι ἅπαντες οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἔχουν θεραπευτικό καί ἑπομένως σωτηριολογικό χαρακτήρα.  Εὐνόητο λοιπόν εἶναι ὅτι δέν εἶναι ἐφικτό στά πλαίσια μιᾶς εἰσηγήσεως νά ἀναπτυχθοῦν ὅλα τά θέματα τά ἐπί μέρους τά περιεχόμενα στούς Ἱερούς Κανόνες.
Γενικῶς διαχωρίζει ὁ κ. Χριστινάκης, καί ταπεινῶς συμφω νοῦμε μέ τόν κ. καθηγητή, τούς Ἱερούς Κανόνες σέ δύο μεγάλες κατηγορίες:
·         Σ’ ατούς πού ναφέρονται σέ λόκληρο τό θεο καί νθρώπινο, τό θεανθρώπινο Καθίδρυμα τς κκλησίας μας καί
·         Σ’ ατούς πού πευθύνονται σέ κάθε μέλος τς κ κλησίας προσωπικά.
Εἶναι ἀπαραίτητο τό πρῶτο μέρος, δηλαδή τό θεσμικό πλαί σιο, μέσα στό ὁποῖο ὁριοθετεῖται, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία μέ τούς Ἐπισκόπους της, τούς πρεσβυτέρους, τούς διακόνους, τούς λοιπούς κληρικούς, τούς μοναχούς, τούς λαϊκούς, τούς πιστούς, τούς κατηχουμένους καί τούς ἑτεροδόξους ἤ ἀλλοθρήσκους καί τίς μετ’  αὐτῶν σχέσεις.  Ὁρίζονται οἱ προϋποθέσεις τοῦ Ἐπισκοπικοῦ καί Ἱερατικοῦ ἀξιώματος, οἱ ὑποχρεώσεις καί τά καθήκοντα ὅλων πρός τήν Ἐκκλησία, καθώς καί οἱ ὀφειλόμενες τιμές πρός αὐτούς ἐκ μέ ρους ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.  Στόχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν Ἱερῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διά τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ θέωση ὅλου τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλη σίας ἡ διάσωσή του ἀπό τό ψεῦδος καί τήν πλάνη τῶν κατά και ρούς λοιμωδῶν ἀσθενειῶν, τῶν βλασφήμων αἱρέσεων καί ἡ ἐργώδης ἐν Χριστῷ ποιμαντική δραστηριότητα γιά τήν ἐπιστροφή τῶν πε πλανημένων ἀδελφῶν στήν πνευματική μάνδρα ἤ πνευματική κιβω τό, μέσα καί μόνο στήν ὁποία σῳζόμαστε ἀγωνιζόμενοι καί μετέ χο ντες τῶν ἁγίων Μυστηρίων της καί τῶν Ἀκτίστων δωρεῶν της.  Οἱ βαρεῖς λύκοι, οἱ αἱρετικοί ἐπισημαίνονται, κατονομάζονται, καλοῦ νται στίς ἱερές Συνόδους γιά νά διαφωτισθοῦν πληρέστερα στό Φῶς τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου πίστεως καί βιοτῆς καί ἤ ἐπιστρέφουν ἤ παραμένουν ἀποκεκομμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία προτιμώντας τήν αὐτονομία τῆς πλάνης τους.
Ὅσον ἀφορᾷ στήν προσωπική διδαχή καί πνευματική καλλιέργεια τῆς Ἐκκλησίας μας πρός ἕνα ἕκαστο ἐξ ἡμῶν πρέπει νά δηλώσουμε ἀπερίφραστα, ὅτι ὅλοι μας κληρικοί καί λαϊκοί θεωρού μαστε διά βίου μαθητές τοῦ Χριστοῦ χρησιμοποιοῦντες πάντοτε τά σωτήρια φάρμακα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Σύμφωνα μέ τούς ἁγίους Πατέρες πού προαναφέραμε, Μ. Βασίλειο καί ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, συμφωνούντων καί ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μετά τό Βάπτι σμά μας, τό Χρῖσμα καί τή Θεία Εὐχαριστία μέ τήν πνευματική νη πτική ἐργασία καί ἄσκησή μας θά πρέπει νά ἀποκτήσουμε τίς ἅγιες ἀρετές τοῦ Χριστοῦ:
Τό λογιστικό ἤ λογικό μας μέ τήν μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν νά ἀποκτήσει «τήν εὐσεβῆ περί τό θεῖον ὑπόληψιν» καί «τήν τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ διακριτική ἐπιστήμη» καί «τήν ἀκρισίαν περί τό καλόν», δηλαδή νά ξεχωρίζει κανείς ἀμέσως τό καλό.
Τό ἐπιθυμητικό μέρος τῆς ψυχῆς μας νά ἀποκτήσει «τήν ἐνά ρετον κίνησιν πρός τό ὄντως ἐπιθυμητόν καί ἀληθῶς καλόν ἀνά γεσθαι πρός Θεόν τόν πόθον».  Φθάνει κάποια στιγμή τό ἐπιθυμη τικόν μέρος της «εἰς τό πεπεῖσθαι μηδέν ὀρεκτόν εἶναι τῇ ἑαυτοῦ φύσει ἄλλο πλήν τῆς ἀρετῆς».
Τό θυμοειδές τῆς ψυχῆς ἐξυγιαινόμενο φθάνει στό κατόρθωμα νά αἰσθάνεται ἀπέχθεια πρός τό κακό καί πόλεμο πρός τά πάθη.  Ἡ παγιούμενη ἀνδρεία τῆς ψυχῆς τοῦ πιστοῦ δέν «φοβεῖται τά τοῖς πολλοῖς φοβερά νομιζόμενα» ἀλλά ἀνθίσταται στήν ἁμαρτία μέχρις αἵματος,  καταφρονώντας ἀκόμη καί τή θανατική ἀπειλή, ὅπως στίς περιπτώσεις τῶν ἁγίων μαρτύρων.
Ἀπό τήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο μέχρι καί τήν Πέμπτη οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀναφέρονται στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γενικά.  Ἡ Ἕκτη Οἰκουμενική περιλαμβάνει κανόνες πού βοηθοῦν τούς κλη ρι κούς καί τούς πιστούς νά ἐννοήσουν καί προσωπικά τή θέση τους μέ σα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας  καί ἐφαρμόζοντάς τους νά θερα πευ θοῦν ἀπό τίς πτώσεις προχωρώντας ἀπό τά συμπτώματα στό βάθος τῆς ψυχῆς.  Οἱ πράξεις μας, οἱ ἐκφράσεις, οἱ ἐνέργειές μας ἀπο τε λοῦν ἕνα μέρος μόνο τῆς ψυχικῆς μας ὑγείας ἤ ἀσθενείας.  Τό βάθος τῆς ψυχῆς μέ ὅλη τή λειτουργία της εἶναι ἀθέατο.  Μοιάζει μέ ἕνα παγόβουνο πού ὁ ὄγκος  του εἶναι κρυμμένος μέσα στό νερό,  ἐνῷ μόνο ἡ κορυφή του διακρίνεται.  Γιαυτό ἔχει μεγίστη σημασία γιά τήν πνευματική μας καί ψυχολογική μας, γιατί ὄχι καί τή σωματική μας ὑγεία, τό Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Γιά νά πραγματοποιηθεῖ αὐτό τό μυστήριο εἶναι ἀπαραίτητη ἡ σεμνή παρουσία τοῦ πνευματικοῦ Πατρός, ἐντεταλμένου ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, πού εἶναι ἡ ὁρατή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἐπί γῆς.  Ἄκρως ἀπαραίτητη εἶναι καί ἡ γνώση τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τόν πνευματικό πατέρα, γιά νά μπορέσει νά ἀξιολογήσει τήν πνευματική  κατάσταση τοῦ πνευματικοῦ τέκνου κάτω ἀπό τήν ἄκρη τοῦ παγόβουνου καί μέ τή διάκριση τοῦ Θεοῦ πού τοῦ χαρί ζεται ἐν Μυστηρίῳ, νά βοηθήσει νά μορφωθεῖ ὁ Χριστός μέσα στήν ψυχή τοῦ ἐξομολογουμένου.
Ἡ ἀφομοιωμένη γνώση τῶν Ἱερῶν Κανόνων θά βοηθήσει τόν πνευματικό νά εἶναι ἀκριβής, ἀπαιτητικός καί αὐστηρός καί ταὐ τό χρονα ἐπιεικής καί συγκαταβατικός, γιά νά κατορθώνει τό τέκνο καί νά ἐπιβιώνει στήν καθημερινότητα, ἀλλά καί κατά τό δυνατόν – τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος – νά ἔχει τό πολίτευμά του καί ἐν οὐρανοῖς, νά ἑτοιμάζεται, δηλαδή, γιά τήν αἰώνιο ζωή τήν ὁποία φυσικά πιστεύουμε καί «ἐναγωνίως» ἀναμένουμε.
Ἡ δική μας, τῶν ὀρθοδόξων πνευματική ἐλευθερία εἶναι ἀσύλληπτη, ἀφοῦ ὁ πνευματικός πού κρατάει τό Ἱερό Πηδάλιο καί μέ τά δύο του χέρια, μπορεῖ μέ τίς εὐχές τῶν Ἁγίων νά κάνει ὁποιαδήποτε οἰκονομία, ἐν ἀντιθέσει πρός τό Κανονικό Δίκαιο  τῶν παπικῶν, πού μέσα σ’ αὐτό εἶναι γραμμένοι ὅλοι οἱ «Ἱεροί Κανόνες τους», ἀλλά ἐπίσης εἶναι καθορισμένη καί ἡ «οἰκονομία» πού θά ἐφαρμόσει ὁ παπικός πνευματικός.  Οἱ δικοί μας Ἱεροί Κανόνες εἶναι αὐστηροί, ἀφοῦ προοριζόμαστε γιά τήν ἐν Χριστῷ θέωση, ἀλλά καί ἄκρως διακριτικοί, ἀφοῦ ἀκριβῶς ἀπευθύνονται σέ τέκνα Θεοῦ μέ πολύ φιλότιμο.
Κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν καί λαϊκοί ἀξίζει νά προσεγ γί σουμε καί νά ἀναγνώσουμε τό Ἱερό Πηδάλιο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ὄχι γιά νά ἐφαρμόσουμε μηχανικά καί τυπικά τό περιεχόμενό του, ἀλλά γιά νά διαποτισθοῦμε ὁλόκληροι μέ τά ζωηφόρα νάματά του.
Δυστυχῶς ὑπάρχει διάσπαρτη μία ἀτεκμηρίωτη προκατάληψη κατά τοῦ Πηδαλίου,  ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν παχυλή ἄγνοιά του.  Ἐξ ἄλλου γίνεται ὅλο καί πιό γνωστό σήμερα,  ὅτι τό ἀμιγές ὀρθόδοξο πνεῦμα τοῦ Ἱεροῦ Πηδαλίου ἐνοχλεῖ καί ἐκνευρίζει τούς ποτισμένους μέ τά ποταπά οἰκουμενιστικά «ἐπιχειρήματα» καί τόν ἀσαφῆ,  ἄχρωμο,  ἄοσμο,  ἀόριστο προτεσταντικό ὀρθολογισμό τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ( Π.Σ.Ε.  ).
Βιβλίο σπάνιας πνευματικῆς, πρωτότυπης καί ἐπιστημονικῆς ἐργασίας.  Παραθέτει πρῶτα τό κείμενο ἑκάστου Ἱεροῦ Κανόνος στά ἀρχαῖα Ἑλληνικά, στή συνέχεια τήν ἑρμηνεία του, προσιτή καί στούς ἁπλοϊκούς ἀναγνῶστες, ἔπειτα τή συμφωνία τοῦ Κανόνος πρός τούς λοιπούς καί τέλος τά πάνσοφα προσωπικά του πολύ ἀξιόλογα σχόλια.
  Ἀξιοθαύμαστη εἶναι ἡ εὐχέρεια τοῦ λόγου,  καί τοῦ καθα ρεύοντος καί τοῦ δημοτικοῦ καθομιλουμένου πού διαθέτει ὁ Ἅγιος Νικόδημος.  Θεωρεῖ ἀναγκαία τήν ἑρμηνεία,  γιά νά φέρει κοντά στούς ἀγραμμάτους καί τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων,  οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν προέκταση τῶν ἁγίων Γραφῶν,  Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης ἀλλά καί ὁλοκλήρου της Ἱερᾶς Παραδόσεως.
Ἡ ἰδιοφυία  ὅμως τοῦ Ἁγίου Πατρός Νικοδήμου φαίνεται στό τρίτο μέρος τῆς χριστοεπιστημονικῆς μεθοδολογίας του,  στή «συμ φωνία τῶν Ἱερῶν Κανόνων».  Ἐδῶ φαίνεται ἡ βαθύτητα τῆς γνώ σεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί ἡ ἐσωτερική τους κατανόηση.  Προ σπάθησε καί πέτυχε νά δείξει ποιά εἶναι ἡ νοηματική καί ὀργανική θέση καθενός ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες στό ὅλο σύστημα τῶν ὑπολοίπων ἱερῶν κειμένων.  Μόνο ἕνας Ἅγιος σάν τόν Ἅγιο Νικό δημο θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ ἔτσι ὅπως σκέφθηκε. Κάθε ἱερό κείμε νο δέν ἐξετάζεται κεχωρισμένα καί ἀποσπασματικά,  ἀλλά σέ σχέση μέ τό ὅλο.  Μόνον οἱ αἱρετικοί δέν μποροῦν ἤ δέν θέλουν νά χρησι μοποιήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τή μεθοδολογία,  τῆς συμφωνίας.  Ἄν χρησιμοποιοῦσαν τή μέθοδο τῆς συμφωνίας,  θά ἔπαυαν νά εἶναι αἱρετικοί,  γιατί τό «ὅλο» καί ὄχι τό «ἐπί μέρους» θά τούς διαφώ τι ζε θεανθρώπινα καί θά τούς ἀπεμάκρυνε ἀπό τή σκοτόμαινα τῆς πλάνης.
Λεπτομερέστερα πρέπει νά τονίσουμε,  ὅτι δίπλα σέ κάθε Ἱε ρό Κανόνα γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος τούς ἄλλους ἱερούς κανόνες πού συμφωνοῦν μέ τόν παρόντα.  Ἔχουμε δηλαδή μπροστά μας σέ κάθε κανόνα μία Ἱερά Σύνοδο Ἱερῶν Κανόνων μή συγκρουομένων μεταξύ τους,  ἀλλά  ἀλληλοσυμφωνούντων  καί ἀλληλοσυμπλη ρου μένων.
Ἀκόμη πιό ἀξιόλογα εἶναι τά σχόλια ἤ ὑποσημειώσεις στό κάτω μέρος κάθε σελίδας τοῦ Πηδαλίου.
Ἀπό τίς εὔστοχες παρατηρήσεις τοῦ Ἁγίου Πατρός Νικο δή μου πάνω σέ κάθε ἕνα Ἱερό Κανόνα φαίνεται ἡ καθαρά ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία του ,  ἡ καθαρή Τριαδολογική θεολογία του καί ἡ ὀρθόδοξη φιλανθρωπία του.  Ἡ φιλοθεΐα καί ἡ φιλαδελφία εἶναι τό ἀπόσταγμα πού προκύπτει ἀπό τή μελέτη τοῦ ἱεροῦ Πηδαλίου μέ τή σοφωτάτη χριστοκαθοδήγηση τοῦ ἱεροῦ Πατρός.
Κινητή βιβλιοθήκη ἀσυλλήπτων διαστάσεων ἀποδεικνύεται ὁ Ἅγιος Νικόδημος,  ἀφοῦ,  ὅπως φαίνεται,  ἀπό μνήμης παραθέτει χωρία ἀρχαιοελληνικά ἤ Πατερικά , γιά πληρέστερη κατανόηση τῶν ἱερῶν κειμένων τῶν Ἱερῶν Κανόνων.  Σοβαρότατος ἐπιστη μο νικός ἄθλος εἶναι ἡ ὅλη ἐργασία τοῦ ἁγίου Πατρός,  ὁ ὁποῖος ἀκόμα δέν ἔχει ἐκτιμηθεῖ δεόντως ἀπό τούς «συγχρόνους» θεολόγους μας.
Κλείνοντας τήν παροῦσα πενιχρή εἰσήγηση ἄς ἀκούσουμε τόν ἴδιο, τόν τιτάνα τοῦ πνεύματος καί τῆς Θείας Χάριτος, τόν Ἅγιο Νικόδημο, πού ἐγκωμιάζει τούς σωτήριους Ἱερούς Κανόνες,  ζητώ ντας ἀπό τόν ὅσιο διδάσκαλο τίς διάπυρες εὐχές του γιά τή θερα πεία μας:
«… Καί ἵνα ἐπί παραδείγματος δηλώσω τό πᾶν· Καθώς ἡ παντουργική Ἁγία Τριάς τόν πρῶτον καί ὑλικόν τοῦτον κόσμον δημιουργήσασα μέ διαφόρους φυσικούς Κανόνας τῶν στοιχείων αὐτόν συνηρμόσατο, ἐξ ὧν ἡ τάξις καί ἐκ τῆς τάξεως ἡ συνοχή τοῦ παντός διασώζεται, καί γίνεται καθώς εἶπεν ὁ Ὀρφεύς, ὅλη ἡ κτίσις μία μουσική συμφωνία ἐκ διαφόρων Κανόνων,      ὥσπερ ἔκ τινων πο λυειδῶν καί πολυμμιγῶν φθόγγων ἀνακρουομένη.  Τοιουτοτρόπως ἡ αὐτή Τριάς, καί τόν δεύτερον τοῦτον καί νοητόν κόσμον τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας κατασκευάσασα, μέ τούς ἱερούς τούτους καί θείους Κανόνας  συνέδησεν αὐτόν καί συνέπηξεν.  Ἐξ ὧν ἡ τῶν Πατριαρχῶν ἀποτίκτεται εὐταξία, ἡ τῶν Ἀρχιερέων ἁρμονία, ἡ τῶν Ἱερέων κοσμιότης, τῶν διακόνων ἡ σεμνοπρέπεια, τῶν κληρικῶν ἡ σεβασμιότης, τῶν Μοναχῶν ἡ εὐρυθμία, τῶν Πνευματικῶν πατέρων ἡ πρός διόρθωσιν ἀπαιτουμένη γνῶσις, τῶν βασιλέων ἡ παρά πάντων ὀφειλομένη τιμή, καί πάντων ἁπλῶς τῶν χριστιανῶν, ἡ πρέπουσα χριστιανοῖς διαγωγή καί κατάστασις, καί ακθολικῶς εἰπεῖν, ἐκ τῶν ἱερῶν τούτων Κανόνων, ἡ κάτω ἐκκλησιαστική ἱεραρχία γίνεται μίμημα καί ἐκσφράγισμα τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας.  Καί αἱ δύω ὁμοῦ ἱεραρχίαι ἀποκαθιστῶνται μία, ἕν μέλος, ἀνακρουομένη ἐναρμόνιόν τε καί πάγχορδον.  Ἔκβαλε τούς κανό νας τῶν στοιχείων ἀπό τήν ὑλικήν κτίσιν, καί παρευθύς λύεται ἡ τάξις, καί λυομένης τῆς τάξεως, ὅλον τό πᾶν ἀφανίζεται.  Ἔκβαλε καί τούς Ἱερούς τούτους Κανόνας ἀπό τήν ἐκκλησίαν, καί παρευθύς ἐπεισέρχεται ἡ ἀταξία, καί ἐκ τῆς ἀταξίας ἅπασα ἡ ἱερά αὐτῆς διακόσμησις ἀφανίζεται.
Ἐπιστράφου λοιπόν Ἰακώβ, καί ἐπιλαβοῦ αὐτῆς.  Ἐπιστράφητε Πατριάρχαι, Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Κληρικοί Μοναχοί, καί οἱ λοιποί ἅπαντες πνευματικοί πατέρες καί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καί ἐπιλάβεσθε τῆς βίβλου ταύτης μέ τά δύω σας χέρια· «πορεύεσθε πρός τήν λάμψιν κατέναντι τοῦ φωτός αὐτῆς, ἵνα φωτισθῆτε φωτισμόν γνώσεως αἰώνιον».