Σάββατο 18 Μαΐου 2019

H βρώμα του εγωϊσμού


Μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἔσονται γὰρ ἄνθρωποι
φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι» (Β΄ Τιμ. γ΄, 2). Τονίζει
λοιπὸν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι στοὺς ἐσχάτους καιροὺς οἱ ἄνθρωποι θὰ
εἶναι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι… • Ὁ Ἁγ. Ἰωάννης τῆς
Κλίμακος μᾶς συμβουλεύει ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἄρνηση τοῦ Θεοῦ,
ἐφεύρεση τῶν δαιμόνων, ἐξουθένωση τῶν ἀνθρώπων καὶ μητέρα τῆς
κατακρίσεως… • Ὁ ἱ. Χρυσόστομος στὴν ΚΑ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ
ΡΩΜΑΙΟΥΣ», ἀναφερόμενος στὸν ἀλαζόνα ἄνθρωπο λέγει: «Γιατὶ λοιπόν, πές
μου, τεντώνεις τὸ λαιμό σου; Γιατὶ βαδίζεις πατώντας στὶς ἄκρες τῶν
νυχιῶν σου; Γιατὶ σηκώνεις τὰ φρύδια σου; Γιατὶ φουσκώνεις τὸ στῆθος
σου; Μία τρίχα δὲν μπορεῖς νὰ τὴν κάνης ἄσπρη ἤ μαύρη, καὶ ἀεροβατεῖς
ἔτσι, σὰν νὰ ἐξουσιάζης τὰ πάντα; Ἴσως ἤθελες νὰ φυτρώσουν καὶ φτερὰ σὲ
σένα, γιὰ νὰ μὴ βαδίζης ἐπάνω στὴ γῆ. Ἴσως ἐπιθυμεῖς νὰ εἶσαι τέρας! Μὰ
μήπως τώρα δὲν ἔκανες τὸν ἑαυτό σου τέρας, ἀφοῦ, ἐνῶ εἶσαι ἄνθρωπος,
προσπαθεῖς νὰ πετᾶς; Ἤ καλύτερα, ἀφοῦ πετᾶς ἀπὸ μέσα σου καὶ φλογίζεσαι
ἀπὸ παντοῦ; Τί νὰ σὲ ὀνομάσω καὶ νὰ σοῦ ἀφαιρέσω τὴν ἀλαζονεία; Νὰ σὲ
ὀνομάσω στάχτη καὶ σκόνη καὶ καπνὸ καὶ κονιορτό; Ὀνόμασα τὴν εὐτέλειά
σου, δὲν συνέλαβα ὅμως ἀκριβῶς τὴν εἰκόνα ποὺ ἤθελα. Καθ’ ὅσον θέλω νὰ
παρουσιάσω καὶ τὴ φλόγωσή τους κι ὅλη τους τὴ ματαιοδοξία. • Στὸ
Γεροντικὸ διδασκόμεθα πῶς νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν ταπείνωση. «Ἕνας ἀδελφὸς
συμβουλεύθηκε τὸν Ἀββᾶ Σισώη, λέγοντας: «Βλέπω στὸν ἑαυτό μου, ὅτι ἡ
μνήμη τοῦ Θεοῦ παραμένει μέσα μου». Τοῦ λέγει ὁ γέρων: «Δὲν εἶναι μεγάλο
πρᾶγμα τὸ νὰ βρίσκεται ὁ λογισμός σου μὲ τὸν Θεό. Μεγάλο πρᾶγμα εἶναι τὸ
νὰ βλέπης τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ ὅλη τὴ δημιουργία. Γιατὶ αὐτὸ καὶ ὁ
σωματικὸς κόπος ὁδηγοῦν στὴν ἄσκηση τῆς ταπεινοφροσύνης». • Στὸν Ἅγιο
Μακάριο, τὸν Αἰγύπτιο ἀναφέρεται ὅτι κάποτε, ἕνας γέροντας μοναχὸς
κατέβαινε ἀπὸ τὸ βουνὸ μὲ τὸν ὑποτακτικό του στὴν πόλη. Ὅπως κατέβαιναν
λοιπόν, ἀριστερά τοῦ δρόμου βρισκόταν ἕνα ψόφιο ζῶο, καὶ καλοκαίρι, ὅπως
ἦταν, βρωμοῦσε. Μπροστά τους ὅμως πήγαινε ἕνας ψηλός, ὁ ὁποῖος πέρασε
χωρὶς νὰ πιάσῃ τὴ μύτη του ἀπὸ τὴ βρῶμα, ἐνῶ αὐτοί, ἄν δὲν ἔπιαναν τὴ
μύτη τους, δὲν μποροῦσαν νὰ περάσουν. Τοὺς ἔκανε ἐντύπωση, ἐπειδὴ αὐτὸς
δὲν ἔπιασε τὴ μύτη του, δὲν εἶπαν τίποτα ὅμως μεταξύ των. Προχωροῦν πιὸ
κάτω καὶ βρίσκουν ἕνα σκύλο ψόψιο, τὸ ἴδιο αὐτὸς ὁ ψηλός, δὲν ἔπιασε τὴν
μύτη του, αὐτοὶ οἱ δύο ξαναπιάσανε τὴ μύτη τους. Προχωροῦν φτάνουν πρὸς
τὴν πόλη, πάντοτε δὲ ὁ ψηλὸς προπορεύετο. Ἀπὸ τὴν πόλη ὅμως ἐρχόταν μιὰ
κοπέλλα, ὡραῖα ντυμένη, ὡραῖα ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε. Ὅταν πλησίαζε αὐτή,
αὐτὸς πιάνει τὴν μύτη του. Τοῦ μικροῦ ὑποτακτικοῦ τοῦ φάνηκε περίεργο,
καὶ ρωτάει τὸν γέροντα. – Γέροντα εἶδες τίποτα; – Κάτι εἶδα, λέει. – Τί
εἶναι αὐτό; περάσαμε ἀπὸ τὸ ζῶο τὸ ψόφιο καὶ ἀπὸ τὸν σκύλο τὸν ψόφιο,
δὲν ἔπιασε τὴ μύτη του, τώρα ποὺ ἔρχεται ἡ κοπέλλα αὐτὴ ἀπὸ ἐκεῖ, τόσο
ὡραία κ.λπ. πιάνει τὴ μύτη του, τί συμβαίνει; – Τοῦ λέει, τρέξε νὰ τὸν
φτάσουμε. Πλησιάζουν λοιπὸν καὶ τοῦ λένε• – Εὐλόγησον, ὅπως ὁμιλοῦν
αὐτοὶ στὴ γλῶσσα τους. – Ὁ Κύριος νὰ εὐλογῇ. – Θέλουμε νὰ σὲ
παρακαλέσουμε νὰ μᾶς πῇς τί εἶσαι; ἄνθρωπος ἤ τίποτα ἄλλο; – Γιατὶ
ρωτᾶτε. – Ὅταν περάσαμε ἀπὸ τὶς βρωμιὲς αὐτὲς δὲν ἔπιασες τὴ μύτη σου,
καὶ τὴν πιάνεις τώρα ποὺ ἔρχεται ἡ γυναίκα αὐτή; – Ἐγὼ εἶμαι ἄγγελος,
λέει, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος καὶ μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σᾶς δείξω τί τοῦ
βρωμάει. Δὲν τοῦ βρωμάει ἡ βρωμιὰ αὐτή, ἀλλὰ τοῦ βρωμάει ἡ βρώμα τοῦ
ἐγωϊσμοῦ, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ κεῖ, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχει φτιάξει αὐτὴ στὸ κεφάλι
της καὶ ὅπως αὐτὴ ἔχει ντυθῇ βρωμᾶνε τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ μὲ ἔστειλε•
καὶ εἶναι μιὰ ἀλήθεια αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ἐμεῖς πλανώμεθα, βλέπουμε τὸ
ἐξωτερικό, βλέπουμε τὸν ἑαυτόν μας ὄμορφο, σὰν τὸ παγώνι ποὺ κοιτάζεται,
βλέπουμε τὰ ροῦχα μας τὰ ὡραῖα, μὲ τὴν τελευταία μόδα, τὸ παράστημά μας,
ἀκοῦμε τὴ φωνή μας, δὲν βλέπουμε ὅμως τὴ βρώμικη ψυχή μας, αὐτὸ εἶναι
ποὺ κάνει ζημιά. Ὁ Θεὸς δὲν βλέπει τὰ ἐξωτερικά, ἀλλὰ τὰ ἐσωτερικά».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου